Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΙΩΝ 2 - by "aslan"

Β-Γ-Δ-Ε-Ζ

Βαβιλάτο (το) Το χρώμα της χρυσόμυγας (Μαυροπράσινο).
Βαβύλα (η) Χρυσόμυγα (Λέγεται και βάβυλας και μάλλον ονομάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία από το βουιτό του).
Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo)...





...Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο κακό που φοβάμαι .
Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων.
Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι.
Βαγιοφόρα (η): Πλέγμα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων.
Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso).
Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω
Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω.
Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές).
Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασμένο δέρμα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- Δέρμα).
Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί).
Βαλάνεια (τα): Βελανίδια.
Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιμού.
Βαλάρω Βρίσκομαι σε αμηχανία.
Βάλε αμέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό)
Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso).
Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιμώ την αξία το βάρος κλπ).
Βαμμένος (ο): Ο αποφασισμένος για να κάνει κάποιο κακό.
Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio).
Βαντάκα (η): Πάνινο δέμα με ρούχα , και μεταφ. Η χονδρή γυναίκα.
Βαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος
Βάραγγας (ο): Λάρυγγας.
Βαραμέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente)
Βαρβαρίτσα (η): Δερματικό εξόγκωμα η κρεατοελιά.
Βαρδακούρι (το): Αμάνικο πουλόβερ.
Βαρδακούρι (το): Γιλέκο.
Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόμηλου.
Βαρδιόλα (η): Σκοπιά .
Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό.
Βαρκός (ο): Βάλτος, η μόνιμα υγρή γη .
Βάρτου : Βάρα του.
Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Στέρνα ,η μεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca).
Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιμοποιώ.
Βατσέλα (η): Λεκάνη .
Βατσέλι (το): Λεκανάκι.
Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεμικό).
Βατσίνα (η): Εμβόλιο (Ital. Vacina).
Βατσουνιά (η): Βάτος.
Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στερέωμα παραθυρόφυλλου).
Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι).
Βεδρές :
Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα.
Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις?
Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό.
Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia).
Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιμεύει για δόλωμα.
Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίματος.
Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).
Βένα (η): Φέτα πετρώματος.
Βένα (η): Φλέβα – κληρονομικότητα (Ital. Vena).
Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου μήλου.
Βενζίνα (η): Καϊκι μηχανοκίνητο.
Βένταμα (το): Φτερούγισμα.
Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio).
Βεντέμα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia).
Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης.
Βεντερούγα (η): Η πίσω μεριά των πλευρών.
Βεντερούγα (η) Καμπούρα- ραχίτιδα.
Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσημα της φωτιάς(Ital. Ventaglio).
Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών.
Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου
.
Βεραμέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente).
Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο.
Βερβελίδια (τα): Βολβοί.
Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά.
Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονομάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από μία μεταλλική βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα μέρη της Κέρκυρας (Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και μάλλον έμεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους
Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί.
Βερμαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια).
Βέρντε (το): Πράσινο χρώμα (Ital. Verde).
Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura).
Βέρσο (το): Συμπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ).
Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραμπή (Ital. Verzotto).
Βερτσελάδο (το): Χυμένο-Διάχυτο(Ital. Versamento).
Βεσπασιανή (η) Δημόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano).
Βέστα (η): Γυναικείο φόρεμα.Ital. Vestito).
Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόμπα (Ital. Vestaglia).
Βεστιέρα (η): Ρόμπα .
Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece).
Βετούλης (ο) Έφηβος.
Βήσαλο (το): Σπασμένο και αιχμηρό κομμάτι.
Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο).
Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη μέρα » .
Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio).
Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva).
Βίγλα (η): Επιμέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato).
Βιδέλο (το): Δέρμα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρμα).
Βίδιο (το): Άλλη φορά.
Βιζιγάντι (το) Κατάπλασμα.
Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita).
Βίκα (η): Ταμιτζάνα.
Βίκος (ο): Ζωοτροφή.
Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano).
Βιλάρι (το): Τόπι υφάσματος.
Βινιέτα (η): Διακοσμητικό περίγραμμα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).
Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασμα (Ital. Vitina = Κορσές).
Βινώ : Συνουσιάζομαι παράνομα (Παξοί);;;;;;;
Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ).
Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή.
Βιρτσίνος (ο): Χρεωμένος
Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice).
Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι .
Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα .
Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι.
Βλησίδι (το): Κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη – Τάμα σε εικόνα (Παξοί) .
Βόγα : Κάνε κουπί-Λάμνε μπροστά.
Βογγύλι (το): Χονδρό κομμάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;;
Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουμε μία άλλη φορά ).
Βόλε ντα βόλα Διπλοραμμένα παπούτσια;;;;
Βολεί (μου): Με βολεύει.
Βολήμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος .
Βολίμι (το): Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος.
Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόμπος.
Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa).
Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω).
Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καμάρες (Ital. Volta).
Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ).
Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμύδια της σοφίτας.(Ital.
Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;;
Βόρδονας (ο) εξώγκομα , ερεθισμός του δέρματος.
Βόρδονας (ο): Πρήξιμο από τσίμπημα εντόμου.
Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεμο.
Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου.
Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων.
Βούλωμα (το): Πώμα
Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος.
Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα μάζευαν με τα χέρια.
Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισμοί.
Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα .
Βουρλίνια (τα): Νεύρα.
Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγμός).
Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης).
Βουρλισμένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύομαι).
Βουρλιταριό (το): Τρελοκομείο.
Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;;
Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιμνών που βουτάει για να βρεί ψάρια.
Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού.
.
Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεμα.
Βραγιά (η): Φυτεμένο αυλάκι χωραφιού.
Βρακί (το): Παντελόνι.
Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας.
Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).
Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;;
Βράχλο (το): Η φτέρη.
Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;;
Βρυνίλας (ο): Ακροποταμιά με βρύα.
Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Βύσαλο (το): Το βότσαλο

