Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ
Ν
Νάγα : Ούτε.
Ναντσιόνα (η): Εθνικότητα – φυλή (Ital. Nazione).
Νάπα (η): Το πάνω κωνικό μέρος του τζακιού που οδηγεί στην καμινάδα (Ven. Napa).
Νάτολα (η): Μικρός ξύλινος κατοικήσιμος χώρος σε ταράτσα (Ven. Nàtole).
Νάτολα (η): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμίδια της σοφίτας.;;;;
Νάτολες (οι): Αποθήκες σε σοφίτα. ;;;;
....
Νεγότσια (η): Νέα επιχείρηση;;;;
Νεγοτσιάρω : Εμπορεύομαι (Ital. Negoziare).
Νεγότζιο (το) Συμφωνία, ξεκαθάρισμα (Ital. Negozio=κατάστημα).
Νεγότσιο (το): Εμπορικό κατάστημα - δοσοληψία(Ital. Negozio).
Νεγότσιος (ο): Εμπορικός (Ital. Negozio).
Νεκραμάρα (η): Απονέκρωση.
Νεκριασμένο (το): Βαριά κατάρα (Νεκρό).
Νεκρικάτα (τα): Νεκρώσιμα.
Νεραιδικό (το): Νεράιδα.
Νεροκονίδα (η): Χιονίστρα.
Νεροκουταλίδες (οι): Γυρίνοι (Τα νεογέννητα βατράχια , σε σχήμα κουταλιού , πριν μεταμορφωθούν σε βάτραχους.
Νερομπλούτσι (το): Φαγητό με πολύ νερό , περισσότερο από το κανονικό.
Νέσπολα (η): Μούσμουλο (Ital. Nespola).
Νετέρνω : Τελειώνω (Ital. Netare= Kαθαρίζω).
Νέτο (το): Καθαρό (Ital. Netto).
Νευρίδα (η): Νευρόπονος.
Νιάκαρα (η) Φυσαρμόνικα.
Νιάκαρη (η): Υπερηφάνεια.
Νιαμάς (ο): Μασκαράς- Μασκοφόρος.
Νιάνκα : Ούτε, ούτε καν (Ital. Neanche).
Νιατίζω : Δίνω.
Νιβέλο (το): Το αλφάδι – Η στάθμη (Ιταλ. Livello).
Νίβομαι : Πλένω το πρόσωπό μου.
Νιέντε : Τίποτα (Ital. Niente).
Νίνια (η): Νάζι , πονηρός μορφασμός (Ital. ghinare = γελώ πονηρά).
Νιοκατσέντε : Όλα εν τάξει.
Νιόκος (ο): Χαζούλης .
Νιοράντες(ο):Ο επιδειξιομανής .(Ital. Ignorante=Aμαθής).
Νιοραντιά (η): Επιδειξιομανία – Επιδεικτική συμπεριφορά (Ital. Ighoranza= Αμάθεια ,αγραμματοσύνη , κακή ανατροφή).
Νιοραντιές (οι): Οι επιδείξεις ενός δήθεν σπουδαίου.
Νόβερος (ο): =Νούμερο;;;;;; Novero
Νοβιτά (η): Ο νεωτερισμός , το νέο (Ital. Novita).
Νοβιτά (τα): Ειδήσεις (Ital. Novita).
Νογάς (δεν): Δεν καταλαβαίνεις.
Νογάω Καταλαβαίνω.
Νοδάρος (ο): Συμβολαιογράφος – Γραφέας (Ital. Notaio).
Νόθα (η): Μούχλα.
Νοθίλιας : Μυρωδιά μούχλας.
Νόμι (το): Το μικρό όνομα .
Νομπιλε (ο): Ανώτερος /η . (Ιταλ. Nobile ).
Νομπιλιτά (η): Η αριστοκρατία (Ital. Nobilita ).
Νόμπιλος (ο): Ευγενής (Ital. Nobile).
Νόνα (η): Βαθύς ύπνος (Ital. Nona = 1. Η ενάτη ώρα των Ρωμαίων ).
Νόνα (η): Γιαγιά (Ital. Nonna).
Νόνος (ο): Παππούς (Ital. Nonno).
Νόντσολος η όντσολος (ο): Νεωκόρος.
Νότα (η): Έγγραφη υπόμνηση (Nota).
Νοταριάς (ο): Συμβολαιογράφος.
Νότισε : Μούσκεψε – Έβγαλε υγρασία ( Νοτιάς υγρός καιρός).
Νότσινος (ο): Καρυδένιος (Ital. Noci = Ξύλο καρυδιάς).
Νουμεράρω : Αριθμώ (Ital. Numerare).
Νούμπουλες(οι): Κορόμηλα.
Νούμπουλο (το): Κερκυραικό αλλαντικό.
Νούντσιος (ο): Αντιπρόσωπος – Αγγελιοφόρος . (Ital. Nunzio).
Νοφαίτης (ο): Μεσοτοιχία.
Νταβάς (ο): Πήλινο τσουκάλι.
Νταβούλι (το): Μικρό πήλινο σκεύος μαγειρικής.
Νταϊέλα : Τα ίδια.
Ντακάπο : Απ’την αρχή (Ital. Daccapo).
Ντάκοι (οι): Μεγάλα κομμάτια .
Ντακόρδου : Σύμφωνοι.
Νταλε κουάλε : Παρόμοιο – Ίδιο με κάποιο άλλο.
Νταλίριο (το): Ανατριχίλες (Ital. Delirio= Παραλήρημα)
Νταλπάρου : Πέσαμε πρόσωπο με πρόσωπο (Πέσαμε Νταλπάρου).
Ντάνα και ιντερέσο : Έκφραση που σημαίνει : Ζημιές και Κέρδη (Danaro =Χρήμα Interesse = Υπόθεση).
Ντανάρι (το): Το καρό της τράπουλας (Ital. Denaro).
Νταραβέρι (το): Δοσοληψία (Ital. Dare avere).
Ντάσι (το): Το κριάρι - μτφ. Ο Κερατάς.
Ντάσκα (η): Δερμάτινη σάκα (Ital. Tasca).
Ντασκέτο (το): Μικρό δερμάτινο τσαντάκι (Ital. Tascetto).
Ντέησε : Κάνε γρήγορα.
Ντεκότο (το): Ρόφημα (Ital. Decotto ).
Ντελέκος (ο): Μεγαλόσωμος.
Ντελικάτος (ο): Λεπτός , Ευπαθής.
Ντελίνι (το): Ψηλός.
Ντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ντέμπλα (η): Ραβδί για το ράβδισμα της ελιάς.
Ντέμπολος (ο): Αραιός – Αδύνατος (Ital. Debole).
