Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

Η γλώσσα των Κερκυραίων - Τελευταίο μέρος by "aslan"

Απο το Σ μέχρι το Ω

Σ
Σαβούρο (το): Ένας τρόπος παστώματος και συντήρησης των ψαριών . Τα παλιά χρόνια το πουλούσαν στα μπακάλικα.
Σαγιαδόρος (ο): Σύρτης πόρτας (Ven. Sagiatòr).
Σάϊκα : Καλά;;;.




Σάισμα (το): Παλτό.
Σαϊτιά (η): Δηλητηριώδες φίδι που πετάγεται όταν επιτίθεται.
Σακάδα (η): Ενόχληση (Ital. Insaccato=στρίμωγμα ,συνωστισμός).
Σακάρω : Ενοχλώ (Ital. Insaccare=στριμώχνω).
Σάκενα (η) Μεγάλο σακί για ελιές.
Σακολεβιάρικο (το): Είδος καϊκιού φορτηγού .(Ital. Sacco Levare= Φορτώνω Σακιά).
Σαλάδο (το): Σαλάμι.
Σαλαήσω Να φωνάξω.
Σαλακιάζω : Σαπίζω .
Σαλάκιασμα (το): Εντριβή.
Σαλαμιστράδο (το): Παστό.
Σαλάτες (οι): Μαρούλια.
Σαλβαρόμπα (η): Αποθήκη (Ital. Salvare – Roba ).
Σαλιέρα (η): Αλατιέρα (Ital. Saliera).
Σαλίτσο (το): Σανίδωμα ανηφορικό δίπλα στη σκάλα (Ital. Salina=ανάβαση).
Σαλίτσο (το): Πλατύσκαλο , πεζούλι, δάπεδο (Ven. Salizo).
Σαλούμι (το): Αλλαντικό (Ital. Salumi).
Σάλπα (η): Ένα ψάρι που αλλού το λένε…. (Ital. Salpa).
Σαλταλεόν (το): Σπαστό στήριγμα πατζουριών (Ven. Saltalion ,Ital. Saltaleone= ελατήριο).
Σαλταρέλο (το): Μάνταλο , είδος σύρτη πόρτας (Ven. Saltarèlo).
Σαλτέρνω : Πηδάω (Ital. Saltare).
Σάλτζα (η): Χονδρή μάλλινη φούστα της παραδοσιακής στολής.
Σάλτο(το): Πήδημα (Ital. Salto).
Σαλτσάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Selciato).
Σαλτσάδο (το): Λιθόστρωτο (Ven. Salizàda , Ital. Salciato).
Σαμαροκάλυβο (το): Καλύβι σε σχήμα πυραμίδας από καλάμια .
Σαμαροκάλυβο(το): Καλύβι σε σχέδιο σαμάρας.
Σαμπέπερο (το): Γυαλόχαρτο (Ig. Sandpeper).
Σαμπιέρος (ο): Το ψάρι χριστόψαρο.
Σαμπούκος (ο): Κουφοξυλιά (Ital.Sambuco).
Σανπιέρος (ο): Το χριστόψαρο .Ονομάστηκε έτσι από τον Άγιο Πέτρο που λένε ότι το έδωσε στο Χριστό για να το ευλογήσει και όταν το έπιασε έμειναν τα αποτυπώματα των δακτύλων του στο κεφάλι του ψαριού.
Σάντα λα μαρία (η): Το παιδικό παιχνίδι «Μακριά γαιδούρα».
Σαντέρλω (η): Πεταχτή;;;.
Σαουνιά (η): Το σαγόνι.
Σαργόντες (ο): Αξιωματικός πλοίου;;;;.
Σαργοπαππάς (ο): Τά ψάρια χαρακίρες
Σάρτζα (η): Γυναικείο φόρεμα (Ital. Sargia=Κρετόν είδος υφάσματος).
Σαρτσάδα (η): Αυλή σπιτιού.
Σαρτσίτσια (τα): Δοσοληψίες ,επαφές;;;.
Σασίνος (ο): Δολοφόνος (Ital. Assassino).
Σαύω : Δέρνω;;
Σάψαλο (το): Καταβεβλημένος – Γέρος.
Σβίδρα (η): Βίδρα – ενυδρίς.
Σβιλάδες (οι): Ραπίσματα αέρα.
Σβίτσερο (το): Ελβετικό τυρί (Ital. Svizzero).
Σβουντσουρίζω : Πετάω .
Σγαράρω : Κάνω λάθος (Ital. Sgarrare ).
Σγόρνα (η): Υδρορροή.
Σγούμπος (ο): Καμπούρης (Ital. Gobbo).
Σγούρος (ο): Σβούρα.
Σγώνω : Κοντεύω να φτάσω.
Σεγκέτα (η): Κάθισμα με τρύπα στη μέση για αφόδευση.(Ital. Seggio= θρόνος).
Σεγκούνι (το): Μάλλινο σακάκι γυναικείο μέχρι τη μέση της παραδοσιακής στολής.
Σείρες (οι): Το ψάρι Γοφάρι.
Σεκάρει (να): Να σπάσει.
Σέκο (το): Κτίσιμο χωρίς λάσπη (Ital. Secco=ξηρός).
Σέκος (ο): Νεκρός.
Σεκρέτα (τα): Τα ντουλάπια της κουζίνας.
Σεκρέτο (το): Μυστικό (Ital. Segreto).
Σέλα (η): Η Βράκα της παραδοσιακής ανδρικής στολής.
Σέμπρα (η): Η εργάτρια γης που συμμετείχε σε ομάδα.(βλ. Σεμπριά).
Σεμπριά (η): Ομάδα εργατών γης – Αγροτικός συνεταιρισμός- Αγροτική Συμφωνία (Σέρβικα Sebru).
Σενάτο (το): Συμβούλιο – Σύγκλητος (Ital. Senato).
Σεντάλι (το): Κάθισμα αποχωρητηρίου (Ital. Sedile=Κάθισμα).
Σεντζαφέδες (ο): Αναξιόπιστος , ψεύτης (Ital. Senza-fede=χωρίς πίστη).
Σεντζίζιμο (το): Ο Εκατοστός (Ital. Centicimo).
Σέντζο (το): Η Εντύπωση (Ital. Senso).
Σεράγια (η): Αποθήκη (Ital. Serraglio=φραγμένος χώρος με ζώα).
Σεράγιο (το): 1. Περιφραγμένος χώρος 2. «Κλειδί» Τοξοειδούς κατασκευής. (Ven. Seràgio).
Σερατούρα (η): Κλειδαριά (Ven. Seradùra).
Σερβάρω : Παρατηρώ (Ital. Osservare).
Σερβίρω Προσφέρω (Ital. Servire).
Σερβιτσιάλι (το): Το εργαλείο που έκαναν το κλύσμα (Ital. Serviziale).
Σερβίτσιο (το): Υπηρεσία (Ital. Servizio).
Σερενάδα (η): Βραδινό τραγούδι (Ιταλ. Serenata = Νυκτωδία).
Σερέσια (τα): Παντόφλες.
Σέριος (ο): Σπουδαίος (Ital. Serio=σοβαρός αυστηρός).
Σέσκουλο ή σέσκλο (το) Ήμερο λάχανο.
Σεστάδος (ο): Νοικοκυρεμένος (Ital. Assestato).
Σέστο (το): Νοικοκυριό – τάξη. (Ital. Sesto).
Σετάρω : Ρίχνω ,εκσφενδονίζω .
Σήσες (οι): Σκουληκάκια άσπρα μικρά που βγαίνουν στα τρόφιμα.
Σία Βόγα : Η κίνηση των κουπιών έτσι ώστε η βάρκα να κάνει στροφή επι τόπου (το ένα κουπί μπρός και το άλλο πίσω ). (Ital. Voga=Κωπηλασία).
Σιάδι (το): Επίπεδο κομμάτι γης.
Σιάνω : Διορθώνω.
Σιάρπα (η): Εσάρπα (Ital. Sciarpa).
Σιασμένος (ο): Αρραβωνιασμένος.
Σιάτικα (τα): Ισχιαλγίες (Ital. Sciatica).
Σιγανταβόλτε (η): Ειδικό πριόνι για κυκλικό κόψιμο (Ital. Sega da volte).
Σιγοντάρω: Συνοδεύω (Ital. Secondo = Δεύτερο και σύμφωνα).
Σιγουριτά (η): Ασφάλεια (Ital. Sicurita).
Σιδερόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Σιδερόχορτο (το): Το χόρτο σιδερίτης.
Σιεμύρε (τοκάνει): Το κάνει ωραία.
Σιένα (η): Καφεκίτρινη απόχρωση (Ital. Terra di Siena).
Σιέστα (η): Μεσημεριανός ύπνος (Ital. Siesta).
Σικαλίδα (η): Μικρό πουλί με γκρίζα χρώματα που τρώει σύκα.
Σικιστράρω : Δίδω μεσεγγύηση.
Σίκλος (ο): Κουβάς μεταλλικός (Ital. Secchio).
Σικουρατσιόν (η): Ασφάλεια- σιγουριά (Ital. Sicurezza).
Σιλικουτιάζω : Ανακατεύω.
Σιλιμούργι (το): Το κατακάθι του λαδιού.
Σιμπαγαδώνω : Καλμάρω – Καταπραϊνω.
Σιμπάω : Πιέζω-Ζουλάω.
Σινιαρισμένος (ο): Τέλεια ετοιμασμένος.
Σινιάρω : Σημαδεύω (Ital. Sighare).
Σινιώτικος (ο): Χορός των Σινιών .
Σίντα (η): Μαζί.
Σιντζίλα (η): Σφραγίδα (Ital. Sigillo).
Σιντόρνου : Εκτός και;;;
Σιόρ (ο): Κύριος (Ital. Signore).
Σιόρα (η): Κυρία (Ital. Signora ).
Σιούτικο (το): Κολοβό .
Σιροκολέβαντο (το): Άνεμος ανατολικός προς βόρειο.
Σίσκλος (ο) : Κουβάς. (Ital. Secchio)
Σίτα (η): Κόσκινο .
Σιτί (το): Κόσκινο του καφέ.
Σίχλωσα : Μισοχόρτασα .
Σκαβεντζάρω : Κόβω πατρόν (Ital. Scavezzare).
Σκαβέντζο (το): Ρετάλι υφάσματος (βλ. Σκαβεντζάρω).
Σκαβίνα (η): Μάλλινη κουβέρτα (Ital. Schavina ).
Σκαδέρει (μη) : Μην τύχει.
Σκαδέρω : Αχρηστεύω .
Σκαλέτα (η): Ψέμα (Ital. Scaletta=Aφήγηση – επεξεργασία μιας ιστορίας).
Σκαλινάδα (η): Πέτρινη σκάλα δρόμου (Ven. Scalinàda, Ital. Scalinata).
Σκαλιώνω : Σκαλώνω.
Σκαλντίν (το): Μικρή θερμάστρα κάρβουνων γενικής χρήσεως (Ven. Scaldin).
Σκαλταλέτο (το): Μπρούτζινο μαγκάλι για την θέρμανση υπνοδωματίων (Ven. Scaldàr-lèto).
Σκαλταμπάνιο (το): Θερμοσίφωνας ξύλων (Ven.Scaldàr-bagho).
Σκαλταπιέντε (η): Μικρό μαγκάλι για τα πόδια (Ven. Scaldàr-piente).
Σκάμουνα (τα): Τα Μούρα.
Σκάμπα (η): Μαθητική κοπάνα (ven. Scampon: far,dar o ciapar un scampon .Ολιγόλεπτη διαφυγή, ένα μικρό «πέταγμα» προς κάπου μακριά .Ital. Scampagnare=εκδρομή).
Σκαμπάζω : Καταλαβαίνω .
Σκαμπέλο(το): Κομοδίνο , σκαμνί (Ital. Sgabello).
Σκανιέλο (το): Μικρό πάρκο για παιδιά χωρίς πάτο και με ρόδες.
Σκάνιο (το): Καρέκλα (Ven. Scagno).
Σκανταλέτο (το): Χάλκινο σκεύος για αναμμένα κάρβουνα για ζέσταμα σε κάποιο μέρος του σπιτιού (Ital. Scalda-letto).
Σκαντερό (τόχει): Τόχει χορτάσει.
Σκαπαμέντο (το): Φουγάρο.;;;
Σκαραβανόξυλο (το): Ράμνος η αειθαλής.
Σκαρβέλι (το): Μέρος από τον εξοπλισμό του γαιδάρου.
Σκάρδα η ασκάρδα (η): Σκελίδα.
Σκαρίκι(το): Αναγγελία.;;
Σκαρλετίνα (η): Ευλογιά (αρρώστια).
Σκαρμίδα (η): Διχαλωτό σταντ για τα κουπιά.
Σκαρμοί (οι): Ξύλινα στηρίγματα κουπιών.
Σκαρμοί (οι): Τα ψάρια Λούτσοι.
Σκαρμούστο (το): Ρολό από κέρματα.
Σκαρμοφωλιές (οι): Οι τρύπες που μπαίνουν οι σκαρμοί.
Σκαρντάρομαι: Πειράζομαι;;;
Σκαρπίνι (το): Είδος ανδρικού παπουτσιού (Ital. Scarpa).