Γ
Γ-Δ-Ε-Ζ

Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού.
Γαδίνι (το): Λεκανάκι.
Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino).
Γάζα (η): Είδος σαλαχιού.
Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλδια.
Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώμα στην κοιλιά.
Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;;
Γαλάρι (το): Το γουρούνι.
Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????).
Γαλατζίτες : Αγριολάχανα.
Γαλδίδος (ο) Εφοδιασμένος έτοιμος για χρήση. (Ital. Guarnire);;;
Γαλδιμέντο (το): Έτοιμο για χρήση.
Γαλεότα (η): Πολεμικό πλοίο.
Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ).
Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος).
Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισμένο για την μεταφορά πολύτιμου φορτίου.
Γαλιουρίζω Δεν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το μάτι μου ).
Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεμουλιάσματος στο μάτι .
Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia).
Γαλόνι (το): Μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 4 κιλά.
Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia).
Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές
Γαντζάος (ο): Καίκι με δύο άλμπουρα.
Γαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος (Ital. Guantiera).
Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα).
Γαρδινιέρα (η): Κρεμαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera).
Γάρμπα (η): Ράτσα μουριάς.
Γαρμπίνος (ο): Γαρμπής ,Ν-Δ Άνεμος (Ital. Garbino).
Γάρμπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ).
Γαρμπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωμένη
Γαρμπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso).
Γαρμπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο).
Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαμβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;;
Γαστρί (το): Δοχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα).
Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίμαργο ψάρι με μυτερή λόγχη στη ράχη.
Γατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί).
Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).
Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω.
Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile).
Γενατσούρια (τα): Η ημέρα της γέννησης.
Γένημα (το): Καλαμπόκι.
Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων .
Γεραμέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento).
Γερανό (το): Σκούρο μπλέ .
Γεροκουλουμίζω : Γηροκομώ (βλ.Κουλουμίζω).
Γέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγμα –ρίξιμο-απόβλητο).
Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca).
Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί).
Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί).
Γιαπούντζα (η): Μακρύ και βαρύ , καθημερινό παλτό των αρχόντων. (πιθανόν να ονομάστηκε έτσι έπειδή έμοιαζε με το ανάλογο Γιαπωνέζικο παλτό).
Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί).
Γιάτο : Νάτο (Παξοί).
Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό με πάγο).
Γιάτσο (το): Παγωμένο (Ital. Ghaccio).
Γιόμα (το): Μεσημεριανό φαγητό.
Γιομάρι (το): Φόρτωμα ξύλα.
Γιομίζω : Γεμίζω (Γιομώζω στους Παξούς).
Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;;
Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού.
Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato).
Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;;
Γιους Πατρονάτους : Δικαίωμα επι εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενέτ. Δημόσιο.
Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare).
Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό.
Γισταμέντο (το): Συμφωνία για τακτοποίηση λογαριασμού (Ital. Aggiustamento).
Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισμό.
Γκανιότα (η): Δοχείο χρημάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino).
Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης).
Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale).
Γκέσο (το): Κιμωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso).
Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης).
Γκέτο (το): Σιδερένια μισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto).
Γκιορνάδα (η) : Το μεροκάματο (Ιταλ. Giornata : ημέρα ).
Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza).
Γκίουρμο (το): Ώριμο.
Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto).
Γκιράντολα (η): Περιστρεφόμενο σιδερένιο στήριγμα παραθύρου (Ital. Girante , Ven. Zirandola=Στροφέας).
Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό.
Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια.
Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας.
Γκλόρια (η): Θρίαμβος –εξαιρετική στιγμή (Ital. Gloria = Δοξαστικός ύμνος).
Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.
Γκόγκλα (η): Κυμάτισμα .
Γκόγκλα (η): Στροφή.
Γκόγκλες (οι): Κυματισμοί.
Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσματα.
Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα.
Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα.
Γκόν : Υπερβολική μέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ).
.
Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα.
Γκουτζερές (ο): Γανωματής
Γκράντε μεστεριόζος (ο) Πολύ μυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso).
Γκρατσίολα (η): Χαριτωμένη , πνευματώδης (Ital. Graziosa).
Γκρουζιά (η): Άγριος θάμνος με κίτρινα φύλλα και άσχημη μυρωδιά.
Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”.
Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστομάχιασα – Φρακάρησα.
Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι.
Γλέπεις : Βλέπεις.
Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό.
Γλίμα (το): Κομμάτι σαπουνιού.
Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί).
Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεμα.
Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ).
Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί).
Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιμό που αγοράζουμαι μαζί με με την συκοταριά. (Γύρου- Όρος).
Γλυκολάχανο (το): Ήμερο λάχανο.
Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo).
Γογγύλη (το): Κομμάτι κορμού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην).
Γοδέμπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile).
Γοδέρω Ευχαριστιέμαι – απολαμβάνω. (Ιταλ. Godere).
Γοδιμέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento).
Γοδιμεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso).
Γόμπα η Σγούμπα (η): Καμπούρα (Ital. Gobba).
Γορδελάρω Ενώνω με χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσματος .
Γουαντιέρα (η): Δίσκος ;; Σερβιρίσματος;;;;;;;;
Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίμμη – Παξοί).
Γούζο (το): Δικό μου , προσωπικό (Ital. Uso).
Γούζο μου : Για τον εαυτό μου.
Γούζω (το): Πείσμα.
Γουλάδα (η): Δρόμος λιθόστρωτος με στρογγυλές πέτρες (γούλους).
Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα
Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε μια πέτρα..
Γουλοζιτά (η): Λαιμαργία (βλ. Γουλόζος).
Γουλόζος (ο): Λαίμαργος (Ital. Goloso).
Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυμένο για τη μεταφορά της πέτρας από τους οικοδόμους.
Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή.
Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα .
Γουργούρι (το): Περισυλλογή.
Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασμένη από την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού
Γούσα (η): Διατομή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί).
Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο.
Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ).
Γραβαλίζω : Στρώνω το χώμα με τσουγκράνα .
Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα.
Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela).
Γράζω Φωνάζω.
Γραμπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας.
Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος).
Γραντζέουλα (η): Καβουρομάνα;;
Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά.
Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεμος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεμο να έρχεται από την Ελλάδα.
Γρέμπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεμός ).
Γρέντα (η): Το κάτω μέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί).
Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωμα.
Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;(Γύρου).
Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο).
Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό).
Γριλίτσα (η): Ηλίαση.
Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο.
Γροβολιά (η): Αγριοδαμασκηνιά.
Γρόγγος η Δρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo).
Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;;
Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναμούσε με 145 κομμάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναμεί με 12.
Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta).
Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραμονή στο νερό.
Γρούζω : Γουργουρίζω.
Γρουμπανιά (η): Πέσιμο (Παξοί).
Γρουμπούλι (το): Εξόγκωμα του δέρματος.
Γρουμπούλι (το): Δερματικό εξόγκωμα (Ital. Groppo – Groppone =Κόμπος - καμπούρα).
Γρούνι (το): Γουρούνι.
Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη βαρυχειμωνιά
Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο με κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιμορραγία.
Γρούψα (η): Δίψα (Λευκίμμη-Παξοί).