Ντεντελίζω : Τρέμω (Ital. Debilitare).
Ντένω : Σκοντάφτω –πιάνομαι από κάπου.
Ντεπίρω : Περιποιούμαι ασθενή (Ital. Deperire=Φθίνω).
Ντεπόζιτο (το): Εσοχή σε τοίχο για τοποθέτηση εικόνας (Ital. Deposito).
Ντερίνα (η): Σουπιέρα ;;;;;
Ντεστέζα : Σε έκταση -σε μάκρος (Ital. Distesa).
Ντεστιέρα (η): Κάγκελο κρεβατιού.
Ντεφεντάδος (ο): Αρρωστιάρης – Έτοιμος να καταρρεύσει (Ital. Difetto = Ελάττωμα).
Ντζάνα (η): Σειρά ;;;;
Ντζαντζαμίνια (τα): Ζουμπούλια (Ital. Giacinto).
Ντζάξεις (μην) : Μη μιλήσεις (Ital. Chiacchiera = Φλυαρία).
Ντζαρεύω : Παίζω (Ital. Chiassato= Θορυβώδης).
Ντζάχτι (κάμε ) : Κάνε γρήγορα.
Ντζέρα (η): Όψη (Ital. Cera).
Ντζία (η): Θεία (Ital. Zia).
Ντζιντζιλόμος (ο): Εκλεκτικός και ψηλομύτης (Ital. Gentilomo).
Ντζορνάδα (η): Μεροκάματο (Ital. Giornata).
Ντιέτα (η): Δίαιτα (Ital. Dieta).
Ντιζόρντινο (το): Ακαταστασία (Ital. Disordine).
Ντινέρι (το): Το καρό της βενετσιάνικης τράπουλας.
Ντισκάτζια (η): Δυστύχημα (Ital. Disgrazia).
Ντιφέτο (το): Το ελαττωματικό. (Ιταλ. Difetto).
Ντολτζέτσα (η) Κολακεία (Ital. Dolchezza).
Ντόλτσε (το): 1. Γλυκό 2. Ράτσα γλυκών πορτοκαλιών (Ital. Dolce).
Ντολτσέτσα (η): Ερωτική συνομιλία (Ital. Dolcezza =γλυκύτητα).
Ντομενικάλε (το): Αρχοντικό εκτός πόλεως (Ital. Domenicale = Κυριακάτικο).
Ντόμερος (ο): Κτηματίας (Ital. Dominio).
Ντόμος (ο): Η καθολική Μητροπολιτική εκκλησία στην πλατεία Δημαρχείου. (Ιταλ. Duomo =Ο Οίκος – του θεού-).
Ντόντολος (ο): Όρχις.
Ντόπιος (ο): Διπλός (Ital. Doppio).
Ντορτσόνι (το): Μεγάλο κερί.
Ντουάνα (η): Τελωνείο (Ital. Dogana).
Ντούγκουε : Λοιπόν (Ital. Dungue).
Ντουκάλι (το): Διάταγμα (Ital. Duca-le).
Ντουκάρω : Αποκοιμιέμαι.
Ντουράρω : Δυναμώνω
Ντουράρω :Συγκρατώ.(δεν μπορώ να ντουράρω το παιδί ).
Ντράβαλα (τα): Επακόλουθα – Μπλεξίματα.
Ντράλος (ο): Το γλωσσίδι της καμπάνας.
Ντρέτα : Ευθεία. (Ιταλ. Diretta ).
Ντρετζαδούρος (ο): Ξύλινο ταβάνι πάνω από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού. (Ital. Drizza – duro = σκληρή οροφή ;.
Ντρίλινο (το): Είδος υφάσματος για χονδροκομμένα ρούχα.
Ντριμώνω : Κρύβω .
Ντρίτα (Μιλώ): Μιλώ ευθέως - Χωρίς υπεκφυγές.(Ital. Dirito).
Ντρίτα λινιά : Ευθεία γραμμή (Dirito linea).
Ντρομάω : Τολμώ.
Ντρουβάς (ο): Τσάντα για ψώνια . ;;;;;;
Ντρουβιό η Λουτρουβιό (το) Ελαιοτριβείο.
Ντρουγιά Η Λουτρουγιά (η: Λειτουργία Εκκλησιαστική.
Νυχιά (μια): Πολύ λίγο (Όσο ένα νύχι).
Ξ
Ξάγκλα (η): Ξύλινη τσουγκράνα διχαλωτή.
Ξαγλίστρημα (το): Γλύστρημα .
Ξαγνάντιο (το): Τοποθεσία με θέα στη γύρω περιοχή.
Ξαγορά (η): Εξομολόγηση.
Ξάι (το) Φόρος.
Ξακλουθώντας : Ακολουθώντας.
Ξαλλάζω : Αλλάζω ρούχα.
Ξανεμιά (η): Μέρος εκτεθειμένο στους αέρηδες.
Ξανεμίζω : Διώχνω (πχ τον καπνό κουνώντας κάτι στον αέρα).
Ξατρεχαρίκια (τα): Τρεχάματα.
Ξατρέχω : Κυνηγάω κάποιον.
Ξαφνικό (το): Αναπάντεχο .
Ξαφνολόιμα (το): Ξάφνιασμα.
Ξάφοδο (το): Ξέφωτο.
Ξεβασκαίνω : Διώχνω την βασκανία.
Ξεδάβλιστρο (το): Σιδερένιο εργαλείο του τζακιού.
Ξεζορκιάζωμαι : Ξεγυμνώνομαι.
Ξεϊνταγάρω : Ξεμπερδεύω.
Ξέκαμπο (το): Ανοιχτό μέρος σε λιβάδι.
Ξεκέντι (στο): Στο τέλος.
Ξεκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Ξεκουπώνω : Ξεσκεπάζω.
Ξελέστατη : Ανυπότακτη , απελευθερωμένη γυναίκα.
Ξελέστατος (ο): Ανήσυχος.
Ξελεχωνιάζω : Βοηθάω την λεχώνα.
Ξελιμπάρω : Ελαφρώνω από κάποιο βάρος.
Ξελογγιάζω : Καθαρίζω το λόγγο.
Ξελώλωσα : Είμαι αφηρημένος.
Ξεμαγναδιασμένα (τα): Καθαρά.
Ξεμάτωμα (το): Αιμορραγία.
Ξεμεσκλήστικα : Διαμελίστηκα .
Ξεμεσκλίζω - Ξεσκλίζω : Διαμελίζω.
Ξεμουτρίζω : Σπάω κάποιου τα μούτρα.
Ξεμπουρίζω : Διώχνω.
Ξενοτάρω : Τελειώνω μία εργασία.