Σκάρσο (το): Ελλειπές .(Ital. Scarso).
Σκαρτζί (το): Το ζημιάρικο παιδί..
Σκαρτότσα (τα): Καραμέλες.
Σκαρτσέλι (το): Κουζινίτσα έξω από το σπίτι.
Σκαρτσιγόπιδο (το): Το ψάρι μικρή γόπα.
Σκαρτσιμάς (ο): Μικρό καραβιδάκι που το χρησιμοποιούν οι ψαράδες για δόλωμα.
Σκαρτσιμούρμουρας (ο): Θαλασσινό ίδιο με την αληθινή αλλά το σώμα μέσα
Σκαρτσότσο (το): Ρολό κερμάτων (Ital. Scartocciare=Ξεφλούδισμα).
Σκαρτσούνι (το) : Κάλτσα.
Σκαρτσούνια (τα): Κάλτσες (Ital. Calcetto).
Σκαρτσουνόροκα (η): Βελόνα για κάλτσες.
Σκάρφη (η): Φυτό με πολλή πικρή γεύση.
Σκαρφίζομαι : Επινοώ .
Σκαρφολίθι (το): Ασβεστόλιθος.
Σκασιά (η): Πέσιμο ανθρώπου , θορυβώδες και εντυπωσιακό.
Σκατζιά (η): Ράφι , Ραφιέρα (Ital. Scancia).
Σκάτουλα (τα): Κουτάκια σπίρτων (Ital. Scatola).
Σκάτσα (η): Η βάση που στηρίζεται το κατάρτι του πλοίου.
Σκαφώνι (το): Ξύλινο δοχείο για το πάτημα των σταφυλιών
Σκένομαι : Σιχαίνομαι .
Σκεπετιά (η): Πυροβολισμός .(βλ. Σκεπέτο).
Σκεπέτο (το): Ντουφέκι.(Ital. Schioppo=Κυνηγετικό όπλο).
Σκέρος (ο): Σύκο.
Σκερτσάδος (ο): Τρελιάρης (Ital. Scherzo).
Σκέρτσο (το): Νάζια τρελίτσες (Itasl. Scherzo)
Σκήπι (το): Μικρός περιφραγμένος κήπος εντός του οικισμού.
Σκιάομαι : Φοβάμαι .
Σκίζα (η): Σκισμένο ξύλο για τη φωτιά (Ital. Scheggia).
Σκίνα (η): Χοιρινή ωμοπλάτη (Ital. Schiena=η πλάτη γενικά).
Σκινάρι (το): Σχοίνος .
Σκιόκα (τα): Καψούλια.
Σκιόρμος (ο): Άσχημος.
Σκίτζο (το): Σχέδιο (Ital. Schizzo).
Σκιτσέτο (το):Σταγονόμετρο (Ital. Schizzetto=κλυστήρας).
Σκίτσικο (το): Ανισόπλευρο τετράγωνο.
Σκίφος (ο): Πέτρινο δοχείο για τάισμα γουρουνιών (Ital. Schifo=Αηδία).
Σκλαπίζω : Σκορπίζω.
Σκλείθρα (η): Το σπέρμα.
Σκλεμπού (η): Το ψάρι Πεσκαντρίτσα.
Σκλέτζα (η) : Ακίδα ξύλου αλλά και μικρό κομμάτι ξύλου για προσθήκη.
Σκλήθρα (η): 1. Ράτσα 2. Μυτερό ξύλο που αποσπάστηκε με το χέρι από κορμό δένδρου.
Σκλίθρα (η): Κλωνάρι σταφυλιού.
Σκόλες (οι): Τα λάβαρα ( προφανώς από το σχολικό λάβαρο – Scuola).
Σκόλιαμπρα (τα): Μαντάτα.
Σκομπονέρεται : Σηκώνεται (Ital. Comportare).
Σκόντο (το): Έκπτωση (Ital. Sconto).
Σκόντρα (η): Εναντίωση (Ital. Scontro).
Σκοντρέτα (τα): Σανίδες με φλοιό υπολείμματα πριονιστηρίου .
Σκόντρο αμπάρα : Ο σιδερένιος σύρτης που αμπάρωνε την πόρτα από μέσα (Ital. Scontro = Συμπλοκή – συνάντηση – εναντίωση).
Σκορδαλίδα (η): Αγριολάχανο.
Σκορδομπώλης (ο): Βραχύσωμος.
Σκορδοστούμπι (το): Ξύλο – Εργαλείο της κουζίνας που έλιωναν το σκόρδο.
Σκορπιδέλι (το): Μικρό ψάρι –Σκορπιός.
Σκόρσα (η): Ξύλινο δοκάρι ακατέργαστο (Ital. Scorza =φλοιός).
Σκορσάρω : Τινάζομαι (Ital. Scossa ).
Σκόρσο (το): Απότομο σταμάτημα.;;
Σκόρτσα (η): Επένδυση.(Ital. Scorza = Εξωτερική εμφάνιση – Δέρμα Φιδιού- Επιδερμίδα ).
Σκόρτσα (τα) Τα σανίδια πάνω στα οποία πατούν τα κεραμίδια (βλ.άνω).
Σκόρτσα (τα): Αποκόμματα ξύλου (Ital. Scorcio=κομμάτι).
Σκοτίτας (ο): Σκοτοδίνη .
Σκοτίτας (ο): Αρρώστια πουλερικών.
Σκουάρα (η): Γωνιά, Εργαλείο τεχνιτών (Ital. Sguadra).
Σκούβλο (το): Βούρτσα πατώματος .
Σκουγέρι (το): Δηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο
Σκουδαρόλια (τα). Χρωστούμενα (βλ. Σκούδο).
Σκουδάρω : Εισπράττω χρέος (βλ. Σκούδο).
Σκούδο (το): Παλιό βενέτικο νόμισμα (Ital. Scudo).
Σκούλλινα μπόλια (η): Λινή Πετσέτα (βλ. Σκούλινο).
Σκούλλινο (το): Ύφασμα φτιαγμένο από Σκουλί – Λινάρι (Αρχ. Σκόλλυς).
Σκουλουμπουρδιά (η): Τούμπα.
Σκουμπιασμένο (το): Κακόμοιρο .
Σκουμποθώνομαι : Σηκώνομαι και κάθομαι.
Σκουντράω : συγκρούομαι με κάτι (Ital. Scontrare).
Σκούρμο (το): Ξερό.
Σκουτέλα (η): Λεκάνη κουζίνας , βαθειά πιατέλα (Ital. Scottella).
Σκουτελί (το): Λεκανάκι.
Σκούτζικας (ο): Μεγαλόσωμη σαύρα.
Σκουτζίκι (το): Δηλητηριώδες και επιθετικό νερόφιδο ίδιο με το Σκουγέρι και μάλλον πρόκειται για το ίδιο φίδι με άλλη ονομασία.
Σκουτί (το): Ρούχο .
Σκουτιά (τα): Ρούχα.
Σκουφέτο (το) : Σκούφια και μτφ. Το προφυλακτικό.
Σκρίνιο (το): Έπιπλο σαλονιού (Ital. Scrigho).
Σκρίτο (το): Έγγραφο (Ital. Scrito).
Σκριτούρα (η): Εκκλησιαστικό έγγραφο.(βλ. Σκρίτο).
Σκροκαρίζω : Πυροδοτώ.
Σκρούμπο (το): Καρβουνιασμένο.
Σκυλομπαρούφα (η): Μεγάλη ανοησία που ελέχθη.
Σκυλομπαρούφα (η): Μεγάλος καυγάς – σκυλοκαυγάς (Ital. Baruffa = Καυγάς).
Σκύφος (ο): Πέτρινο δοχείο ταίσματος ζώων.
Σλόντζα (η): Κομμένη γωνία σιδήρου η ξύλου για ορθογώνια κατασκευή (Ven. Sloza).
Σμάρι (το): Ζυμάρι .
Σμούκιο ή Ζμπούκιο (το): Χτύπημα -τρακάρισμα –δυνατή σύγκρουση.
Σμπάρα (η): Μπάρα πόρτας (Ital. Sbarra).
Σμπαράρω : Αμπαρώνω (Ital. Sbarrare).
Σμπάρο (το): Πυροβολισμός , δυνατός και οξύς κρότος (Ital. Sparo).
Σμπάρο (το): Τουφεκιά – κρότος.
Σμπήρος (ο): Προδότης – ρουφιάνος.
Σμπιδίρω : Διώχνω.
Σμπίρος (ο) Προδότης.
Σμπούκιο (το): Σύγκρουση (Ital. Sbattere).
Σμπρέγο (το): Σύγκρουση Πολεμική.
Σοβελάδο (το): Ανάγλυφο (Ital. Sollevato).
Σοβρακάρικος (ο): Υπεύθυνος για την φόρτωση του πλοίου.
Σοβραλόγο : Επί τόπου.
Σοδισφατσιό (το): Ικανοποίηση (Ital. Sodisfazione).
Σολδιάτικο η Σολιάτικο (το): Παροχή κτήματος που προέρχεται από εδαφονομή.
Σολδιατοποίηση (η): Συμφωνία παροχής κτήματος προς καλλιέργεια με σολδιάτικα
Σόλδιο (το): Νόμισμα ενετικής περιόδου ίσο με μισό Μαρτσέλο. (Ital. Soldo).
Σολεβάρω : Οδηγώ πλοίο προς τον Ήλιο.(Sole).
Σόλεβο (το): Ανακούφιση (Ital. Solievo).
Σολέντες (ο): Αυθάδης (Ital. Insolente).
Σολέτα (η): Πέλμα κάλτσας (Ital. Soletta).
Σολιάρης (ο): Ενοικιαστής χωραφιού.
Σολιάτικα (τα): Νοίκια χωραφιού.
Σολιάτικο (το): Ενοικιασμένο χωράφι.
Σόλικος (ο): Εύκολος (Ital. Solingo = Μοναχικός).
Σόλιο (το) : Παιχνίδι τράπουλας.
Σομετέρει : Ενδιαφέρει;;;
Σόμπαχο (το): Τα μέσα κλαριά του δένδρου.
Σομπλιάζει (με): Με βολεύει – Με εξυπηρετεί.
Σομπρέσο (το): Σίδερο σιδερώματος (Pressare;;.
Σονάρω : Παίζω μουσική. (Ital. Suonare)
Σονέτο (το): Φυσαρμόνικα (Ital. Sonetto).
Σόντοβέστα (η): Γυναικείο εσώρουχο-Κομπινεζόν.
Σορατσέλι (το): Ψευδοροφή (Ven.-Ital. Sora-cielo).
Σόρδολο Αμπιτάντε : Ερωτική συνεύρεση στην σοφίτα. (Ιταλ. Abitante = Κατοικήσιμος χώρος στην σοφίτα). Sordo l’ Abitante= Αθόρυβα στη σοφίτα).
Σοροκάδα (η): Καιρός με άνεμο Σιρόκο.
Σόρτας (τσι): Πρόχειρο (Ital. Sorta = Κάθε λογής).
Σόρτε (καλό): Καλή τύχη (Ital. Sorte = Τύχη ).
Σορτίτα (η): Έξοδος (Ital.Sortita).
Σοσεντσέρω : Υποστηρίζω (Ital. Sostenere= Υποβαστάζω).
Σοσπέζος (ο): Εκκρεμής (Ital. Sospeso).
Σοσπεσιόν (η): Αναστολή (Ital. Sospesione =Εκεχειρία , Διακοπή ).
Σοσπετάρω : Υποψιάζομαι (Ital. Sospettare).
Σοσπέτο (το): Υποψία (Ital. Sospetto).
Σόστιμα (η): Αντικατάσταση (Ital. Sostituto).
Σοστισφατσιόν (η): Ικανοποίηση (Ital. Sostifazione).
Σοστιφάρω : Ικανοποιώ (Ital. Sostifare).
Σοτανέλα (η): Μισοφόρι (Ital. Sottana).
Σοτοβέστα (η): Κομπινεζόν (Ital. Sotto Vesta = Κάτω από τη φούστα).
Σοτομπάνκο (το): Κρυφά , κάτω από το τραπέζι (Ital. Sotto banco).
Σοτονάτολα (η): Ο χώρος κάτω από τη Νάτολα (βλ. Νάτολα).
Σοτοπόρτιγο (το): Στοά κάτω από διαμπερή στοά εισόδου (Ven. Sotopòrtego).
Σοτοροκέτο(το): Εσωτερική φούστα (Ital. Roccheto ) βλ. Ροκέτο.
Σότος (ο): Υποδεέστερος , κατώτερος (Ital. Sotto = υπό ).
Σοτοσκάλα (η): Ο χώρος κάτω από τη σκάλα (Ital. Sottoscala).
Σούβελο (το): Χαμένο.
Σουβλολιά (η): Ράτσα ελαιοκάρπου με μακρόστενο σχήμα .
Σουγέτο (το): Παλιάνθρωπος – Υποκείμενο (Ital. Soggetto).
Σούγο (το): Σάλτσα η ζουμί φαγητού (Ital. Sugo).
Σούδα (η): Χαντάκι .
Σούδιτος (ο): Υπήκοος (Ital. Suddito).
Σούζος (ο): Όρθιος (Ital. Suso?????).
Σούκερας(ο): Μεγάλο πρώιμο σύκο.