Δ



Δάγα-Δάγα : Γρήγορα – Γρήγορα
Δάγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio).
Δαιμοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαμος).
Δάντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio).
Δάρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισμα του σιταριού.
Δάρτης (ο): Κουρασμένος (Παξοί).
Δαρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή.
Δαυλί Καιόμενο ξύλο- μεθυσμένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί).
Δαφνίλας (ο) Τόπος με δάφνες.
Δείλια (η): Τάση για λιποθυμία-αδυναμία.
Δεκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού
Δεκουτζιόν : Αμέσως;;;;;;;;;;;;;;
Δεκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισμα (Ital. Decreto).
Δεκρετσιόν (η): Διάκριση (Ital. Discrezione).
Δελεγάτος (ο): Εντεταλμένος.(Ital. Delegato).
Δελέγκου : Γρήγορα , αμέσως (Ital. Di luogo).
Δελίτο (το): Μεγαλόσωμο.
Δεμπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore).
Δενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση).
Δεντρόβαλος (ο): Δεντρογαλιά(είδος φιδιού)
Δεποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare).
Δεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ).
Δεπουτάτος (ο): Εξουσιοδοτημένος (Ital. Deputato = Βουλευτής).
Δεροτόρος (ο): Διευθυντής (Ital. Direttore).
Δεσγούτο (το): Δυσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ).
Δεσμπόρσο (το): Δαπάνη (Ital.Disborso ).
Δεσπέτο (το): Πείσμα. (Ιταλ. Per Dispeto).
Δεσπουτάτος (ο): Ηγεμόνας (προφανώς προέρχεται από το Δεσποτικός Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεστεμέλι (το): Ζώνη.
Δεστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare).
Δέστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro).
Δεστρούτο (το): Λειωμένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto).
Δεσφιλάδο (το): Εξεφτελισμένο (Ital. Vile = Δειλός ,άνανδρος, εξεφτελισμένος).
Δήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί).
Δήλισε : Πραγματοποιήθηκε (το όνειρο).
Διαβατάρης (ο): Περαστικός.
Διάγκιλος (ο): Διάολος.
Διάκαμπο (το): Στη μέση του κάμπου.
Διάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσημα.
Διακόνι (το): Ζητιανιά.
.
Διακονιάρης (ο): Ζητιάνος.
Διαλυμάτο (το): Χύμα (Τσιγάρα διαλυμάτο).
Διαμάσχαλα : Κάτω από την μασχάλη.
Διάνα (η): Λευκή (Παξοί).
Διάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» Δηλ. Ας διαλυθούν όλα.
Διάσκατζε : Δεν βαριέσε.
Διάσκατζος (ο): Διάβολος.
Διάσωνας (ο): Μολυσμένο σπυρί.
Διατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto).
Διγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας.
Δίημα : Πολύ σημαντικό – Αφήνει εποχή.
Δικιαρίζω η Δεκιαράω : Δηλώνω (Ital. Dichiarare ).
Δίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την μια μεριά ήταν τσαπί και από την άλλη τσεκούρι.
Δίρετα (τα): Δίκαιώματα (Ital. Diritto ).
Δίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ).
Δίριτο (το): Δικαίωμα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto).
Διστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare).
Διτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere).
Δίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Δόγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga).
Δογάνες (οι): Δασμοί (Ital. Dogana).
Δόγες (οι): Κομμάτια (μάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού).
Δονατσιόν (η): Δωρεά (Ital. Donazione).
Δόνικα : Λοιπόν.
Δόνκα Ναι - Βεβαιωτικό μόριο.
Δόνκα Σκέψου. ;;;;;
Δοντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης.
Δόπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio).
Δοράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολλημένη στο κουκούτσι)
Δοτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria).
Δοτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος).
Δουκάτο η Δουκατόνι (το): Χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μαρτσέλους και σόλδια.
Δουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo).
Δουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare).
Δραγάτης (ο): Αγροφύλακας.
Δράζει : Στάζει , Έχει διαρροή.
Δραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;.(Ital. Goccia;;;;
Δρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί.
Δρόπακας (ο): Υδρωπικία.
Δροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη
Δυάργυρος (ο): Υδράργυρος.
Δυναμάρι (το): Στήριγμα