Ξενοτικός (ο): Ο ξένος.
Ξενοχωρίτης (ο): Κάποιος από άλλο χωριό.
Ξέντενα (η): Τσατσάρα.
Ξεντένω (η): Η αχτένιστη γυναίκα.
Ξεντεριάζω : Βγάζω τα άντερα και ξεκλωνίζω.
Ξεντερίζομαι : Εξαντλούμαι από την ευκοιλιότητα .
Ξεντερλικώνομαι : Γδύνομαι.
Ξεπάγκισμα (το): Καταξοδεύομαι.
Ξεπεταχτή (η): Είδος λαγάνας.
Ξεπιτούτου : Επίτηδες.
Ξεπύρησε : Ξεχύλισε.
Ξεραγκάδα (η): Ξερόκλαδο.
Ξεραθύμησα : Απόλαυσα.
Ξερίχι (το): Ποικιλία σταφυλιού του όρους.
Ξερόλι (το): Ασθενικό ελαιόδενδρο.
Ξεροποδιά (η): Ποικιλία σταφυλιού.
Ξεσκλίζω : Διαμελίζω , βγάζω τις σκελίδες.
Ξεσποντάρω : Ξεμυτίζω , εμφανίζομαι.(Ital. Spuntare).
Ξεσπορίζω : Βγάζω τους σπόρους.
Ξεσπούρδισε : Μεγάλωσε γρήγορα (σαν ένα είδος κολοκυθιάς ονομ. Σπούρδα).
Ξέστα (η): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών (ιση με 16,600 κιλά).
Ξεστί (το): Μισή ξέστα (8,300 κιλά).
Ξεσυνερίζωμαι : Ανταγωνίζομαι κάποιον.
Ξεσφάλι (το): Κομμάτι λόγγου που καθαρίστηκε και καλλιεργήθηκε.
Ξεσφαλίζω : Καθαρίζω ένα λόγγο και τον μετατρέπω σεκαλλιεργήσιμη έκταση.
Ξεταραγγιάζω : Αφαιρώ το κατακάθι (Ital. Tara).
Ξετιμώνω : Εκτιμώ.
Ξετουρλωμένη (η): Γυναίκα που φέρεται απρεπώς.
Ξετσούρδωσε : Ξεπετάχτηκε.
Ξεφλίζω : Ξεφλουδίζω.
Ξέφλιο (το): Ξεφλούδισμα – Τσόφλι.
Ξεχάζω : Συζυγική απάτη .
Ξεχάραξε (η κότα): Άρχισε να ξαναγεννάει αυγά η κότα.
Ξεχασμένος (ο): Απατημένος.
Ξεχυτή (η): Στέγαστρο ως προέκταση του σπιτιού.
Ξέχωρο (το): Μικρός κατοικήσιμος χώρος δίπλα στο σπίτι.
Ξήστρωτο (το) : Αγριο, Ανυπάκουο (αυτό το παιδί είναι σαν γαιδούρι ξέστρωτο).
Ξιάδετος (ο): Ακάλυπτος – Ξεσκέπαστος.
Ξιγιάδετη (η): Ξεδιάντροπη.
Ξινίτας (ο): Ξινισμένο κρασί .
Ξιπορίζω : Βγάζω τους σπόρους ( πχ. Του καλαμποκιού).
Ξίσκεπος (ο): Ξεσκέπαστος.
Ξόδι (το): Ξωτικό .
Ξομπλιάζω : Ζαλίζω κάποιον με την πολυλογία μου.
Ξόπλη (το): Δάκρυ.
Ξουβλί (το): Σουβλί.
Ξουβλίδα (η) : Μυτερό κομμάτι ξύλο
Ξουβλίθρα (η): Μυτερή άκρη ξύλου .
Ξυγκερνός (ο): Αυτός που έχει πολύ λίπος.
Ξυλάγγουρο (το): Ένα Χορταρικό.
Ξυλάκι (το): Σπιρτόξυλο.
Ξυλόγατα (η): Ξύλινη φάκα για ποντίκια.
Ξυλοκοπιά η Ξεκοπή (η): Εργολαβία –Εργασία με το κομμάτι.
Ξυλόκοτα (η): Μπεκάτσα.
Ξυλοτόρκι (το): Ξύλινο στεφάνι βαρελιού.
Ξυλοφάης (ο): Ροκάνι ξυλουργού.
Ξυνάδα (η): Λουλουδάκι σαν την καμπανέλα που τρώγεται.
Ξυνίτας (ο): Ξινισμένο κρασί.
Ξώπολη (η): Προάστιο.
Ο
Όβολα (τα): Χρήματα.
Όγιεσκε : Όχι.
Ογνίστρα (η): Το τζάκι.
Ογρός (ο): Υγρός.
Οκιάλια (τα): Ματογυάλια ( Ital. Ochiale).
Οκιάτα (η) Ματιά (Ital. Occhiata).
Οκουπάδος(ο):Απασχολημένος , πλήρης (Ital. Occupatto).
Οκτωβρίνια (τα): Λουλούδια που ανθίζουν τον Οκτώβριο.
Ολεμεμιάς : Ξαφνικά, μονομιάς .
Ολόντρετος (ο ): Γύρω – Γύρω.
Ολούθε : Παντού.
Όλτρι η Όλτρε : Εκτός.
Όμηρο (το): Η πρασινίλα της πέτρας.
Όμιρο (το): Πρασινάδα από την υγρασία.
Ομπία (η): «Κόλλημα», Έμμονη ιδέα (Ital. Ubbia =Δεισιδαιμονία).
Ομπλιγάδο (το): Δωμάτιο προσπελάσιμο μέσω άλλου δωματίου (Ital. Obbligato=υποχρεωμένο).
Ομπλιγάδος (ο): Υποχρεωμένος (Ital. Obbligato).
Ομπλιγάρω : Υποχρεώνω. (Ital. Obbligare).
Ομπλιγάρωμαι : Υποχρεώνομαι .(βλ. Ομπλιγάδος).
Ομπλιγατσίον :Υποχρέωση – Οφειλή. (Ital. Obbligazione).
Όμπλιγο (το): Υποχρέωση .
Ομπλιγός (ο): Υποχρεωμένος.
Ομπολίνα (η) : Κουτή Γυναίκα.
Όμπολο (το) : Κουτός .
Όμπρα (η): Απόχρωση του καφέ χρώματος (Ven. Umbrica=χρώμα του χώματος).
Όνβρια (τα) : Αγριόχορτο θεραπευτικό για την χοληστερίνη.
Όνειδο (το): Ντροπή (αρχ. Ονείδος).
Ονειροπλάκωμα (το): Εφιάλτης.