Σούλου μπούρδου (το): Ανακάτεμα.
Σούμα (η): Άθροισμα (Ital. Souma).
Σούμπιτο (το): Σύντομα.
Σούμπιτος (ο) Βιαστικός (Ital. Subito).
Σούρδου . Πήγαινε-Ελα ( ετσι το λένε στη Λευκίμμη).
Σουρλάτσο (το): Περίπατος.
Σουρμπάω : Ρουφάω.
Σουρμπέτι (το): Κρασί με ζουμί χόρτων .
Σουρουκάνι (το): Ακατάσχετη ροή υγρού.
Σουρούπι (το): Υπνάκος .
Σουρτού (η): Σετ Αλατοπιπεροθήκης και λαδόξυδου.
Σούρωμα (το): Μούσκεμα.
Σουσούμι (το): Ομοιότητα.
Σουσούμια (τα): Ωραία χαρακτηριστικά
Σουσουνίστρα (η): Αργοπορημένη.
Σούσουρο (το): Κρυφόλογα.
Σούτα (η): Γίδα χωρίς κέρατα (Αλβ. Sute).
Σουφραδέλι (το): Μικρός καναπές.
Σούχα (η): Κακή ποιότητα (Αυτό είναι τσι σούχας).
Σοφεγγιάζω : Δοκιμάζω Εγκαινιάζω (Ital. Saggiare).
Σοφίτα Αμπιτάντε (η): Κατοικήσιμη υποστεγή (Ven. Sofita abitante).
Σοφράς (ο): Καναπές;;;;;
Σοφριγάδα : Τηγανιτό (Ital. Soffriggere).
Σοφρίτο (το): Τοπικό φαγητό με τηγανισμένες φέτες κρέατος και σάλτσα με τσιγαριστό κρεμμύδι (Ital. Soffritto=τηγανιτό).
Σπαβεντάρω : Αιφνιδιάζω (Ital. Spaventare).
Σπαβέντο (το) : Ξάφνισμα,ταραχή.(Ιταλ. Spaventare).
Σπαγαδιέρης (ο): Ριψοκίνδυνος (Ital. Spericolato).
Σπαγαδιές (οι): Επικίνδυνα καμώματα.
Σπακάδα (η): Χτυπητή παρουσία;;; Περιπαιχτική διάθεση;; (Ital. Spasso);;;
Σπαλαβιέρης (ο): Ειδικό μυστρί σοβατζή (Ital. Spalletta =σενάζι παραθύρου).
Σπαλέτα (η): Είδος εσάρπας (Ital. Spalla =ωμοπλάτη ).
Σπαλέτο (το): Γείσο ανοίγματος (Ven. Spalèta).
Σπανιάρω : Κλωτσάω.
Σπανιολέτα (η): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στήριγμα παραθυρόφυλλου στηριγμένο στον τοίχο. (Ital. Spagholetta).
Σπάος (ο): Σπάγγος .
Σπαραβιέρος (ο): Η ξύλινη επίπεδη πλάκα που χρησιμοποιεί ο σοβατζής για να βάζει τη λάσπη (Ven. Sparavièr η Spalivièr).
Σπαρανιάρω : Εξοικονομώ (Ital. Sparagnare).
Σπαράνιο (το): Στέρηση (βλ. Σπαρανιάρω).
Σπάρματσέτο (το): Είδος κεριού.
Σπαρτίλας (ο): Τόπος γεμάτος με σπάρτα.
Σπάρτο (το): Είδος χόρτου με μακριά και μυτερά φύλλα .
Σπαρτσίνα (η): Σχοινί.
Σπάσο (το): Περίπατος (Ital. Spasso).
Σπάτσα(τα): Ξεπούλημα (Ital. Spaccio).(Παίρνω τα σπάτσα μου δηλ. φεύγω)
Σπατσακαμίνος (ο): Καπνοδοχοκαθαριστής (Ital. Spazzacamino).
Σπατσάρω : Ξεπουλώ και φεύγω.
Σπέδισμα (το): Τρίκλισμα η Σκόνταψα η Σχοινί που έδεναν τα δύο πόδια του ζώου για να μην μπορεί να φύγει.
Σπέζα (η): Προμήθειες φαγητού , ψώνια (Ital. Spessa).
Σπεζάρω : Συντηρώ, ξοδεύω (Ital. Spesare = Συντηρώ).
Σπέκιο (το): Ταμπλάς ξύλινης πόρτας (Ital. Specchio=Καθρέπτης ).
Σπεντζαριόλα (η): Εργαλείο πλάνης ξυλουργού για την δημιουργία αυλάκωσης στο ξύλο (Ven. Spontaròla).
Σπέουλο (το): Ανάχωμα . (Ital. Spigolo).
Σπέουλο (το): Ανάχωμα.
Σπερλάδος (ο): Τρελαμένος-πειραγμένος στο μυαλό.
Σπερνά (τα): Κόλλυβα του εσπερινού .
Σπερνόζουμο (το): Ζουμί από κόλλυβα
Σπερτσόζιτο : Βρισιά προς μία γυναίκα (Ital. Sperso = Χώρίς προσωπικότητα , σκόρπιος).
Σπέτζιο (το): Παρουσιαστικό (Ital. Specchio = Καθρέπτης).
Σπετσαδούρα (η): «Σπάσιμο» γωνιάς ξύλινης κατασκευής (Ital. Spezzatura).
Σπετσιό (το): Κάποιο είδος που το χρησιμοποιούμε για να περάσει η ώρα.
Σπετσιέρης (ο): Φαρμακοποιός (Ital. Spezzieria = Φαρμακείο
Σπετσερικό (το): Αρωματικό φυτό για το φαγητό (Ital. Spezzie ).
– Βοτανοπωλείο
Σπήλιοι(οι): ;;;;
Σπιανάδα (η): Το τμήμα της πλατείας μπροστά στο παλάτι (Ital. Spianare= Ισοπεδώνω . Spianata =Ισωπεδωμένη).
Σπιάντζα (η): Ακτή , αμμουδιά (Ital. Spianggia).
Σπίγγος (ο): Το πουλί σπίνος.
Σπίγγος (ο): Ο Σπίνος, πουλί με χονδρό κεφάλι και μύτη στο μέγεθος του χελιδονιού. Λαλεί τρίτος το πρωί όταν έχουν σηκωθεί όλα τα πουλιά
Σπίγολο (το): Η γωνία ενός τοίχου ή ενός αντικειμένου (Ιταλ. Spigolo).
Σπίγολο (το): Γωνία αντικειμένου (Ital. Spigolo).
Σπιθουρί (το): Σπυράκι.
Σπίλα (η): Γυναικεία διακοσμητική καρφίτσα (Ital. Spilla).
Σπίν ντε πέσε (το): Τοποθέτηση τούβλου η ξύλινου πατώματος «ψαροκόκαλο» (Ven. Spin de pesse) .
Σπινέτο (το): Το μυτερό μουσάκι.
Σπίρτο (το): Οινόπνευμα (Ital. Spirito).
Σπιρτόζος (ο): Έξυπνος (Ital. Spiritozo =Πνευματώδης).
Σπιτάλι (το): Νοσοκομείο (Ital. Ospetale). Σπιτιών (Ital. Meridiano = Μεσημεριανός ).
Σπίτσα (η): Μανία , Βιασύνη (Ital. Spiccio = Γρήγορος , Χωρίς Διατυπώσεις).
Σπιτσερικά (τα): Μπαχαρικά (Ital. (Spezie).
Σπιτσεριό (το): Φαρμακείο (Ital. Spezieria = Σημαίνει και βοτανοπωλείο).
Σπίτσερος (ο): Μανιακός (βλ. Σπίτσα).
Σπιτσίζει : Ταλαντεύεται.
Σπιτσιφικάρω : Δηλώνω , Καθορίζω (Ital. Significare).
Σπλενίζομαι : Χάνω την ισορροπία μου .
Σπλέντητος (ο): Ανοιχτοχέρης (Ital. Spendito).
Σπλίθρα (η): Οπτόπλινθος .
Σπλονίζω : Παραπατάω (βλ. σπλόνος).
Σπλόνος (ο): Φυτό με ναρκωτικές ιδιότητες.
Σπολάτι(το): Συγχώρεση.
Σπονδή (η): Ξίνισμα κρασιού.
Σποντάδα η Σπονδή (η): Ξίνισε (Ital. Punta = Ξυνάδα , Prendere la punta : Έπιασε ξινάδα πχ. Το κρασί ).
Σπόρκες (οι): Επικίνδυνες (Ital. Sporgente = Προεξέχουσες).
Σπόρτο (το): Προεξοχή επίπλου (Ital. Sporto).
Σπουρτζίνα (η): Μεγάλος θυμός (Ital. Spunzone = Χτυπήματα με αγκώνες Και γροθιές).
Στάγκα (τα): Τα ξύλα του κάρου που έδεναν το άλογο.
Σταγόνια (τα): ;;
Στακοφίσι (το): Αποξηραμένος μπακαλιάρος που το είχαν τα καράβια για τα μακρινά ταξίδια . Μαγειρεύεται Μπιάνκο Δηλ. Με το ζουμί του και άσπρο πιπέρι ¨ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας (Αγγλ. Stock Fish).
Σταλίκι (το): Κυπαρισσόξυλο για σκεπή .
Στάμπελε : Σταθερός , ακίνητος (Ital. Stampela = Δεκανίκι
Σταμπένε (είναι): Εντάξει , εγκεκριμένο (Bene).
Στάμπιλε (το): Η ακίνητη περιουσία (Ital. Stabile).
Στάμπιλε (το): Ακίνητη ιδιοκτησία (Ital. Stabile).
Σταμπίλια (η): Μακέτα ;;; (Ital. Stampiglia=Σφραγίδα).
Σταμπιλίρω : Σφραγίζω , Οριστικοποιώ (Ital. Stambigliare).
Στάμπο (το): Πατρόν (Ital. Stampo=φόρμα ).
Στάνγκα (τα): Τα ξύλα που αναμεσά τους είναι το ζώο που σέρνει το κάρο. (Ital. Stanga =τιμόνι κάρου ).
Στανγκέτα (η): Μικρή μπάρα πόρτας (Ital. Ven. Stangèta).
Στανιάρισε : Σταμάτησε η ροή κάποιου υγρού που έτρεχε λιγο λίγο.
Στάνκα (τα): Τα μακριά ξύλα του κάρου στα οποία έδεναν το άλογο (Ital. Stanga).
Στάντα (η): Διαίτα (Ital. Stento =Στέρηση).
Σταντάδα (η): Στολισμένο μαντήλι για το κεφάλι των γυναικών .
Στάντε : Επειδή , ένεκα ,λόγω του ότι (Ital. Stante).
Στάτα (η): Οικονομική κατάσταση (Ital. Stato = Κατάσταση πχ il mio stato economico).
Στατέρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Σταφνισμένος (ο): Νοικοκυρεμένος.
Σταχτοδευτέρα (η): Καθαρή Δευτέρα .
Σταχτοπύρι (το): Σακουλάκι που έβαζαν ζεστή στάχτη και το δέναν γύρω από το λαιμό για το κρύωμα.
Στέκα : Στάσου – Περίμενε.
Στελίτας (ο): Νευρόπονος.
Στεντάρω : Στερούμαι (βλ. Σταντα).
Στεντάρωμαι : Ταράζομαι.
Στεφανίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Στιά (η): Φωτιά (Αρχ. Εστία).
Στίβα (η): Σωρός από ελαιόκαρπο .
Στιβαλέτο (το): Μποτίνι (Ital. Stivaletto).
Στιβαλέτο (το): Γυναικεία κάλτσα μάλλινη και μακριά ως το γόνατο.
Στιβάλι (το): Μπότα (Ital. Stivale).
Στιβοδονές (οι): Σωροί από ελιές.
Στίμα (η): Υπόληψη (Ital. Stima =εκτίμηση).
Στιμαδόρος (ο): Εκτιμητής (Ital. Stimatore).
Στιμάρω : Εκτιμώ της αξία πχ. ενός χωραφιού (Ital. Stimare).
Στιμάρω : Σέβομαι (Ital. Stimare ).
Στιμόνι (το): Κουβάρι με ψιλή μάλλινη κλωστή πλεξίματος.
Στοκάδα (η): Ορμή.
Στοκάδο (το): Χτυπητό – π.χ. κουβέντες στοκάδες (Ital. Tocco).
Στόκωνε : Έκλεινε .;;
Στολέτα (η): Περσίδα (Ven. Stolèta).
Στονάρω : Φαλτσάρω στο τραγούδι (Ital. Stonare).
Στόρια (η): Ιστορία, αφήγηση.
Στότιμο (είναι): Ετοιμοθάνατο.
Στούα (η): Αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Στούγα (η): Δύσπνοια.
Στουδιάρω : Παρουσιάζω τα πράγματα όπως με βολεύει (Ital. Studiare= Προσέχω τα λόγια μου).
Στουκάρω : Στοκάρω (Ital. Stuccare).
Στουκάρω: Στοκάρω (Ven .Stucàr – Ital. Stuccare).
Στούκος (ο): 1. Στόκος 2. Βλάκας (Ital. Stucco).
Στούκος (ο): Στόκος (Ven. Stuco).