Ε




Έβγαση Έξοδος. (Αρχ. Εκβαίνω).
Εγγιστάρω : βλ. Αγγιστάρω.
Έγιανε : Έγινε καλά.
Έγκαψη (η): Φλόγωση (Αρχ. Εγκαίω).
Εγκώμιο (το): Πείραγμα (Αρχ. Έν Κώμος).
Εδαυτού: Ακριβώς Αυτού (Παξοί).
Εδεδώ : Ακριβώς εδώ.(Παξοί).
Εδεκεί: Ακριβώς Εκεί. (Παξοί)
Εδούρησε (δεν) : Δεν κράτησε πολύ-
Εθαραπάικα : Ευχαριστήθηκα.
Είδισμα : Τίποτα (Παξοί).
Είμητα : Εκτός αν ( Αρχ. Ει μη ).
Εκουϊστάδος (ο): Βλ. Ακιστάδος
Εκουτσούριανα : Πάγωσα .
Εκτενταρίζομαι : Καθαρίζομαι.
Ελεγάω : Ελεώ .
Ελόου μου : Εγώ προσωπικά( Από: Του Λόγου μου).
Ελώου μου, σου , του : Εγώ , η αφεντιά μου.
Εμπασοεκβατήριον (το): Είσοδος σπιτιού.
Εμπετσάρω : Παρενοχλώ (Ital. Impacciare).
Εμπιστιάνα : Επί πιστώσει (Αρχ. Εν Πίστει ) βλ. Μπιστιού.
Έμπλασε : Έπιασε. (Παξοί).
Έμπο : Καταιγίδα (Ital. Temporale);;;
Ενεξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση. (Ital. Esecuzione).
Ένιαξε : Μάζεψε , Μίκρυνε.
Ενόδος (ο): Ετοιμοθάνατος (Αρχ. Εν Οδώ).
Εντεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (βλ. Δεπόζιτο ).
Έντεσα : Σκόνταψα –πιάστηκα από κάπου.
Εντιματσιόν (η): Δήλωση , Αίτηση, ;;;; (Ital. Entizione = Έκδοση ).
Εντράδα (η): Εισόδημα ( Ital. Entrada).
Εξαγλίστρησα : Γλίστρησα.
Εξαμιναδόρος (ο): Ελεγκτής (Ital. Esaminare = Ελέγχω ).
Εξάτο (το): Έκτο .
Εξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση ( Ital. Esecuzione).
Εξενού (είναι ) : Είναι στον κόσμο του.
Εξεπόχτησα : Ξεθεώθηκα – Κουράστηκα πολύ.
Εξεποχτίστηκε : Πέθανε (κυριολεχτικά;;.
Επάθιασα : (Με πάθιασες). Κοντεύω να πάθω ασφυξία από τη βρώμα.
Έπλασε Ζούλιξε – Έλιωσε Από την πίεση (Γύρου ,Όρος , Μέση).
Εργάνι (το): Ξύλινο εργαλείο του ελαιουργείου (Αρχ. Γέργανον;;.
Ερημοκουνάρητο (το): Το αλητόπαιδο.
Εριάστηκα : Ξεπάγιασα (Παξοί).
Εριγγέρω : Παρίσταμαι (Ital. Fingere).
Ερούτσωσε Πείσμωσε , θύμωσε , μούτρωσε (Ital. Ruzzo). (Του είπα κάτι και αυτός ερούτσωσε )
Ερσεβέρω : Αποδέχομαι (Ital. Concedere).
Έρτα (η): Τα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα που εξέχουν (Ven. Erta).
Ερωτιζάμενος (ο): Ερωτώμενος (Κρητικό).
Εσάκιασε : Νερούλιασε-χωρίς δυνάμεις.
Εσινιάρισα : Σημάδεψα.
Εσπανιάρισε Κλώτσησε -(χαλασμένο σπείρωμα Βίδας ).
Εσπόρσο (το): Πληρωμή (Ital. Sborso).
Έσσωπος (ο): Αρωματικό φρύγανο (Αρχ. Ύσσωπος).
Έστρα : Οίστρος , έμπνευση .
Εστρυμποχνιάστηκα : Στεναχωρήθηκα
Εσύ ο ίδιος : Εσύ. ( « Τι λες εσύ ο ίδιος;»).
Εσφαγιουδιτσάλ : Εξώδικο ( Ital. Estragiudiziale).
Έσωσα : Τελείωσα.
Ετάρδησα : Με βρήκε η νύχτα στο δρόμο.(Ital. T;ardi).
Ετζαμινάρω : Εξετάζω (Ital. Disaminare).
Έτι : Μόλις. (Παξοί).
Ετο Νάτο.
Έτο : Νάτο.
Ετσούκλωσε : Γέμισε το στομάχι (Παξοί).
Ετσούλωσε : Πείσμωσε.
Εφετιβαμέντε: βλ. Αφιτιβαμέντε.
Εφουτιβαμέντε : Πραγματικά .(Ital. Effittivamente).
Έχιμο (το): Ιδιοκτησία .