Ονόρε (το): Τιμή ενός ανθρώπου (Ital. Onore).
Όντας : Όταν.
Όντο (το): Ζώον.
Όντσολος (ο): Καντηλανάφτης.
Οξοθιός : Τάχατες.-δήθεν
Όξω : φωνή για να διώξουν το σκύλο.
Όπερα (η): Έργο, κατασκευή ((Ital. Opera).
Όποντας : Όποτε.
Οπστάντε : Καλώς ήλθες.
Οπωπώ : Επιφώνημα εκπλήξεως.
Ορά (η): Ουρά.
Οργιά (η) Μονάδα μήκους ίση με ένα μέτρο.
Ορδινάριος (ο): Τακτοποιημένος – κανονικός –καθώς πρέπει. (Ital. Ordinare).
Ορδίνι (το): Καλλιεργημένος κήπος (Ital. Ordine=Τάξις).
Ορδινιά (η): Τάξη , διαταγή, παραγγελία (Ital. Ordine).
Ορδινιάζω : Τακτοποιώ.
Ορδίνο (το): Διάταγμα.
Ορέγομαι : Μου αρέσει.
Ορίζω : Διατάζω.
Ορίτσικας (ο): Η ρίζα της ουράς.
Ορμινεύω : Συμβουλεύω.
Όρμπου : Χάθηκε.
Ορνικιά (η): Ειρηνική, φιλήσυχη , υπάκουη .
Ορνικός (ο): Ήσυχος – πράος.
Ορντινατσιό (το): Υπηρετικό προσωπικό (Ital. Ordinanza).
Όρντινο (το): Τάξη, Τακτοποίηση , διαταγή (Ital. Ordine).
Όρσε : Ορίστε . Συνοδεύει όμως και την γνωστή κερκυραική μούντζα
Ορτικάρια (η): Ακμή -σπυράκια (Ital. Orticaria = Ερεθισμός του Δέρματος ).
Ορτικάρια (η): Δερματοπάθεια (Ital. Orticaria).
Ορτινάτσα(η):Υπηρέτρια.(Ital. Ordinanza=Στρ.υπηρέτης).
Όρτσα λα πάντα : Έκφραση που σημαίνει « Άνω –Κάτω».
Οσοδομοκεί : Εν τω Μεταξύ.
Οσπιτάλι (το): Νοσοκομείο (Ιtal. Ospedale).
Όστρια ή ψαροχέστρα (η): Καιρός με νότιους ζεστούς ανέμους που δεν ευνοεί το ψάρεμα.
Όστρια (η): Νότιος Άνεμος. (Ital. Austro – Ostro).
Οστριασμένος (ο): Πειραγμένος από τον καιρό (όστρια = νοτιάς).
Οστριογάρμπη (το): Νότιος προς δυτικός άνεμος.
Οστριός (ο): Έντομο σε μέγεθος μύγας , τσιμπάει και ζει τους θερμούς μήνες του καλοκαιριού στα χωράφια.
Ούβια (η): Γυναικείο μαντίλι για το κεφάλι.
Ουζάδος (ο): Μεταχειρισμένος (Ital. Usare).
Ούζο (το): Συνήθεια (Ital. Uso).
Ουζο φρουκτάριος (ο):Επικαρπωτής (Ital. Usufruttuario).
Ούθε-Ούθε : Όπου-Όπου.
Ούλτιμο (το): Τελευταίο . (Ital. Ultimo).
Ουμπία η Ομπία (η): Μία περίεργη ιδέα (Ital. Ubbia=Πρόληψις – δεισηδαιμονία).
Ούρα (τον βάλανε στα) : Γιουχάϊσμα (Ital. Urra=Ζητωκραυγή).
Ούρλα (η) : Φωνές,ουρλιαχτά (κυρίως στη Λευκίμμη).
Ούσι-να : Επιφώνημα για την απομάκρυνση του γαιδάρου.
Ούσιου : Επιφώνημα για την απομάκρυνση ζώων.
Οφιτσιάλος (ο): Γραφιάς , υπάλληλος γραφείου (Ital. Ufficiale).
Οφίτσιο (το): 1. Γραφείο 2. Αξίωμα (Ital. Ufficio).
Οχιά και μονομερίδα : Απάντηση σε ένα ανεπιθύμητο όχι.
Οχτιά (η): Ανάχωμα.
Οχτωβρίνια (τα): Χρυσάνθεμα.
Οψιμέλι (το): Όψιμα ώριμος καρπός
Π-Ρ
Π
Παβιόνι (το): Κιόσκι – τέντα (Ital. Padiglione Franc. Pavillon).
Πάγα (η): Πληρωμή (Ital. Pago).
Παγαδώνω : Δωροδοκώ (Ital. Paga = πληρωμή).
Πάγανα (τα): Καλικάτζαροι ( Παγανισμός;;;;;;.
Παγγαλέτο (το): Παραπέτο που καλύπτει το κάτω μέρος του κρεβατιού.
Παγγέτο (το): Συρτάρι τραπεζιού.
Παγιαρίτσο (το): Στρώμα από ξεραμένα φύλλα καλαμποκιού (Ital. Paglia riccio= στριφογυριστό άχυρο.
Πάγκα (η): Πάγκος πωλητού.(Ital. Panca).
Παγκάδα (η): Σειρά πάγκων.
Παγκούλι (το): Μικρό σκαμνί ,παγκάκι (Ital. Pancone=Μεγάλος πάγκος).
Παγουνάτσο (το): Μπορντό χρώμα (Ital. Paonazzo =Μενεξεδί).
Παδήρησε : Τρελάθηκε – Έχασε τα λογικά του.
Παερίτσο (το): Μικρό στρώμα από χόρτο.
Πάκο (το): Δέμα (Ital. Pacco).
Πάκτος (ο): Αγροτική μίσθωση.
Παλάδο (το): Κυματοθραύστης (Ven. Palada).
Παλαιούθε : Στο παρελθόν (παλαιόθεν).
Παλακούρι (το): Σβέρκος (βλ.και Λάκουρο).
Παλαμίζω : Ορκίζομαι .
Παλέζι (τόβγαλε): Το βγαλε στη δημοσιότητα. (Ital. Palesse=Φανερός).
Παλιοχόρτι (το): Αγριόχορτο του δάσους.
Πάλκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco).
Παλληκαρώνα (η): Μεγαλόσωμη γυναίκα .
Πάλμο (το): Βενετσίανικο μέτρο μήκους ίσο με έναν αντίχειρα =2,9εκ. (Ven. Palmo).
Πάλος (ο): Πάσσαλος (Ital. Palo).