Στουπάτες (οι): Κομπρέσες (Ital. Stoppa )
Στουπέτσι (το): Βερνίκι για άσπρα παπούτσια.;;;;;;
Στουπίρω : Μένω έκπληκτος (Ital. Stupire = Καταπλήσω).
Στούφα (η): Άσχημη μυρωδιά. (Ital. Stufa = Ξέπλυμα βαρελιού με χόρτα για να φύγει η μυρωδιά.).
Στουφάρω : Απεχθάνομαι. (Ital. Stufare).
Στούφος (ο): Δυσφορία , απέχθεια (Ital. Stufo =Μπούχτισμα ).
Στράιστο (το): Είδος ταγαριού – κρεμαστής τσάντας από τον ώμο για μεταφορά φαγητού η διαφόρων πραγμάτων .
Στράιστο (το): Ταγάρι .
Στρακέρντο (το): Στραβόξυλο- Κακόβουλος.
Στράκος (ο): Κατάκοπος – Ράκος (Ital. Straccio).
Στρακώνει : Όταν κατακάθεται το χώμα .
Στραμπαλάδος (ο): Στραβόξυλο , παράξενος , ιδιότροπος (Ital. Strambo).
Στραμπαλάδος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Strampalato =Παράξενος).
Στράνιος (ο): Παράξενος (Ital. Strano = Αλόκοτος).
Στράντζο (το): Χονδροφτιαγμένο χαρτί περιτυλίγματος (Straccio = Κουρέλι ).
Στραπατσάρω : Καταστρέφω κάτι.
Στραπάτσο (το): Μεγάλη ζημιά (Ital. Strapazzo).
Στραπουντί (το): Στρώμα (Ital. Strapunto).
Στράτα (η): Δρόμος (Ital. Strada).
Στρατόνα (η): Χωρίστρα μαλλιών.
Στρατόνι (το): Μονοπάτι (βλ. στράτα).
Στρατσί (το): Τσαλακωμένο ρούχο (Ital. Straziare).
Στρατσόχαρτο (το): Μπακαλόχαρτο.
Στρατώνια (τα): Δρομάκια.
Στρεγκλεύω : Στραμπουλίζω (Ital. Stragolare ).
Στρέει (μου) : Μου βγαίνει σε καλό .
Στρέμπελος (ο): Άνθρωπος ανάποδος (Ital. Strambo= Στρεβλός ).
Στρέπετο (το): Θόρυβος (Ital. Strepito).
Στρέπιτο (το): Φασαρία (Ital. Strepito = Θόρυβος).
Στρέτος (ο): Στενός (Ital. Stretto).
Στρήνα (η): 1. Μπουναμάς 2. Είδος σκληρής πέτρας για το άναμμα της φωτιάς
Στρίγγα (η): Πηχάκι και γενικά το «κορδόνι» στις κατασκευές (Ital. Stringa).
Στριγγοπούλι (το): Ράτσα νυχτόβιου αρπακτικού.
Στρίγκα (η): Λεπτή διακοσμητική λωρίδα ξύλου η σιδήρου (Ven. Strica Ital. Stringa=κορδόνι).
Στριμανκίδι (το): Είδος σύκου για αποξήρανση.
Στρίνα (η): Μποναμάς για τα κάλαντα.
Στρίνα (η): Το φιλοδώρημα στα παιδιά που λένε τα κάλαντα.
Στρινάρι (το): Σκληρή πέτρα που όταν την χτυπήσεις με κάτι σκληρό
Στρινάτσα (η): Πετρώδες έδαφος.
Στρινές (οι): Η περίοδος της αποκριάς.
Στρίνκα (η): Επίμηκες πηχάκι που καλύπτει κενά στην κατασκευή επίπλων η άλλων κατασκευών (Ital. Stringa = Κορδόνι).
Στρίνος (ο): Κοφτερή και σκληρή πέτρα που έβγαζε σπίθες όταν την χτυπούσαν.
Στριντσέρω : Πιέζω (Ital. Stringere = Σφίγγω).
Στριτσέλια (τα): Καβαλέτα μαραγκού.
Στριφίγγουλο (το): Μπερδεμένο – στριφογυριστό.
Στριφουλίδα (η): Στροφή- στρίψιμο.
Στρόμπος (ο): Σχοινί του κουπιού.
Στρονίζω : Δεν κάθομαι ήσυχος – κάθομαι νευρικά στην καρέκλα .
Στρόντζος (ο): Ξεραμένο κόπρανο (Ital. Stronzo = Κόπρανο).
Στρούδι (το): Στρείδι.
Στρούδι (το): Μεταλλικό στήριγμα στροφείου στο κάτω μέρος σιδερένιας εξώπορτας (στρείδι).
Στρούνος (ο): Το ψαρόνι αποδημητικό πουλί (Latin. Strunus).
Στρωνίζω : Στριφογυρίζω στο κρεββάτι.
Στρωνίζω : Στριφογυρίζω ανήσυχα.
Συδάυλιστρο (το): Εργαλείο του τζακιού για το ανακάτεμα του κάρβουνου.
Σύθαμπα : Χαράματα.
Συκεριά (η): Συκιά.
Συκομαϊδα (η): Πίτα από σύκα με αλκοόλ και μπαχαρικά.
Συμπράγαλα (τα): Διάφορα εργαλεία η αντικείμενα.
Συναγώι (το): Εβραική συναγωγή.
Συνάπι (το): Ήμερο λάχανο.
Συνασκάλα (η): Συνομήλικη.
Συνδαυλίζω : Σκαλίζω τη φωτιά.
Συνεμπήκε : Μπήκε στο μυαλό μου.
Συντρέχω : Βάζω υποψηφιότητα .
Συρμοί (οι): Επιδημίες.
Σύρτσιτο : Σύρε της το : Πήγαινέ της το.
Σύσκαρος (ο): Όλος (Ο φράχτης έφυγε σύσκαρος).
Σύσκαρος (ο): Όλος μαζί , μονοκόμματος.
Σύσκοτα (τα): Συσκότιση.
Συφοριάζω : Καταστρέφω – προκαλώ συμφορά.
Συφτάκω : Προλάβω .
Σφαγιό (το): Πόνος -Σφάχτης .
Σφαλάγγι (το): Μικρή αράχνη (Αρχ. φάλαγξ ).
Σφαλαγγονιά (η): Φωλιά αράχνης (βλ. σφαλάγγι).
Σφαλί (το): Αυτοσχέδιο πώμα μπουκαλιού.
Σφαλιά (η): Δύσβατο μέρος με πολλή βλάστηση.
Σφάλισα : Έκλεισα ερμητικά το σπίτι.
Σφατσέλο (το): Καταστροφή (Ital. Sfacelo= Διάλυση, νέκρωση).
Σφέζα (η): Ρωγμή (Ital. Spezzare =Σπάζω , θραύω).
Σφίγλα (η): Διακοσμητική καρφίτσα που στερέωναν οι γυναίκες την μπόλια..
Σφογγίζω: Καθαρίζω από κάτι υγρό (Σφογγίζω τον ίδρω μου).
Σφογγολάμπα (η): Πετσέτα προσώπου.
Σφοδόνα (η): Ο γύρος του αλωνιού.
Σφοντήλι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μαλλινης κλωστής.
Σφοντύλι (το): Εργαλείο για την κατεργασία του μαλλιού.
Σφορδίνη (η): Το προφυλακτικό. Βλ. Σκουφέτο.
Σφυρίδα (η): Εργαλείο του ελαιοτριβείου στρογγυλό και επίπεδο πλέγμα από χονδρές ίνες διαμέτρου 60 εκατοστών περίπου που λειτουργεί ως φίλτρο.
Σχίζες (οι): Σχισμένα ξύλα για τη φωτιά.
Σωκάρδι (το): Ρούχο της γυναικείας παραδοσιακής στολής Σαν την καμιζιόλα αλλά ανοιχτό στο πέτο.
Σώρουχο (το): Εσώρουχο της παραδοσιακής γυναικείας στολής. Έφτανε μέχρι τα γόνατα και έδενε με λουρίδες πάνινες.
Σώχωρο (το): Ανοιχτός σκεπαστός χώρος στην είσοδο του σπιτιού .

Τ-Υ-Φ-Χ-Ψ-Ω
Τ’αψήλου Κορώνα-Γράμματα, τυχερό παιχνίδι που παίζουν την Πρωτοχρονιά στον δρόμο.
Τα πάντα όλα : ΄Τα πάντα.
Τα’αψήλου : Κορώνα γράμματα.
Τα’φόντου : Χαμένο. (Ital. Fondo= βάθος)
Ταβέρσα (η): Ποδιά.
Ταβλάτσο (το): Εξέδρα ξύλινη (Ven. Tavolazzo).
Ταβλί (το): Τραπεζάκι ξύλινο.
Ταβλομαστέλα (η): Η τάβλα που έβαζαν λοξά στο μαστέλο για να πλύνουν τα ρούχα.
Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (βλ. ταβουλομέσαλο).
Ταβουλί (το): Τραπεζάκι (Ven. Tavolin).
Ταβουλομέσαλο (το): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tavola =Τραπέζι) .
Ταγαπιέρος (ο): «Πετράς» Μάστορας πέτρας , Λιθοξόος (Ven. Tagiàrpiero).
Τάγγι (το): Δοχείο για μεταφορά λαδιού (Μετάγγιση;;;;.
Ταγιαδέλα (η): Τα λαζάνια (Ital. Tagliatella).
Ταγιαντίζω : Ανέχομαι μια άσχημη κατάσταση.
Ταγιάρω : Κόβω.
Τάγιο (το): Κόψιμο , κοπή (Ven. Tagio).
Τάκος (ο): Ξύλινη σφήνα (Ital. Tacco).
Τακουί η Τακουίνι (το): Πορτοφόλι .
Τάλε Κουάλε : Έκφραση που σημαίνει «το ίδιο πράγμα (Ital. Tale guale).
Ταλιαδούρος (ο): Σύρτης πόρτας που ανεβοκατεβαίνει μαχαιρωτά (Ital. Tagliatore).
Ταμπακαρθούνης (ο): αυτός που έχει μεγάλα ρουθούνια.
Ταμπάρο (το): Βαρύ παλτό (Ital. Tabarro = Μπέρτα – Χλένη).
Ταμπουρλής (ο): Τυμπανιστής (Ital. Tampuro).
Ταμπουρλονιάκαρα (τα): Όργανα ορχήστρας (νιάκαρη = αυλός).
Τανάγια (η): Τανάλια (Ven. Tanagia).
Τανκουί (το): Το πουγγί.
Τάντα (η): Αλεξάνδρα Χαϊδευτικό.
Ταπέτο (το): Χαλί (Ital. Tapetto).
Ταπέτου : Στα πεταχτά (Στοχεύοντας το πούλι στο κυνήγι).
Τάρα (η): Απόβαρο , κατακάθι (Ital. Tara).
Ταραγιάρω : Αφαιρώ το κατακάθι από το κρασί (βλ. Τάρα).
Τάραμα (το): Σύγκρυο.
Ταραντέλα Καριέρα (η): Ταχυδρομικό πλοιάριο (Ital. Tarantola Corriere).
Ταραντέλα (η): Είδος ψαρόβαρκας που χρησιμοποιεί ένα ειδικό δίχτυ (Ital. Tarantola : Η Αράχνη Ταραντούλα – Προφανώς αναφέρεται στο δίχτυ της αράχνης.
Ταρίφα (η): Απόδειξη (Ital. Tariffa).
Ταρτσέβερη (η): Σάλα.
Τάρδι η Τάρτυ: Αργά (Ital. Piu Tardi ).
Τασέλο (το): Άνοιγμα , θυρίδα (Ital. Tasselo =Κόψιμο καρπουζιού σε ένα σημείο .
Τάσκα (η): Σακίδιο ώμου (Ital. Tasca).
Τάταλο (το): Χουρμάς .
Τάτας (ο): Χαιδευτικά ο πατέρας (Ital. Tata).
Ταυλάτσο (το): Πλατιά σανίδα ή σανίδες ενωμένες.
Ταυλάτσο (το): Σανίδωμα.
Ταυλοκούνια (πάει): Κουνιέται.
Ταυλομαστέλα (η): Σανίδα για το πλύσιμο των ρούχων.
Ταφέτας η Σταφέτας (ο): Ταχυδρόμος.
Ταφόντου : Κατά διαόλου , για πνίξιμο (Ital. Fondo =βυθός).
Τέγκα (η): Το ψάρι Στείρα.
Τελατινα (η) Γυαλιστερό δέρμα (Ital. Tela-tina = μουσαμάς).
Τέλεια : Τελείως – εντελώς.
Τέλεια : Τελείως.
Τέλεια παραχώρηση (είσαι): Ανυπόφορος είσαι.
Τελέρι (το): Πλαίσιο για τοποθέτηση τζαμιού (Ven.Telèr,Ital. Telaio=Σκελετός)
Τελετάδος (ο): Ετοιμοθάνατος .
Τέμπα (η): Κοιλιά .
Τεμπίρω : Καταπραϊνω (Ital. Temperare).
Τέμπο (το): Ρυθμός( Ital. Tempo).
Τέμπολο (το): Λεπτό – Καμωμένο με λεπτομέρεια (Ital. Τemplo= Το τέμπλο της Εκκλησίας – και μεταφ. Ο Ναός της τέχνης).