Ζ
Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό.
Ζαίδα (η): Παραφυάδα.
Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω.
Ζάλωμα (το): Φόρτωμα.
Ζάμπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγμένο – κακογραφία).
Ζαμποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάμπες (Φρύνους).
Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί).
Ζαρονεύρης (ο): Κράμπα.
Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο.
Ζβίγγος (ο): Λουκουμάς .
Ζγούρος (ο): Ζβούρα.
Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο.
Ζεματούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα.
Ζεματούρα (η) Ζεστή φασολάδα.
Ζεματούρα (η): Σούπα , ζουμί με βουτηγμένο ψωμί.
Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί).
Ζερνίζει : Πάει λοξά.
Ζήμα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού.
Ζιάζω : Ζυγίζω.
Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού.
Ζίφω Στίβω.
Ζιψιά (η): Πολύ βρεγμένο. (τα ρούχα του ζίφονται).
Ζμούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άμβλυνση).
Ζμπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare).
Ζμώνω : Ζημώνω.
Ζοντάδα (η): Έδαφος με πολλά νερά.
Ζορκάδι (το): Το γυμνό .
Ζορκόκωλος (ο): με γυμνά οπίσθια Ζορκολαίμα (η): Κότα με γυμνό λαιμό.
Ζορκολαίμης (ο): Γυμνόλαιμος κόκκορας.
Ζόρκος (ο): Γυμνός.
Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ημιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον).
Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί).
Ζούλο (το): Ώριμο φρούτο.
Ζούπα (η): Πηγμένο γάλα με ψωμί.
Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί).
Ζύφω : Στίβω – Πιέζω.
Ζώση (η): Η πάνινη
ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών.
Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί).
Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήματα.
Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.

Συνεχίζεται....

1 σχόλιο:

  1. ΜΠΡΑΒΟ ΦΙΛΕ ΑΣΛΑΝ!!! ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΤΗ ΞΕΝΟΜΑΝΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΠΙΑΚΕΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΑΣΤΑΕΙ Η ΣΚΟΥΦΙΑ ΜΑΣ! ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΑ ΤΑΛΑΡΑ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Όλα τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα. Εκτός από τα υβριστικά. Οσα σχόλια περιέχουν ονόματα θα σβήνονται άμεσα. Μην κάνετε το κόπο να γράφετε υβριστικά σχόλια για συγχωριανούς μας.