Πάνα (η): Πέτσα – Μεμβράνη (Ital. Panna =Κρέμα γάλακτος, ανθόγαλα).
Πανγκουί (το): Πληρωμή στο χέρι (Ital. Paga =Πληρωμή).
Πανίδα (η): Τραπεζομάντιλο.
Πανιόλο (το): Το πάτωμα του καταστρώματος του πλοίου.
Πανιότα (τα): Μικρά ψωμάκια (Ital. Pane).
Παννυχίς (η): Αγρυπνία (Εκκλησιαστική).
Πάντζα (η): Κρέας χοιρινού από την κοιλιά (Ital. Pancia).
Παντζέλι (το): Κόκκινη σημαία κινδύνου (σαν κόκκινο κρέας ;;.
Παντιέρα (η): Λάβαρο.(Ιταλ. Bantiera).
Παντσέλι (το): Ανεμοδείκτης.
Παντσέτα (η): Παστό χοιρινό κρέας από τα πλευρά .
Πανωλίθι (το): Η επάνω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου.
Παούρι (το): Παγούρι.
Παπαδέλα (η): Μικρό πουλάκι .
Παπαδόκιχλα (η): Είδος κίχλας
Παπαλίνα (η): Πολύ ψιλή σαρδέλα.
Παπαρδέλα(η): Μικρούτσικο πουλάκι με άσπρα και μαύρα στίγματα-ανοιξιάτικο.
Παπιρέλα (η): Βάρκα λίμνης από φύλα πάπυρου.
Παπουτσέλια (τα): Παπουτσάκια.
Παραβέντο (το): 1.Ανεμοφράκτης 2.Παραβάν (Ital. Paravento).
Παραδάγκαλο (το): Κλείδωση ποδιού.
Παραδάγκαλος (ο): Καβάλος.
Παραδάγκανο (το): Η περιοχή του προσώπου πίσω από το αυτί).
Παράκλι (το): Θήκη στο εσωτερικό ξύλινου μπαούλου.
Παραματιού (μεχει) : Με έχει βάλει στο μάτι.
Παραμίνα (η): Σιδερένιος λοστός χωραφιού (Ital. Paramine =είδος λοστού που ναυτικοί χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση των ναρκών)
Παραμόνας (ο): Σημείο ενέδρας (παραμονεύω).
Παρανόμι (το): Το επίθετο ενός ανθρώπου.
Παραπέτο (το): Οχύρωμα , τοιχίο(Ital. Parapetto).
Παραστάματα (στα) : Στη μέση του πουθενά.
Παραστιάς : Δίπλα στη φωτιά (βλ. Στιά).
Παργάρω Φουσκώνω.
Παρδάλι (το): Εξάρτημα του νερόμυλου΄.
Παρέ (το): Ξύλινος ψευτότοιχος (Franc. Separe).
Παρίλια (η): Συμμορία (Ital. Pariglia=Ζεύγος).
Πάρκο (το): Ξύλινη εξέδρα (Ital. Palco).
Πάρλα (η): Φλυαρία (Ital. Parlare).
Παρλάρω : Μιλώ ασταμάτητα (Ital. Parlare).
Παρλάτα (η): Ομιλία (Ital. Parlata).
Παρμάρες (οι): Παραλυσία.
Παρμένος (ο): Αρραβωνιασμένος.
Παρόλα (η): Ανυπόστατη κουβέντα (Ital. Parole = Λέξις – Λόγος).
Παρόντζολο (το): Κορόιδο.
Παρούμα (η): Το σχοινί που δένουν τη βάρκα έξω.
Παρταμέντο (το): Διαμέρισμα ορόφου (Ital. Appartamento).
Πάρτη (η): Μερτικό (Ital. Parte=Μερίδα).
Παρτσινέβελος(ο):Αφεντικό(Ital.Parzionevole=Μεριδιούχος).
Πάσα (τα): Μονάδα μήκους ίση με ένα βήμα (Ital. Passo).
Πασάγιο (το): Διάδρομος. (Ital. Passagio=Πέρασμα).
Πασάκια (κάνει ): Κάνει μικρά βήματα.
Πασαμάς (ο): Χρυσό περιδέραιο (Ital. Passamano = αλυσίδα μεταφοράς η μεταβίβασης).
Πασαμέντο (το): Στρίκα.
Πασαπρότο (το) Σουρωτήρι μακαρονιών.
Πασάρω : Περνάω διαβαίνω (Ital. Passare).
Πασεγκιάρω : Περιπατώ (Ital. Passeggiare).
Πασέντσιο (το): Περίπατος(Ital. Passeggiero).
Πασέτα (η): Μονάδα μήκους ίση με ένα βήμα (Ital. Passo).
Πασέτα (η): Παιχνίδι τράπουλας .
Πασέτο (το): Ξύλινο αναδιπλούμενο μέτρο (Ven. Passeto).
Πάσο (το): Βήμα (Ital. Passo).
Πάσο (το): Παλιός τρόπος μέτρησης αποστάσεων (Ital. Passo = Βήμα ).
Πασπάλι (το): Η άχνη του μύλου.
Πάστα (η) Μερίδα , γεύμα (Ital. Pasto).
Παστανάκα (η): Το σαλάχι (Γίνεται μπουρδέτο)
Παστέλες (οι): Ξεραμένες ελιές φαγώσιμες
Παστιτσάδα (η): Κερκυραικό φαγητό – κρέας κοκκινιστό ανακατεμένο με μακαρόνια (Ital. Pasticcione =ανακατωσούρα).
Πάστο (το): Γεύμα.
Πάστρα (η): Καθαριότητα (Ital. Pastro).
Παστρεύω : Καθαρίζω.
Πάστρι (το): Καθαρό –Πλυμένο.
Παστρόκια (τα): Επιδείξεις.
Παστρόκιο (το): Απάτη (Ital. Pastocchia =ψευτιά).
Πατάκα (η): Μελάνωμα δέρματος (Ital. Patacca=ευτελές νόμισμα).
Πατάκες (οι): Κοκκινίλες.
Παταούδι (το): Κάτι που έχει κρυώσει πολύ.
Παταράτσα (τα): Τα συρματοσχοινα που κρατούν τους σταυρούς στο κατάρτι του ιστιοφόρου (Όταν θέλουν να πουν «Τα πήρε όλα» Λένε : «πήρε και τα παταράτσα».
Παταρίφ (το): Μενταγιόν με θήκη για φωτογραφία στο εσωτερικό.
Πατατούκα (η): Χονδρό παλτό.
Πατατώνα (η): Γλυκοπατάτα ή γλυκόριζα.
Πάτελα (η): Πεταλίδα θαλασσινή (Ital. Patella).