Τενέλο (το): Τραπεζαρία .
Τενέντες (ο): Υπολοχαγος η Υποπλοίαρχος (Ital. Tenente). Όταν ο άνδρας Ρωτούσε τη γυναίκα του με ανακριτικό ύφος αυτή έλεγε Ειρωνικά «Ήρθε για λεζάμινα ο τενέντες» Δηλαδή ήρθε για Εξέταση ο υπολοχαγός (Εξέταση – Esami – Esaminante= Eξεταστής
Τεντάρω : Προσπαθώ πολύ.
Τέπει : Σουρώνει.
Τερακότα (η): Κεραμιδί χρώμα (Ital. Terracotta).
Τερερέ : Κρύο.
Τερεφός (ο): Ελαττωματικός , πλημμελής.
Τερίνα (η): Πήλινη πιατέλα (Ital. Terra=Γη).
Τερμινάρω : Περατώνω – Φέρω εις πέρας (Ital. Terminare).
Τέρμονας (ο): Οριακό σημείο , τέλος αγρού (αρχ. Τέρμων).
Τερτικό (το) : Κοφίνι φτιαγμένο από λυγαριές και Καλάμια , χρησίμευε και ως μονάδα Μέτρησης ( μάζεψε τέσσερα τερτίκα Ελιές )
Τερτσαδούρος (ο): Το σανίδωμα πάνω από εσωτερική σκάλα (Ital. Attrezzatura).
Τέρτσο (το): Τρίτο – Και ως μουσικός όρος , η Τρίτη .
Τέρτσο τήρο (με έφερε) : Με στρίμωξε (Ital. Terzo Tiro = Η τρίτη και καθοριστική βολή στους αγώνες σκοποβολής).
Τερτσοδούρος (ο): Το ξύλινο ταβάνι στην κορυφή μιας σκάλας.
Τέρτσος (ο): Τρίτος (Ital. Terzo).
Τέστα (η): Στάση (Ital. Testa = Και η στάση του κεφαλιού – Πόζα).
Τεστιέρα (η): Το Κεφαλάρι του κρεββατιού (Ital. Testa).
Τετάρτια (τα): Κομμάτια (Τέταρτα).
Τεταρτιάζομαι : Κομματιάζομαι (γίνομαι τέταρτα).
Τεταρτιάζω : Κομματιάζω (Χωρίζω σε τέταρτα).
Τετέρισμα (το): Θροή.
Τετράδη (η): Τετάρτη.
Τζά : Ήδη, Βέβαια (Ital. Gia).
Τζαλέτι (το): Τηγανίτα από καλαμποκάλευρο .
Τζαμάρα (η): Φλογέρα.
Τζαρδίνι (το): Κηπάριο (Ven. Zardin-giardin,Ital. Giardino).
Τζαρντίνος (ο): Κήπος με λουλούδια (Ital. Gardino).
Τζάρτζα η Σάλσα (η): Μάλλινη φούστα της παραδοσιακής γυναικείας στολής.
Τζία (η): Θεία (Ital. Zia).
Τζίνι (το): παιχνίδι,σκέρτσο,νάζι.
Τζίνια (τα): Παιδική φασαρία (Ital. Ghigno=Καγχασμός).
Τζίντζαλα (τα) Κομμάτια.
Τζίντζια (τα): Κολιέ για τη βασκανία (Ital. Cinghia=Λουράκι ).
Τζιντζίλο (το): Στραμπούληγμα (Ital. Gingillo =Μεταφ. Συστρέφω, περιστρέφω).
Τζίντζολα (η): Το ψάρι Γίλος.
Τζίντζολα (η): Τζίτζυφο (Ital. Zizzola).
Τζιογάτουλο (το): Υποχείριο ,παιχνίδι, ψεύτικο(Ital. Giocattolo).
Τζιόγος (ο): Χαρτοπαιξία (Ital. Gioco).
Τζίρος (ο): Εμπορική δραστηριότητα (Ital. Girare).
Τζίτζιρας (ο): Τζιτζίκι.
Τζιτζιφιόνγκος (ο): Φαντασμένος.
Τζόβενο (το): Χαμίνι.
Τζογάρω : Παίζω τυχερά παιχνίδια.
Τζογάτουλο (το): Κάποιος που τον περιπαίζουν (Ιταλ. Giocattolo= Παιδικό παιχνίδι.
Τζογιά (η): Παρτίδα.
Τζόγια (η): Χαρά (Ital. Gioia).
Τζόγος (ο): Τυχερό παιχνίδι.
Τζορνάδα (η): Εφημερίδα – « τόβαλε στη τζορνάδα» (Ital. Giornale).
Τζουκαριέρα (η): Ζαχαριέρα (Ital. Zuccheriera).
Τζουρνάδα (η): Μεροκάματο. (Ιταλ. Giornata).
Τζουστάρω : Παραβάλλω (Ital. Giustare).
Τζούστο (το): Ακριβώς.
Τζώρα (έγινε ) : Μέθυσε.
Τηγανίτα (η): Λουκουμάς .
Τηγανόψωμο (το): Τηγανισμένο ζυμάρι .
Τήρο (το): Αλαζονεία (Ital. Tiro : Κατά μία έννοια η Κάκή και ανέντιμη Πράξη.
Τιγανίτες (οι): Λουκουμάδες.
Τίνα (η): Μεγάλο ξύλινο βαρέλι λαδιού (Ital. Tino =Κάδος για πάτημα σταφυλιών).
Τινέλο (το): Τραπεζαρία (Ital. Tinello).
Τιόρι : Ορίστε – Τι ορίζετε.
Τίρο (το) : Κόρδωμα,περηφάνεια.
Τίρο (το): Ύφος ,φόρα, απόσταση βολής (Ital. Tiro = Ρουφιξιά τσιγάρου, τράβηγμα, βολή).
Τισταδόρος (ο): Διαθέτης (Ital. Testatore).
Τίτολο (το): Τίτλος, αξίωμα (Ital. Titolo).
Τίτολος (ο): Τιτλούχος επίτροπος (Ital. Titolare).
Τίτουλο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Τοβάλια (η): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tovaglia).
Τοβέρσα (η): Ρόμπα.
Τογανιαρέοι (οι): Τελωνειακοί (Ital. Doganiere).
Τόκα (η): Νηνεμία .
Τοκάδος (ο): Τρελούτσικος «πειραγμένος» (Ital. Toccato).
Τοκάδος (ο): Καταπονημένος, εξουθενωμένος (Ital. Toccato=Πειραγμένος).
Τοκάρω : Χτυπώ, εξουθενώνω (Ital. Toccare).
Τόκος (ο): Άγγιγμα (Ital. Tocco=άγγιγμα).
Τόμου : Μόλις , Αφού.
Τόμπα (η): Μαρμάρινο μνημείο (Ital. Tomba=Τάφος).
Τόμπολα (η): Κλήρωση λαχείων (Ital. Tombola).
Τόντο (το): Σφαιρικό (Ital. Tondo).
Τορκί η τορκός (το): Σιδερένια στεφάνη για βαρέλια η για τροχούς κάρου(Ital. Torco = στρίβω, συστρέφω).
Τόρκολο (το): Ξύλινο στρογγυλό πιεστήριο για σταφύλια (Ital. Torcoliere= χειριστής παλαιού πιεστηρίου ).
Τορκός (ο): Το σιδερένιο τσέρκι από τον τροχό του κάρου.
Τορκός (ο): Μισοστρόγγυλο μαξιλαράκι για το πλέξιμο των μαλλιών των γυναικών.(βλ. Τορκί).
Τορναλέτο (το): Διαφανής κουρτίνα κρεβατιού για τα κουνούπια (Ital. Torno-letto).
Τορνέσια (τα): Βενετσιάνικα χάλκινα κέρματα .
Τορνέτο (το): Σιδερένιο εξάρτημα για το σχοινί των ζώων που μπορούσε να περιστρέφεται για να μην μπερδεύεται το σχοινί (Ital. Tornetto= περιστρεφόμενο).
Τόρτσα (η): Μεγάλη λαμπάδα για τις λιτανείες στριφτή (Ital. Torcetto= Βάση λαμπάδας με στριμμένα κεριά).
Τορτσόνια η Τόρτσες (τα): Οι μεγάλες λαμπάδες που συνοδεύουν την εικόνα στην Λιτανεία.
Τότενες : Τότε.
Τοτόρος (ο): Γιατρός (Ιταλ. Dottore).
Τότος (ο): Χαϊδευτικό του Θεόδωρος.
Τότσο : Λίγο. (Ital. Tozzo – Per un tozzo di pane ).
Του λόγου σου : Εσύ. (Μάλλον απρεπώς).
Τουβάγια (η): Τραπεζομάντιλο (Ital. Tovaglia).
Τουβαέλι (το): Το τραπεζομάντιλο.
Τουγάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogane).
Τούγιο (Με άλλο): Με άλλη δόση.
Τουλουπώσου : τυλίξου.
Τούμπα (μούρθε). Τάση για εμετό.
Τούμπος (ο): 1.Σωλήνας 2. Το σωληνοειδές γυαλί της λάμπας πετρελαίου (Ital. Tubo).
Τούρη (η): Πύργος (Ital. Torre).
Τουρκί (το): Εργαλείο για το ψάρεμα της Αληθινής.
Τουρκί (το): Σιδερένιο τσέρκι (Ital. Torcere).
Τουρλίδα (η): Αρπακτικό πουλί .
Τουρνελέτο (το): Παραβάν γύρω από κρεβάτι (Ital. Attorno al letto).
Τούτο ούνο (έχουνε το ): Κοινή άποψη (Ital. Tutto uno).
Τότσο η Τούτσιο : Πολύ μικρό (Ital. Tozzo).
Τούφος (ο): Πορώδης βράχος ,Ψαμμίτης (Ital. Tufo).
Τραβαγιέρης (ο): Εργολάβος , προσωπάρχης (Ital. Travaglio = Ταλαιπωρία, κόπος).
Τραβάγιο (το): Μεροκάματο σε κάποιο έργο (Ital. Travaglio =Βάσανο , κόπος ).
Τραβάγιο (το): Κόπωση, δοκιμασία (Ital. Travaglio).
Τραβενιέρω : Μεσολαβώ;;
Τραβεντζάρω : Μεταγγίζω (Ital. Ατravasare).
Τραβέντζο (το): Μετάγγιση (Ital. Travaso).
Τραβέρσα (η): Εγκάρσιο δοκάρι (Ital. Traversa).
Τράβο (το): Δοκάρι (Ven. Travo,Ital. Trave).
Τράβο (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Trave).
Τραγκέτο (το): Θαλάσσιο πέρασμα ανάμεσα σε δυο στεριές (Ital. Traghitto).
Τρακαζήκα (η): Σάκα κυνηγού.
Τράμιο (το): Ναυλωμένο φορτηγό.
Τραμπαλάδος (ο): Ασταθής, ταλαντευόμενος (Ital. Tramballare).
Τραμπούκι (το): Καταπακτή στο ταβάνι (Ven. Trabuchèto,Ital. Trabocchetto).
Τραμπούκο (το): Δωροδοκία (Ital. Traboccare= Ξεχειλίζω )
Τρανσανζιόν(η): Συμβιβασμός (Ital. Transazione).
Τράος (ο): Τράγος.
Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό.
Τραπέτσι (το): Πολύ ξινό.
Τρατάδα (η): Εν αναμονή (βλ. Τράτο ).
Τραταμέντο (το): Κέρασμα (Ital. Trattamento).
Τραταντσιόνος (ο): Ανάπτυξη θέματος (Ital. Trattazzione).
Τρατάρω : Κερνάω .(βλ. Τραταμέντο).
Τράτο (το): Το διάστημα , η απόσταση , το περιθώριο (Ital. Tratto).
Τράφιγο (το): Εμπόριο (Ital. Traffico).
Τράφος (ο): Χαντάκι , ξεροπόταμος (αναγρ. Τάφρος).
Τραφούδι (το): Μικρό ποταμάκι.
Τράχηλας (ο): Το πέτρινο χείλος του πηγαδιού.
Τράχτα (η): Βρώμα.
Τρεανκαρέλα (η): Άγκιστρο με τρία αγκυρίδια για ειδικό ψάρεμα (Ital. Treancorella).
Τρέγο (το): Τετράγωνο πανί πλοιαρίου.
Τρέκουλα (η) Υπογραφή.
Τρέσα (η): Μακρόστενη διακοσμητική κορδέλα για τα φορέματα.
Τρεσάρω : Τροχίζω.
Τρεσέτε η τρισέτε (το): Είδος χαρτοπαίγνιου (Ital. Tressette).
Τρεχούμενη (η):Τρέλα (μπα που να σε φαει Τρεχούμενη ).
Τρήλιο (το): Παιχνίδι τράπουλας.
Τριάγκωνο (το): Τριγωνική λίμα (Ital. Triancolare).
Τριβέλι (το): Τρυπάνι ,αρίδα (Ital. Trivella).
Τριβελίζω : Ζαλίζω κάποιον (Ital. Trivellare=Τρυπανίζω).
Τρίβουλα (τα): Ψίχουλα.
Τρίβουλο (το): Τρίμμα.