Πατέλο (το): Μικρή βάρκα (Ital. Battello).
Πάτερο (το): Δοκάρι πατώματος.
Πάτι (το): Εγγύηση (Ital. Patti=όροι συμβολαίου).
Πατίνα (η): Βερνίκι υποδημάτων (Ven. Patina).
Πατίτος (ο): Ταλαιπωρημένος (Ital. Patito=ασθενικός).
Πάτο Εσπρέσο (το): Ειδική συμφωνία (Ital. Patto Espresso= Άμμεση συμφωνία).
Πατοσόρι (το): Κατακάθι κρασιού ή λαδιού.
Πατουάρω : Συμφωνώ (Ital. Patto = Συμφωνώ).
Πατσάδι (το): Λεπτό ξύλο.
Πατσάρεται : Ανακατεύεται (Ital. Impiastricciare).
Πατσίμιος (ο): Άτακτος (Ital. Pazzia=μανία).
Παυλόσυκα (τα): Φραγκόσυκα.
Πάχτο (το): Εκμίσθωση χτήματος.
Παχτονάρης (ο): Ενοικιαστής Ελαιοδένδρων.
Πεζάρω : Ζυγίζω (Ital. Pesare).
Πέζο (το): Βάρος (Ιταλ. Peso).
Πέζο (το): Ζυγαριά (Ital. Peso = Βάρος – ζύγι).
Πεζούλα (η): Πέτρινος τοίχος για να κρατάει το χώμα γύρω από τις ελιές.
Πεζουλιάστηκε : Παγιδεύτηκε.
Πεζούρα (η): Τραμπάλα.
Πεζούρο (το): Τραμπάλα (Ιtal. Pezo = Zυγαριά).
Πείλιο : Πιο πολύ. (πλείον;;.
Πειλιότερο : Περισσότερο (βλ. Πείλιο).
Πέκα (η): Ιδιοτροπία (Ital. Pecca=ελάττωμα).
Πεκάδος (ο): Ιδιότροπος . (Ιταλ. Peccato).
Πέκνα (η): Μελάνωμα δέρματος .
Πελέκι (το): Μεγαλόσωμο ποντίκι.
Πελεκούδα(η): Μικρό κομμάτι από πελεκημένο ξύλο.
Πέλισα : Πέταξα κάτι άχρηστο.
Πέλο (το): Χνούδι προσώπου (Ital. Pelo=Τρίχωμα).
Πελώ η απελώ : Εκσφενδονίζω (αρχ. Απέλασις).
Πελώ : Εκσφενδονίζω (βλ. Απελησιά).
Πενερί (το): Σουγιάς (Ital. Temperino –Penestrare= Σουγιάς-Τρυπώ).
Πενσάτος (ο): Σκεπτικός (Ital. Pensare).
Πεντάγια (η): Μενταγιόν (Ital. Medaglia).
Πεντάλι (το): Ορθάνοιχτο.
Πεντανεύρης (ο): Φυτό.
Πεντεγούλια (τα): Πεντόβολα.
Πεντίνι , Πεντουράλι (το): Το πάνω μέρος της ποδιάς.
Πεντονεύρης (ο): Αγριολάχανο.(θεραπευτικό για τα νεφρά).
Πέουλο (το): Ειδικό κερί για το δοξάρι του βιολιού.
Πέπα (η): Το μακρόστενο πεπόνι .
Πεπερόνι (το): Πιπεριά. (Ιταλ. Peperone).
Περαθιό (το): Πέρα από εδώ (αρχ.- παλιό κρητικό).
Περάρια (η): Καταστροφή (υπερορίως;.
Περγουλιά η Πέργολα (η): Κληματαριά ίσκιου (Ital. Pergola).
Πέργουλο (το): Κληματαριά.
Περδίκι (το): Βότανο που φυτρώνει ακόμα και σε τοίχους . Το κοπανούσαν μέχρι να λιώσει και το έβαζαν στο πονεμένο μέρος του σώματος.
Περδίο (το): Αφ΄υψηλού συγχώρεση (Ital. Perdonare = Συγχωρώ).
Περίαυλος (ο): Αυλή σπιτιού.
Περιδρομιάζω : Τρώω πολύ
Περίερα : Γύρω από το σπίτι.
Περικούρα (η): Εξουσιοδότηση (Ital. Per Cura).
Περικουρατόρος (ο): Οικονόμος αρχοντικού-διαχειριστής (Ital. Per-Cura).
Περκάλι (το): Χασές , λεπτό ύφασμα (Ital. Percali).
Περνάρι (το): Πουρνάρι.
Περναρίλας (ο): Λόγγος με πουρνάρια (βλ. περνάρι).
Περναρόγιδα (η): Αγριόγιδα.
Περνιτσιόζος (ο): Παλιάνθρωπος (Ital. Pernicioso=κακοήθης, καταστρεπτικός).
Πέρνο (το): Σιδερένιος πείρος (Ital. Perno).
Περό : Ωστόσο , Εντούτοις , παραταύτα(Ital. Pero).
Πέροβα δε φουρτούνα (η): επίσημη απόδειξη ατυχήματος (Ital. Prova Sfortuna).
Πέρονας : Μεγάλο καρφί αλλά και σιδερένιος
Πέρονας (ο): Μεγάλη πρόκα η πείρος (Ital. Perone).
Πέρονας (ο): Μεγάλο χειροποίητο καρφί (Ital. Perone).
Περουάρω: Αναπαύομαι;;;;
Περούνι (το): Πηρούνι.
.
Περπελάω : Πασπατεύω.
Περσέμολο (το): Μαιντανός (Ital. Prezzemolo).
Πέρσουκο (το): Βερύκοκο (Ital. Pesco =Ροδάκινο).
Περτσιπιτάδος (ο): Πεισμωμένος.
Πεσάτο (το): Προμελετημένη πράξη.
Πεσελί (το): Γυναικείο σακάκι πιο επίσημο από την Καμιζιόλα της παραδοσιακής στολής.
Πεσιμένος (ο): Πεσμένος.
Πεσκάδα (η): Ψαριά (Ital. Pescata).
Πεσκαντρίτσα (η): Είδος σαλαχιού.
Πέσουλα (η): Ξύλινο μέρος της βάρκας.
Πεταξιώλι (το): Νεογέννητο πουλάκι που μόλις άρχισε να πετάει.
Πετεγολέτσα (τα): Έθιμο της αποκριάς κατά το οποίο γίνεται δημοσίως Κουτσομπολιό και αντιπαράθεση μεταξύ των γειτόνων. (Ιταλ. Pettegolezzo=Κουτσομπολιό).
Πετέγολο (το): Κουτσομπολιό (Ital. Petegolio).
Πετέουλο (το): Κουτσομπολιό (Ital. Petegolo).
Πετίνια (τα): Μικρά γυναικεία στήθη (βλ. Πέτo).
Πέτο (το): Στήθος (Ital. Petto).
Πετόνι (το): Στηθόδεσμος της γυναικείας παραδοσιακής στολής
Πετουλίδα (η): Μικροσκοπικό πουλάκι με γρήγορο φτερούγισμα.
Πετροκαλαμίθρα (η): Αλεξικέραυνο (Pietra Calamita =Πέτρα της κολάσεως - Μαγνήτης).
Πετροκότσυφας(ο): Γκρίζο κοτσύφι.
Πετρόλαδο (το): Πετρέλαιο.
Πετρόλατα (η): Ντενεκές.
Πετρόλιο (το): Πετρέλαιο (Ital. Petrolio).
Πετροσέλινο (το): Μαιντανός.
Πέτσα (η): Κομμάτι υφάσματος και δέρμα- επιδερμίδα.(Ital. Pezza).
Πέτσα (η): Τόπι υφάσματος (Ital. Pezza).
Πέτσα (τα): Μεγάλες ετράγωνες πέτρες για την δημιουργία λιμανιού.
Πέτσα (τα): Ογκόλιθοι κυματοθραύστη (Ital. Pezzo=κομμάτι).
Πετσαλίνα(η): Δέρμα ζώου.
Πετσαλούδα (η): Δέρμα ζώου.
Πετσάτος (ο): Γυμνός.
Πετσέντας (ο): Άφραγκος.(Ital. Pezzente=Άφραγκος , Κουρελής).
Πετσέντες (ο): Ζητιάνος (Ital. Pezzente).
Πέτσικο (το): Σκεβρωμένο.
Πέτσο (το): Επεισοδιακή κατάσταση – καυγάς (Ital. Pezzo =κομμάτι).
Πέτσο (το): Κομμάτι συμπαγούς μπετού για την δημιουργία προβλήτας λιμανιού (Ital. Pezzo = κομμάτι).
Πετσούλισε η πριτσίλησε : Με κατάβρεξε με σταγόνες .
Πεύκι (το): Χαλί.
Πηλέμι (το): Προγούλι ( υπολαίμιο).
Πήστρομα (το): Χοντρό πανί που έβαζαν οι γυναίκες στην πλάτη για να φορτωθούν
Πητίκι (το): Πικρό.
Πητσακούρα (η): Μεγάλο νόμισμα.
Πητσικόλι (το): Μικρό παιδί.
Πιατέλο η πιατελί (το): Πιατάκι.
Πιάτσα(η): Πλατεία (Ital. Piazza).
Πιατσέβελος (ο): Ευχάριστος , βολικός (Ital. Piacevole).
Πιατσέτα (η): Πλατειούλα γειτονιάς (Ital. Piazzetta).
Πιατσέτα (η): Πλατειούλα (Ven. Piazzètta).
Πιατσορόλος (ο): Ο άνθρωπος της αγοράς – ο έξυπνος.
Πιγκουίνια (τα): Τα νομίσματα κάποιας εποχής;
Πιδόκα (η): Ψείρα (Ital. Pidocchio).
Πιέντε (το): Πόδι ως μέτρο μήκους =34,8εκ.-5 πόδια=1 πάσο (Ital. Piede).
Πιεντζάρομαι : Εγγυώμαι
Πιεντζος (ο): Εγγυητής. (Monte di pieta = Ενεχυροδανειστήριο).
Πιετίνα (η): Μικρή σούρα στο ράψιμο του ρούχου (Piettina).
Πιζέβελος η πιατσέβολος (ο): Καλόβολος (Ital. Piacevole).
Πιθανάτου : Στα πρόθυρα του θανάτου .
Πικαπιέρο (το): Εργαλείο πέτρας (Ven. Pico=σφυρί πέτρας +Piera=πέτρα).
Πικάρω : «Τονε πικάρισε» = Τον πείσμωσε. (Ιταλ. Picca).
Πικέτο (το): 1. Παιχνίδι τράπουλας 2. Στρατιωτικό άγημα (Ital. Picchetto).
Πικινίκια (τα): Μεζεδάκια (Αγγλ. Pick Nick).
Πικούλεμα (το): Χαιδολοϊματα (Ital. Piccolo).
Πίλα (η): Μεγάλο βαρέλι λαδιού (Ital. Pila).
Πίλα (η): Μεγάλο λίθινο πιθάρι λαδιού (Ven. Pila).
Πιλέμι (το): Υπολαίμιο – το διπλοσάγωνο (αρχ.).
Πίλιο : Πιο – περισσότερο.
Πίλολα (η): Χάπι (Ital. Pillola).
Πιλοφότι (το): Πήλινο Λυχνάρι με μπαμπάκι και λάδι.
Πινάκι (το): Φλυτζάνι ή το πιατάκι του. (μάλλον αρχαία ρίζα. Πινάκιον)
Πινακωτή (η): Ξύλινο σκεύος για την τοποθέτηση της ζύμης πρίν απο το ψήσιμο του ψωμιού.
Πίνια (η): Το κεντρικό σημείο της πόλης της Κέρκυρας όπου τα παλιά χρόνια υπήρχαν τα μαγαζιά τροφίμων . Πήρε αυτό το όνομα από την σιδερένια κρεμασμένη κουκουνάρα ,σύμβολο της αφθονίας (Ital. Pigha=Κουκουνάρα).
Πινιάτα (η): Χάλκινο καζάνι (Ital. Pignatta=Χύτρα).
Πινιατόροι (οι): Άνθρωποι του υποκόσμου (Άνθρωποι της πιάτσας- βλ. Πίνια).
Πίνκο (το): Σφυρί μαστόρου πέτρας (Ital. Pico).
Πινούλες (οι): Βλεφαρίδες.
Πίντα (η): Τενεκεδένιο κύπελο με χερούλι .(Αγγλ. Pint :Το 1/8 του γαλονιού η 0,57 του λίτρου. Επίσης (Ιταλ. Pinta).
Πιντουριέρης (ο): Ζωγράφος (Ital. Pittore).
Πιντσιρουρί : Ακριβώς στο στόχο- διάνα.(Αγγλ. Pinch in the ring).
Πιόμπος (ο): Μεταλλική μπρούντζινη η μολυβένια μπάλα για κρεβάτι η για εξώπορτα σπιτιού καθώς και το μολυβένιο βαρίδι της στάθμης ( Ital. Piombo = Μόλυβδος).
Πιού : Περισσότερο (Ital. Piu).
Πίπης (ο): Σπύρος Χαϊδευτικό.