Τρικάπνιστος (ο): Τρεχάτος.
Τρικό (το): Ζακέτα.
Τρικούκουδο (το): Πολύ άσχημο.
Τρίλιο (το) Παλιό παιχνίδι με χαρτιά .
Τριμόχολο(το) Ξαφνικός αέρας – Μικρός ανεμοστρόβιλος.
Τριμπόνι (το): Είδος παλιού τουφεκιού με χονδρή κάννη που έμοιαζε με τρομπόνι (Ital. Trobbone).
Τριοντάω : Μοσχοβολάω.
Τριποσάκι (το): Ξεραμένο χόρτο που βγαίνει πολύ δύσκολα από τα ρούχα.
Τρισέτε (το): Παιχνίδι τράπουλας..
Τρίτσα (η): Ψάθινο καπέλο (Ital. Trecia = πλεγμένο).
Τριτσάνα (η): Ανατριχίλα. (ital. Arricciare) . Βλ. Αναρίτσια.
Τριτσάνα (η): Τριήμερος πυρετός (Ital. Terza = Τρίτη).
Τριτσέλι (το): Παλιό ξύλινο κρεβάτι με καβαλέτα και τάβλες.
Τριτσέλια (τα): Τρίποδα για πρόχειρο πάγκο μαστόρου και για πρόχειρο και φτηνό κρεββάτι.
Τριτσέτο (το): Κοπίδα (Γεωργικό εργαλείο).
Τριχιά (η): Σχοινί από σκληρές τρίχες .
Τροβαδούρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Trovatore).
Τρογύρου : Τριγύρω.
Τρόκολο (το): Τμήμα παλαιού ελαιοτριβείου.
Τρομπόνι (το) : Χονδρό Τουφέκι Εμπροσθογιομή
Τρόνκο (το): Μεγάλο κομμάτι κορμού δένδρου (Ital. Tronco=Κορμός).
Τρούπα τσίβικα (η): Είδος πολιτοφυλακής επί ενετικής περιόδου που την επάνδρωναν πολίτες (Ital. Truppa Civica = Σώμα Πολιτών).
Τρουτσέτα (η): Μικρό κυρτό μαχαίρι για γεωργική χρήση.
Τροφαδούρος (ο): Λαίμαργος, φαγάς.
Τροχαλιά (η): Πέτρινο τοιχίο.
Τρόχαλος (ο): Ξερολιθιά (Αρχ. Τροχαλός).
Τροχήλι (το): Κυκλικό στηθαίο πηγαδιού .
Τρυποκάρυδος (ο) Πολύ μικρό πουλί γκρίζο ,πετάει από θάμνο σε θάμνο και λαλεί πρώτος το πρωί. ( καμία σχέση με τον γνωστό τρυποκάρυδο)
Τσαβάτα (η): Χοντροπάπουτσο (Ital. Ciabatta).
Τσαβάτες (οι): Παντόφλες.
Τσαγιέτα (η): Υποδοχή πάνω στην οποία κλείνει η σπανιολέτα του παραθύρου.
Τσαγκούλι (το) Δοχείο νυκτός.
Τσαγκούλι (το): Ουροδοχείο.
Τσάκνο (το): Ξυραφάκι .
Τσακούλι (το): Δοχείο νυκτός.
Τσακουράφα (η): Καρφοβελόνα.
Τσαλαπουρδάω : Τσιλιμπουρδίζω.
Τσαμπέλα (η): Ξερά σύκα περασμένα σε ένα χορταρένιο σχοινί
Τσαντίλα (η): Το πανί που σουρώνανε το τυρί.
Τσαντίλι (το): Λεπτό ύφασμα για το σούρωμα του τυριού.
Τσάντος (ο): Αλέξανδρος Χαϊδευτικό.
Τσαντσαμίνι (το): Γιασεμί (Ital. Gelsomino).
Τσαπαδόρος (ο): Εργάτης γής (Ital. Zappatore =Σκαφτιάς).
Τσάπια (η): Σχέδια.
Τσαπόνι (το): Μεγάλο τσαπί γεωργού (Ital. Zappone).
Τσαποστέλιαρο (το): Το στυλιάρι του τσαπιού.
Τσαπουρίδια (τα): Μικρά σταφύλια.
Τσαρδί (το): Κηπάριο (Ital. Giardino).
Τσάρκα παράκα : Περίπου σαν κιαυτό (Ital. Circa Pari = Περίπου όμοιο).
Τσαρκαδεύω : Ανασκαλίζω.
Τσαρμπέλο (το): Δικό σου.
Τσαρουχιά (η): Αγριολάχανο.
Τσάτσα (η): Θεία .
Τσάτσαρο (το): Χτένα.
Τσατσίκι (το): Αγριολάχανο.
Τσαφαράνα (η): Το φυτό Κρόκος .
Τσαφατίνος (ο): Αδέξιος τεχνίτης.
Τσάχαλο (το): Σκουπίδι.
Τσεδέρω : Παραχωρώ – Εκχωρώ (Ital. Cedere).
Τσεδούλα (η): Σημείωμα.;
Τσεκίνι (το): Ενέτικο χρυσό νόμισμα αξίας 22 Ενέτικων Lire κατά τα τελευταία χρόνια την Ενέτικης Δημοκρατίας.
Τσεκλιά (η): Δρασκελιά.
Τσεκλιά (τα): Πόδια.
Τσέλεβος (ο): Άσχημη μυρωδιά.
Τσελέστε (το): Γαλάζιο (Ital. Celeste).
Τσελουδιά (η): Γυναικωνίτης εκκλησιάς (Ital. Gelosia = Γρίλια- περσίδα).
Τσέντο Νιέντο(στο): Στο μεταίχμιο (Ital. Cento Niente = Εκατόν τίποτα).
Τσεντούρι (το): Ζώνη . (Ital. Cintura ).Επίσης στα χωριά του Γύρου έτσι έλεγαν και το παλιόρουχο.
Τσεντούρι (το): Παλιόρουχο.
Τσεντούρια (τα) Κουρέλια.
Τσέουλο (το): Βάση επίπλου.
Τσεπιόμπο : Ωραίο.
Τσεράδα (η): Το αδιάβροχο (Ital. Cera : Μεταφ. Ο λεπτός , ο ντελικάτος).
Τσερασπανιά (η): Βουλοκέρι για σφραγίδες (Ital. Cera – Espania =Ισπανικό κερί ).
Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervello).
Τσερβέλο (το): Μυαλό (Ital. Cervelo).
Τσεργούλι (το): Κουρέλι.
Τσεργούλια (τα): Παλιόπανα.
Τσερίνι (το): Κεράκι , φυτίλι καντηλιού (Ital. Cerino).
Τσέρκι (το): Σιδερένιος κρίκος για στερέωση ( Ital. Cerchio).
Τσερμπάλι (το): Μάλλινο σεντόνι.
Τσερμπάλι (το): Μεγάλος μπόγος .
Τσεροπούλι (το): Ένα μικρό πουλάκι.
Τσέρος (ο): Ωχρός (Ital. Cero =Κερί).
Τσέρουλα (η): Είδος ψαριού ;;;;.
Τσερούνι (το): Το χερούλι του κουπιού.
Τσέρτο : Βεβαίως (Ital. Certo).
Τσέρτσολο (το): Κατακάθι – Απόβλητο (ως βρισιά ).
Τσέτα (η): Συμμορία ( η λέξη μάλλον ήρθε στην Κέρκυρα από τους στρατιώτες που πολέμησαν στην μικρασιατική εκστρατεία η από τους προσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής . Τσέτες ονομάζονταν οι ομάδες των ατάκτων τούρκων και έγιναν γνωστοί για τις αγριότητές τους.
Τσετάρω : Δωρίζω (Ital. Lecchettare=Δωροδοκώ).
Τσέτο (το): Δώρο (Ital. Lecchetto=Δωροδόκημα).
Τσέτο (το): Δώρο, προσφορά (Ital. Getto = αποζημίωση).
Τσέφο (το): Υπεροπτικό ύφος;;;;
Τσέφυλια (τα): Φλούδια.
Τσίβιλι (το) : Γραφειοκρατία , άνθρωπος της εξουσίας (Ital. Civile=αστός).
Τσιγαριόλι (το): Αγριόχορτα τσιγαρισμένα , πικάντικα και βρασμένα με ντομάτα.
Τσιγκρί (το): Πειραχτήρι.
Τσιγκρίζω : Πειράζω, ενοχλώ.
Τσίγκρωσα : Πάγωσαν τα δάκτυλά μου από το κρύο.
Τσιγλί (το): Το πειραχτήρι
Τσικαντάς η Ροϊ (ο): Δοχείο λαδιού.
Τσικαντί (το): Ντυμένος στην εντέλεια ( Chic = Κομψότης).
Τσίκι (στο): Ακριβώς (Chik βλ. τσικαντί).
Τσιλιμπούρδισμα (το): Ερωτική αταξία.
Τσιλιχούρδι (το): Σούπα με εντόσθια και ποδαράκια αρνιού .
Τσίμα Πίλα . ¨Ακρη-άκρη. (Ιταλ. Cima- Ακρη Και pila δοχείο η στήλη (προφανώς η έκφραση αυτή αφορά το οριακό γέμισμα του δοχείου ).
Τσίμα (η): Άκρη, χείλος, κορυφή (Ital. Cima).
Τσιμάρω : Κλαδεύω τις κορυφές των δένδρων η τις άκρες των μαλλιών.
Τσιμπίμπο (το): Η σταφίδα σουλτανίνα (Ital. Zibibbo).
Τσιμπούνι (το): Κοντομάνικο γιλέκο της παραδοσιακής γυναικείας στολής.
Τσιμπράγκαλα (τα): Οικοσκευή ,τα πράγματα μου.
Τσινάει : Κλωτσάει.
Τσινάρι (το) Τσούφα από καπνόφυλλα.
Τσίνκλα (η): Λουρί γαιδάρου.
Τσιντιλόμα (η): Λεπτεπίλεπτη, ψηλομύτα (Ital.Genti donna).
Τσιντίλω (η): Η πολύ λεπτή γυναίκα .
Τσιντίμετρο (το): Σταγονόμετρο (Ital. Centimetri).
Τσιντό (το) Μικρό η κοντό ???
Τσίντο (το): Ζωνάρι μέσης (Ital. Cinto).
Τσίντσαλο η Βίσαλο (το): Κομματάκι σπασμενου πιάτου η κεραμικού.
Τσιούκουσου : Ενεφανίσθη.
Τσιπούνι (το): Γυναικείο ένδυμα γύρω από τη μέση που δένοταν με κορδόνια.
Τσιριτζάντζουλες (οι): Περιπλεγμένα και ανούσια λόγια.
Τσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Τσίρκολο (το): Συμμορία , ομάδα, καραβάνι (Ital. Circolo = Κύκλος).
Τσιρλιό (το): Ευκοιλιότητα.
Τσιστέρνα (η): Στέρνα , δεξαμενή νερού (Ital. Cisterna).
Τσίτα : Φουσκωμένος.
Τσιταντέλα (η): Ακρόπολη (Ital. Cittadella).
Τσίτισα : Τρύπησα κάτι με αιχμηρό μαχαίρι.
Τσιτισιά (η): Τσίμπιμα , καρφωμα , μαχαιριά.
Τσίτο : Μάλωμα γάτας (Ital. Zitto = Σιωπή!!).
Τσιτσιμπύρα (η): Ένα τοπικό αναψυκτικό που ήλθε στην Κέρκυρα επί Αγγλοκρατίας και έχει ως βάση την ρίζα του φυτού Τζίντζερ.
Τσίτσιρας (ο): Το τζιτζίκι.
Τσιφίζει : Δροσίζει.
Τσόγκα (η): Πλοίο με ψαθωτά πανιά.
Τσόκολο (το) Το κοτσάνι του καλαμποκιού.
Τσόκολο (το): Τελευταίος , Ουραγός.
Τσόκολο (το): Σοβατεπί (Ven. Zòkolo).
Τσόκος (ο): Ξύλινη η πήλινη βάση κατασκευής η ξύλινος τάκος (Ven.zòko).
Τσόλι (το): Σακί ελαιοτριβείου.
Τσολόχι (το) Κουρέλι, παλιόρουχο.
Τσόμπρα (η): Σιδερένιος λοστός για το άνοιγμα τρύπας στο χώμα.
Τσόντα (η): Προσθήκη (Ven. Zonta).
Τσόρτσο μι τσόρτσο : Παιδικό παιχνίδι με τα παπούτσια (Ital. Zoccoio = Ξυλοπάπουτσο).
Τσούκα (η) : Παρατυπία,Ζημιά,γκάφα.
Τσουκαλομούτρα (η): Πολύ μελαχρινή- υποτιμητικά.
Τσουκανάω : Χτυπάω.
Τσουκαρίνι (το): Ποικιλία μικρόσωμου πολύ γλυκού και ζουμερού αχλαδιού (Ital. Zucchero = Ζάχαρη).
Τσούκαρο (το): Ζάχαρη (Ital. Zucchero).
Τσουκνί (το ): Μάλλινο ύφασμα.
Τσούκνινο (το): Μάλλινο.
Τσούκος (ο): Βλάκας , ηλίθιος (Ital. Giucco).
Τσουλάυτης (ο): Αυτός που έχει πεταχτά αυτιά.
Τσουλοκώλι (το): Με προτεταμένα τα οπίσθια.
Τσουλομύτης (ο): Περήφανος με ανασηκωμένη τη μύτη.
Τσουλουκάνια (η): Γερακοειδές που πετάει ψηλά και λένε ότι όταν κράζει έρχεται κακοκαιρία
Τσουλωμένος (ο): Έτοιμος για καυγά.
Τσουλώνω : Θυμώνω , πεισματώνω.
Τσουμπλέκια (τα): Πράγματα.
Τσουντί (το): Προεξοχή.
Τσούπι (το): Οι δύο πλευρές του σπιτιού που σχηματίζουν το αέτωμα.
Τσουράπια (τα): Σχισμένα παλιόρουχα.
Τσουράπια (τα): Χονδρές κάλτσες.
Τσουράπω (η): Η ανυπόληπτη γυναίκα.
Τσουρδί (το): Η προκλητική γυναίκα.
Τσούτσα (η): Πιπίλα (Ital. Succhia).
Τσουτσούδι (το): Λεπτό κλαρί – ξυλαράκι.
Τσουτσούδια (τα): Ξυλαράκια για προσάναμα.
Τσουτσουμίδα (η): Μαντήλι κεφαλιού που φορούσαν οι αρραβωνιασμένες στολισμένο με λουλούδια.
Τσουτσούρι (το): Καταμεσήμερο.
Τσώπα : Σώπα.
Τσωφέλειας : Χρήσιμο , Αξίας.





Υ
Υπέργα (τα): Σύνορα.
Υπούντο : Ακριβώς (Ital. In Punto).
Υψώματα (τα): Μετα από γιορτή στο σπίτι του εορτάζοντα ο παπάς υψώνει το «ύψωμο» (σπερνά ) και κάνει τη σχετική ευχή.
Υψώματα (τα): Επισκέψεις








Φ.
Φαβορεβόλε : Ευνοϊκό (Ital. Favorevole).
Φάλα (η): Σχισμή, πληγή, κόψιμο (Ital. Falla).
Φαλάρω : Πλανώμαι (Ital. Fallare).
Φαλίδος (ο): Χρεοκοπημένος (Ital. Fallito).
Φαλιμέντο (το): Χρεοκοπία (Ital. Fallimento).
Φάλος (περ) : Κατά λάθος (Ital. Per Fallo).
Φάλτσα (η): Δρεπάνι (Ital. Falce).
Φαλτσαρχόντζα (η) Ψευτοαρχόντισσα.
Φάλτσος (ο): Ψεύτικος, πλαστος (Ital. Falso).
Φαλτσοτίνη (η): Ψεύτικο στολίδι.
Φαλωτό (το): Οτιδήποτε με χονδρό κοτσάνι (σαν φαλλός) .
Φαμόζος (ο): Διάσημος.(Ital. Famoso).
Φάμπρικα (η): Έχω μαστορέματα στο σπίτι(Ital. Fabbrica=Οικοδομικές Εργασίες).
Φαμπρικάρω : Χτίζω . (Ital. Fabbricare ).
Φανέστρα (η): Παράθυρο (Ital. Finestra).
Φαντζέτα (η): Ταινία με περίτεχνα σχέδια.
Φάνφα (η): Επίδειξη (Ital. Fanfara = Σάλπισμα).
Φαουλάρικα (τα): Φαγώσιμα .
Φάουσα (η): Γάγγραινα.
Φαραώνα (η): Φραγκόκοτα (Ital. Faraona).
Φάρι Τσίβιλι (το): Ο πολιτικός κόσμος και η ανώτερη δημοσιουπαλληλία. (Ιταλ. Fare Civile)..
Φαρμακούλι (το): Ένα βότανο.
Φαρμανάω : Παίζω .
Φαρμάνια (τα): Παιχνιδίσματα.
Φαρομανάω η Φαρμανάω : Παίζω η μαλακίζομαι .
Φάσα (η): Λωρίδα υφάσματος (Ital. Fascia).
Φάσα (η): Διακοσμητική ταινία κατασκευής (Ital. Fascia).
Φασίνες (οι): Προσανάματα.
Φασκιές (η): Λωρίδες υφάσματος με τις οποίες τύλιγαν σφιχτά τα νεογέννητα για να ισιώσουν τα κόκαλα τους (βλ. Φάσα ).
Φαστίδιο (το): Δύσπνοια (Ital. Fastidio =Σκοτούρα, ναυτία, αηδία).
Φατέρνα (η): Υπόκοσμος.
Φατούρα (η): Εργασία με πληρωμή στο τέλος του έργου (Ital. Fattura = κατασκευή).
Φατσάδα (η): Η πρόσοψη (Ital. Facciata).
Φατσάδα (η): Πρόσοψη (Ital. Facciata).
Φατσιέτο (το): Μορφασμός , Κάμωμα (Ital. Facceta).
Φάωμα : Το σίδερο του χαλιναριού που Έμπαινε στο στόμα του αλόγου
Φέδε κομέσο (το): Απολαβή τόκου από κεφάλαιο (Ital. Fede commesso = Πίστη - υπάλληλος ).
Φελάει (δεν): Δεν είναι αξίας , Δεν αξίζει σαν Άνθρωπος.
Φελάει (δεν): Ωφελεί, αξίζει, δεν είναι ωραίο.
Φέλεθρο (το): Έγγραφη πράξη (Παληκαριάτικο).
Φελί (το): Κομμάτι.
Φελούκα (η): Τρομερή.
Φελούκα (η): Είδος βάρκας (Ital. Feluca).
Φελτζάδα (η): Είδος μάλλινης κουβέρτας (Ital. Felzata).
Φελτζάρω : Καταχωρώ;;;;
Φέμινο (το): Θηλυκό (Ital. Femino).
Φέρμα (η): Σύλληψη , Κλείσιμο (Ital. Fermare και Μπούκα φέρμα Τραγουδώντας με κλειστό στόμα την μελωδία (Bocca Ferma).
Φερμάρω : Υπογράφω , Οριστικοποιώ (Ital. Firmare).
Φέρμο (το): Σταθερό-Ντούρο-Ακίνητο. (Ιταλ. Fermo ).
Φέρσες (οι): Κομμάτια.
Φερτζάδα (η): Χονδρή μαλλινη κουβέρτα (Ital. Felzata).
Φεστάρω η Ριφεστάρω : Ασκώ βία , Εκτοξεύω κάτι (Ital. Riffa – Riffestare).
Φέστες (οι): Γιορτές (Ital. Festa).
Φεστίνι (το): Γιορτούλα , χοροεσπερίδα (Ital. Festa).
Φιάκα (η): Κόπωση (Ital. Fiacca).
Φιάκα : Οπίσθια;;;;;
Φιάνκο (το): Πλευρό (Ital. Fianco).
Φιάο (το): Ανάσα (Ital. Fiato).
Φιάσκο;; (το): Πλάι (Ital. Fianco).
Φιάω : Φρέσκο αεράκι;;;
Φιδόντεμα (το): Το δέρμα του φιδιού όταν το αλλάζει.
Φιέρα (η): Εμποροπανήγυρις (Ital. Fiera).
Φιέρες (οι): Διακοπές (Ital. Fiera = Πανυγύρι ).
Φικαρόνι (το): Δακτυλίδι με πέτρα (Ital. Ficcare = Μπήγω).
Φιλάνια (η): Κεντρικό δοκάρι στο οποίο ακουμπούν τα εγκάρσια στη σειρά (Ital. Fila =Σειρά).
Φιλέτα (η): Ανδρικό χτένισμα (Ital. Filetto = Ροή ).
Φιλιστόκα (η): Έγγραφο μεγάλου μεγέθους – πιθανώς για τοιχοκόλληση.
Φιλιτσέτα (η): Ράβω γρήγορα και πρόχειρα (Ital. Filo = Κλωστή).
Φίλτρο (το): Συνδεδεμένα στη σειρά;;;
Φίλτσιο η Φίλτσα (το): Έγγραφα συναφή για κάποιο θέμα –σαν φάκελος –που φυλάγονταν στα αρχεία της Βενετίας.
Φινίδος (ο): Τελειωμένος (Ital. Finito).
Φινίρω : Ολοκληρώνω (Ital. Finire).
Φινίρω : Τελειώνω (Ital. Finire).
Φίνος (ο): Λεπτός Τέλειος (Ital. Fino).
Φίντα (η): Ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας η παραθύρου κυρίως σε ισόγεια (Ital. Finta =Ψεύτικη).
Φιντζερίνι (το): Πολύ μικρό γκρι πουλάκι
Φιντινέλι (το): Λεπτό ύφασμα.
Φίντο (το): Κέντημα (Ital. Finto = ψεύτικο).
Φιοράδος (ο): Λουλουδάτος (Ital. Fiore).
Φιορεντέινος (ο): Φλωρεντίνος (Ital. Fiorentino).
Φιορέντζα (η): Λεπτό μεταξωτό ύφασμα.(Ital. Fiorenza).
Φιορεντίνα (η): Λάμπα πετρελαίου – λαδιού (Ital. Fiorentina).
Φιόρι (το): Λουλούδι (Ital. Fiore).
Φιόρι (το): Διακοσμητικό σκαλιστό σε ξύλινες κατασκευές (Ital. Fiore).
Φιόρια (τα ): Λουλούδια.
Φιρφιρίκι (το): Λεπτό ύφασμα.
Φισούνι (το): Δυνατός αέρας.
Φίτα λαμπάντα : Έκφραση που σημαίνει : « Τελείωσαν όλα». Μάλλον Προέρχεται από το Finito Lampanta = Τελείωσε το καντήλι.
Φίτσιο (το): Θέση στην ιεραρχία (Ital. Ufficio).
Φλάμπουρο (το): Μεγάλο λάβαρο της εκκλησίας.
Φλάουνα (η): Ζυμωτό πλακέ ψωμί –σαν Λαγάνα- που έφτιαχναν την Καθαρή Δευτέρα στην Λευκίμμη.
Φλάουνα (η): Αλευρόπιτα (Αγγλ. Flayr).
Φλάρης (ο): Καθολικός παπάς;;;
Φλάσκα (η): Κολοκύθα άδεια που χρησίμευε για δοχείο.
Φλέρονας (ο): Κίτρινο πουλί του καλοκαιριού που τρώει σύκα.
Φλεσκούνι (το): Άγριο φυτό-βότανο.
Φλεστρί (το): Άχυρο .
Φλέστρο (το): Άχυρο κούφιο σαν καλαμάκι-το χρησιμοποιούσαν και σαν τι
Φλέτζα (η): Φλούδα (Ital. Flangia). Ίσως και η φλάντζα της μηχανής;;;;
Φλιάσμα (το): Κλωνάρι για μπόλιασμα δένδρου.Κεντρωμάδες (οι): Μπολιασμένες άγριες ελιές.
Φλιάσμα (το): Κλαδί για Μπόλιασμα δένδρου.
Φλίκουνο η Φλίκουρο (το): Φλούδι από καλαμπόκι . Μεταφ. Κάτι πολύ ελαφρύ.
Φλιμένο (το): Το κακόμοιρο.
Φλοέτα (η) : Βιολέτα.
Φλορέντζα (η): Γρίπη (Ital. Influenza).
Φλουσκουνόρακι (η): Το λικέρ Μέντας.
Φλούτακας (ο): Φουσκάλα δέρματος .
Φλωρέντζα (η): Γρίπη.(Ιταλ. Influenza).
Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia =Είδος πίτας – μπουγάτσας).
Φογάτσα (η): Είδος τσουρεκιού (Ital. Focaccia = Είδος μπουγάτσας).
Φογιέτα (η): Λωρίδες ξύλου γύρω από τους ταμπλάδες της πόρτας (Ven. Fogièta=Μικρό φύλο).
Φοδράδο (το): Ξύλο εσωτερικά επενδυμένο με καπλαμά (Ven. Fodrà).
Φόκο (το): Φωτιά (Ital. Fuoco).
Φόκο σαν αντώνιο (το): Έρπις ζωστήρας ( Ital. Fuoco di San Antonio = Σαν τη φωτιά που έκαψε τον Άγιο Αντώνιο).
Φόλκα (τα): Τα εσωτερικά πλαινά του καικιού.
Φονταμέντο (το): Βάση , Θεμέλιο (Ital. Fontamento).
Φόντε (το): Το έδαφος ;;;
Φόρα Κολόμπα (ταπήρε): Τα πήρε παραμάζωμα.
Φορναμέντο (το): Αξεσουάρ (Ital. Fornimento = Εξοπλισμός).
Φόρσε : Ίσως (Ital. Forse).
Φόρσι : Μήπως ( και γίνει κάτι ). (Ιtal. Forse).
Φόρτικας (ο): Γάϊδαρος.
Φορτικό (το): Γαιδούρι.
Φόρτσα (η): Δύναμη .(Ital. Forza).
Φόρτσα δυνατούρα : Πάσει Δυνάμει.
Φορτσάτος (ο): Βιαστικός και αποφασισμένος έρχεται.
Φορτύκι (το): Γάιδαρος.
Φόρτωμα (το): Γαίδαρος.
Φόσα (η): Τάφρος (Ital. Fossa).
Φουγάρος (ο): Καμινάδα.
Φουγιάζω : Φωνάζω.
Φούγιες (οι): Εξάψεις .
Φουγίνα (η): Γείσο επίπλου.
Φούγος (ο): Καπνοδόχος (Ven. Fogo=Φωτιά).
Φουλτάγια (η): Ομελέτα
Φουλτακίδα η φλουτακίδα (η):Φουσκάλα.
Φουμάδα (η): Έξαψη (Ital. Fumata = κάπνισμα).
Φουμάδες (οι): Εξάψεις
Φουμάρω : Καπνίζω (Ital. Fumare).
Φουμέντο (το): Θεραπεία με εισπνοή ατμών.
Φούμο (το): Καπνός (Ital. Fumo).
Φούμπια (η): 1. Μεταλλική υποδοχή στήριξης των παντζουριών σαν θηλιά που στερεώνονταν στις λίθινες παραστάδες με λειωμένο μολύβι πριν βέβαια τοποθετηθούν οι πλαινές πέτρες . 2. Αγκράφα ζώνης παντελονιού.(Ven. Fiuba).
Φουνταδόρος (ο): Ξύλινο υποστύλωμα (Ven. Fondaòr).
Φουντάκι (το): Κατακάθι του καφέ (Ital. Fondo = βυθός).
Φούντι (το): Πυθμένας ( βλ. άνω ).
Φουντροκόντι (το): Μεγάλο ξύλο .
Φούντωμα (το): Υπόβαθρο σκεπής (Ital. Fondo =υπόβαθρο).
Φουρέντες (ο): Παθιασμένος (Ital. Furente = μαινόμενος).
Φούρια (η): Γρήγορα (Ital. Furia = Ορμή ,Οργή , Φρενίτιδα).
Φουριόζος (ο): Βιαστικός .
Φούρκα (η): Κρεμάλα .
Φουρκάτα (η): Διχάλα (Ital. Forca).
Φουρκατέλα (η): Φουρκέτα για τα μαλιά.(Ital. Forcattella).
Φουρκί (το): Διχάλα.
Φουρλαμέντο (το): Εργαλείο σαγματοποιού .
Φουρλοροκετίδι (το): Στριφογύρισμα ροκέτου στο χορό (Ital. Frullio =στριφογύρισμα).
Φουρμαλιτά(η): Ύπνος.;;
Φούρνελας (ο): Αγριολάχανο.
Φουρνέλο (το): Φούρνος Ital. Fornello).
Φουρνίδος (ο): Πλήρης (Ital. Fornito =προμηθευτής).
Φουρνόκολη (η): Περιπαιχτικά ή χονδρή.
Φουρνοκόντη (το): Εργαλείο του φούρνου
Φουρνοκόντι (το): Κοντάρι με πανί στην άκρη για το καθάρισμα του φούρνου.
Φουρούσι (το): . Λίθινη η μεταλλική η ξύλινη προεξοχή σε τοίχο που υποστήριζε κάτι άλλο .
Φουρτουνάτος (ο): Τυχερός (Ital. Fortuna).
Φούρφουρα : Προσανάματα.
Φούρφουρο (το): Ελαφρύ.
Φουσάτο (το): Στράτευμα (Latin. Fossatum = Στρατόπεδο).
Φούστουλα (η): Φουσκάλα.
Φραγκιάτο (το): Πέτρινο Οχύρωμα .
Φραζέτες (οι): Δαντέλες , Κρόσια.(βλ. Φραντζέτα).
Φρακατσάνας (ο): Μία ράτσα σύκου.
Φρακατσάνος (ο): Ράτσα σύκου.
Φρανκάρομαι : Εκπλήσσομαι (Ital. Francare= απολύωμαι, απαλλάσωμαι).
Φραντζέτα (η): Τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο (Ital. Frangia).
Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο
Φρεγκιάτα (η): Σκέπαστρο.
Φρεζάρω : Στρώνω.
Φρεζάρω : Κόβω .
Φρέζο (το): Ουλή.(Ital. Fresa).;;;
Φρεζόνια (τα): Εξαρτήματα σαμάρας για την μεταφορά χόρτου.
Φρεσκαμέντο (το): Δροσιστικό , Αναψυκτικό.(Ital. Frescamente).
Φρεσκέζα (η): Δροσιά (Ital. Frescezza).
Φρεσκέρα (η) : Ντουλάπι με προστατευτικό δίχτυ για να διατηρηθούν δροσερά τα τρόφιμα
Φρεσκέρα (η): Μάλλον ο δίσκος σερβιρίσματος.;;
Φρέσκο (το): Δροσιά. (Ital. Fresco).
Φριγάδα (η): Φρεγάτα.
Φρίντζι (το): Κλύσμα ;;;;;
Φρόκαλα (τα): Σκουπίδια .
Φροκάλι (το): Σκούπα .
Φροκαλίζω , Φροκαλώ : Σκουπίζω . ( Κατά μία εκδοχή προέρχεται από το αρχαιοελληνικό Καλλωπίζω- Φιλοκαλώ).
Φρόλο (το): Σαθρό-μπόσικο.Δεν μπορώ : Είμαι άρρωστος.
Φρόντε (το): Το κούτελο ( Ιταλ. Fronte).
Φροντίνι (το): Ο γείσος του πηλικίου (Ital. Fronte).
Φρουμάρει : Ρουθουνίζει .
Φρουστάδα (η): Πόρνη (Ital. Frustata = μαστιγωμένη).
Φρουταλιό (το) : Το μανάβικο.
Φρουταριόλος (ο): Μανάβης (Ital. Fruttaiolo).
Φρούτο (το): Εισόδημα ( Ital. Fruttare = Αποδίδω , Αποφέρω – επι κέρδους , τόκου κλπ.).
Φροχείλι (το): Το στηθαίο του πηγαδιού .
Φρυάς (το): Το άκρο από όπου βγαίνει με πίεση το νερό και χτυπάει τη φτερωτή του νερόμυλου (Μάλλον προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό Φρέαρ).
Φρυγμένο (το): Ξερό .
Φταρσιό (το): Φτάρνισμα.
Φτενός (ο): Λεπτός σε πάχος.
Φτού και να τσου νάειναι : Ευχή για να φύγει το κακό.
Φυλλολόη (το): Κίτρινο μικρό πουλί που πηγαίνει στις καρυδιές.
Φυλλοφάνεστρο (το): Παντζούρι.
Φυτήλι (στο): Ακαριαία.
Φυτήλια (τα): Κομμάτια.
Φώλι , Άποφώλι , Αυγοφόλι : Πέτρα σε σχήμα αυγού που έβαζαν στη φωλιά της κότας για να την ξεγελάσουν και να γεννήσει εκεί .
Φωτερά (τα): Φώτα.
Φωτερό (το): Φανάρι.
Φώτουλο (το): Ασφόδελος.






Χ
Χαβαλές (μούγινε) : Μου έγινε βάρος .
Χαβάνι (το): Ψιλοκομμένος καπνός.
Χαβρικό (το): Σιδηρουργείο.
Χάβρος (ο): Σιδηρουργός.(Ital. Fabbro);;
Χαβώθηκα : Λαγοκοιμήθηκα.
Χαζίρι (το): Τα έχεις όλα έτοιμα.
Χαιδόκωλος (ο): Είδος σύκου .
Χαιδονιά (η): Χαιδεμένη.
Χάϊντε : Πήγαινε.
Χαλατζής (ο): Γανωματής (Καλατζής).
Χαλεύω : Ψάχνω- ζητάω.
Χαλεύω Ψάχνω.
Χαλεύω : Ψάχνω.
Χαλιβάνι (το): Κόπάδι πουλιών.
Χαλικοτσούκι (το): Χάλκινο μικρό καζάνι
Χαλικοτσούκια (τα): Τα χάλκινα σκεύη της κουζίνας.
Χαμοκίχλι (το): Ράτσα μικρόσωμης τσίχλας.(βλ. Κίχλα).
Χαμόκουτος (ο): Αγαθιάρης – Καλοκάγαθος.
Χάμουρας (ο): Τυφλοπόντικας.
Χαμπαρίμ τσουνίμ:Δεν καταλαβαίνω –Δεν δίνω σημασία.;
Χαμπλά : Χαμηλά.
Χαμπλοφτεριασμένη (η): Καταβεβλημένη.
Χαμώι (το): Ισόγειο.
Χαντάκομα (το): Χαλασιά.
Χαντακωμός (ο): Κατεστραμμένος .
Χαντακώνω : Καταστρέφω .
Χαραμαντάνα (η): Μεγαλόσωμη και κακοσουλούπωτη Γυναίκα.
Χαραμέρι (το): Χαράματα.
Χαραμήδες (οι): Ληστές.
Χαραμός (ο): Βαθειά τρύπα στο βουνό.
Χαραμπόρι (το): Διάπλατα ανοιχτό.
Χαρές (οι): Οι γάμοι και γενικά τα ευχαριστα γεγονότα μιας οικογένειας.
Χάρμουρας (ο): Τυφλοπόντικας.
Χαροκόπος (ο): Γλεντζές.
Χαρτουλίνα (η): Χαρτοσακούλα.
Χαρχαλιάζω : Δοκιμάζω.
Χασκούρα (η): Χασμουρητό.
Χαχόλος (ο): Κακοπροαίρετος – Φασαριόζος.
Χειλιδρόνα (η): Εξάρτημα του νερόμυλου-Σανίδα σε ρόλο δονητή.
Χειμωνικό (το): Καρπούζι.
Χειρόκτια (τα) : Γάντια..
Χελόνια (η): Αρρώστια του λαιμού.
Χελώνα (η): Διακοσμητική καρφίτσα
Χερικό (το): Σεφτές.
Χερκωλιά (η): Χαστούκι στα πισινά.
Χεροστόμι (το): Άνοιγμα δεξαμενής η πηγαδιού.
Χηρολάμπα (η) : Μεγάλη αράχνη.
Χιλινδρονιά (η): Αγράμπελη (άγριο αναριχητικό φυτό).
Χιμονικό (το): Καρπούζι.
Χίστος (ο):
Χλαλοή (η): Θόρυβος από ομιλίες.
Χλόμπαρης (ο): Ζαβολιάρης.
Χλούμπα : Το λυκόφως η το λυκαυγές.
Χοιροσφαές (οι): Η χρονική περίοδος γύρω από τις αποκριές.
Χολεύομαι : Θυμώνω.
Χολεύτικα : νευρίασα.
Χονδρομούσελο (το): Είδος χονδρού υφάσματος.
Χουγιάζω : Φωνάζω.
Χουγιάζω : Φωνάζω.
Χουχουλίζομαι : Προσπαθώ να ζεσταθώ με το χνώτο μου.
Χουχουλιός η χοχλιός (ο): ¨ένα όστρακο (αρχ. Κοχλίας).
Χοχλιοί(οι): Σαλιγκάρια. ( χοχλιούς Μπουρμπουριστούς) ¨ένα τρόπος Μαγειρέματος των σαλιγκαριών στο τηγάνι. Η λέξη πρέπει να προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη Κοχλίας.
Χρειά (η): Ανάγκη.
Χρυσοκίμερο (το): διακοσμητική γυναικεία ζώνη.
Χρωστημιό (το): Οφειλή.
Χτενίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Χτικιό (το): Φυματίωση και μτφ. μεγάλη στεναχώρια-ταλαιπωρία. « έβγαλα το χτικιό».
Χτικίτας (ο): Φυματικός.
Χτιστοσύνη (η): Το επάγγελμα του χτίστη.
Χύλιντρος (ο): Χονδρό φίδι σφικτύρας (Δενδρογαλιά).
Χωλεμένος (ο): Θυμωμένος.
Χωριατσέλι (το): Το «χωριατάκι» επιτιμητικά.
Χώσα (η): Απάνεμο μέρος.





Ψ
Ψαρολόγος (ο): Πλανόδιος πωλητής ψαριών.
Ψαροχέστρα όστρια (η): Νοτιάς (ονομάζεται έτσι επειδή δεν τσιμπάνε τότε τα ψάρια).
Ψηφί : Τάχει όλα στην εντέλεια.
Ψίδια (τα): Τα επάνω δερμάτινα μέρη του παπουτσιού πριν αυτά συναρμολογηθούν
Ψιλοτσάπι (το): Ίσια τσάπα πλατιά για το κόψιμο των χόρτων.
Ψίλωμα (το): Κλάδεμα των κορφών των δένδρων.
Ψίχες (οι): Κομμάτια.
Ψυλήθρα (η): Ερύθρά (Αρρώστια).
Ψύχρα (η): Συνάχι-κρύωμα.
Ψωμαπάτικο : Ο αγνώμων.






Ω
Ωγνίστρα (η): Η εστία του τζακιού.
Ώδε : Εδώ ( απ’ώδε = από εδώ).
Ωρούμασε : Ωρίμασε.
Ωστάρκας : Μέχρι τώρα , Ακόμη και ως τώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όλα τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα. Εκτός από τα υβριστικά. Οσα σχόλια περιέχουν ονόματα θα σβήνονται άμεσα. Μην κάνετε το κόπο να γράφετε υβριστικά σχόλια για συγχωριανούς μας.