Πιπιστρέλι (το): Το κάτω κεραμίδι της σκεπής (Ital. Pipisterello=Νυκτερίδα).
Πίρολα (η): Χάπι , δηλητήριο (Ital. Pillola).
Πιροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο για να βάζουν την κατσαρόλα στη φωτιά
Πισότομο (το): Σημάδι στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
Πιστρόφια (τα) Τυπική επιστροφή της νύφης στο πατρικό της 8 μέρες μετά το γάμο.
Πιστρώνω : Φροντίζω τα σκεπάσματα κάποιου που κοιμάται.
Πιταριόλι (το): Ροκάνι.
Πιτέρι (το): Γλάστρα (Ven. Pitèr).
Πιτήκι (το): Πικρό (Πίτυς = ένα είδος δένδρου).
Πίτικας (ο) Αρρώστια της κότας από έλλειψη νερού.
Πιτικέφαλα : Κατακέφαλα.
Πιτίκι (το) Πικρό.
Πιτιτέλι (το): Μεζεδάκι .(βλ. Πιτίτο).
Πιτιτέλια (τα): Μεζεδάκια.
Πιτίτο (το): Ορεκτικό (Ital. Appetito).
Πιτιτόζος (ο): Καλοφαγάς (Ital. Appetitoso=ορεκτικός).
Πιτορένιο (το): Ζωγραφιστό(Ital. Pittore =Ζωγράφος).
Πιτόρος (ο): Μπογιατζής (Ital. Pittore ,Ven. Pitòr=Ζωγράφος).
Πιτσάκλι (το): Ξερό κλαδί δένδρου.
Πιτσικαμόρτης (ο): Νεκροθάφτης (Ital. Beccamorti).
Πιτσικάντο (το): Τρόπος παιξίματος βιολιού – με την άκρη του δάκτυλου (Ital. Piccicato = τσιμπιτό).
Πιτσικάρια (τα): Ακρίδες (Λευκίμμη).
Πιτσούνι (το): Περιστεράκι (Ital. Piccione).
Πιτσουρί (το): Μικρός πίδακας νερού.
Πιχέρια (η): Πληρωμή αμέσως , στο χέρι (επίχειρα).
Πλάντρα (η): Ξύλινος μοχλός ελαιοτριβείου.
Πλαντρώνα (η): Χειροδύναμη γυναίκα.
Πλαστάρι (το): Καλαμπόκι με σταφίδα.
Πλαταριά (η): Τα πλευρά του ανθρώπου.
Πλεμόνα (η): Πνευμόνι μοσχαριού.
Πλέριο (το): Γεμάτο – Πλήρες.
Πλήμα (το): Πλύσιμο.
Πλησιαστής (ο): Ο κατέχων όμορη ακίνητη ιδιοκτησία .
Πλοχτάω : Πιέζω.
Πνικάδο (το) Κόσκινο.
Πόβερος (ο): Φτωχός (Ital. Povero).
Πογκιάδο(το): Αφηρημένο;;;
Ποδαρίζω : Βηματίζω.
Ποδένομαι : Φοράω τα παπούτσια μου .
Ποδολόγος (ο): Ένα πανί που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι για να κουβαλήσουν διάφορα αντικείμενα.
Πόζα(κρατάει) : Μου κρατάει μούτρα .(Ital. Posa = Θέσι – Στάση – Τοποθέτηση .
Ποθώκω η Πιθώκω (να) : Να ακουμπίσω , να αφήσω τα πράγματα που κρατάω.
Πόλκα (η): Γυναικείο πανωφόρι (Ital. Polca=Είδος χορού;;.
Πόλπα (η): Εκλεκτό μοσχαρίσιο κρέας (Ital. Polpa=Ψαχνό).
Πολπέτα (η): Κεφτές (Ital. Polpetta).
Πολσέτο (το): Το ρεβέρ των μανικιών του πουκάμισου.
Πόλσο η Μπόλσος (το): Ο Σφυγμός της καρδιάς. (Ital. Polso).
Πολτραίτο (το): Προσωπογραφία.
Πομιντόρο η Κομιντόρο(το): Ντομάτα (Ital. Pomidoro).
Πομόνεψε : Κάνε υπομονή.
Πόμπα (η): 1.Επίδειξη 2. Αντλία (Ital. Pompa).
Πομπάρησε : Τρομπάρησε. (μτφ. Επομπάρησε ο πύργος) Φούσκωσε από την υγρασία ο τοίχος.
Πομπάρω : Τρομπάρω. Πομπές
(οι): Σκάνδαλα.
Πομπές (οι): Σκάνδαλα .
Πονήδι (το): Πληγή.
Πόντα (η): 1. Αιχμή 2. Κρυολόγημα 3. Εχθρότητα (στην πόντα του σπαθιού) (Ital. Punta =Αιχμή).
Πόντα (η): Αιχμή , μύτη εργαλείου (Ven. Ponta).
Πόντα μαλίνια (η): Κακοήθης πνευμονία (Ital. Punta Malignio).
Πόντα ντι λέτο : Ερωτική στάση στη γωνία του κρεβατιού. ( Ιταλ. Letto = Κρεβάτι εκστρατείας-πτυσσόμενο).
Πόντα ντί πέτο (η): Πνευμονία η πλευρίτιδα (Ital. Punta di petto).
Ποντάλι (το): Το κάτω μέρος του καραβιού.(Αρχ. Πόντος).
Ποντελάρω : Τοποθετώ υποστήριγμα (Ven. Puntelàr).
Ποντέλο (το): Υποστήριγμα (Ven. Pontèlo).
Πόντες (ο): Γέφυρα , εξέδρα στη θάλασσα (Ital. Ponte).
Ποντεσπίτσιο (το): Αέτωμα (Ital. Frontespizio).
Πόντζα (η): Καταφεύγω σε ήσυχο μέρος (Ital. Poggia)- Το αντίθετο του Όρτσα (Orza) , που σημαίνει ξανοίγομαι «Πότε Όρτσα πότε Πόντζα» Ναυτική Παροιμία.
Ποντίγιο η Ποντήλιο (το): Πείσμα (Ital. Puntiglio).
Ποντίδος (ο): Αιχμηρός (βλ. Πόντα).
Ποντικομούρης (ο): Το ψάρι Ούγιενα (Ράτσα Σαργού).
Ποντίλιο (το): Ιδιοτροπία.
Ποντιλιόζα (η): Πεισματάρα .(Ιταλ. Puntigliozza).
Ποντιλιόζος (ο): Πεισματάρης (Ital. Puntiglioso).
Ποντίνα (η): Καρφί (Ital. Puntina).
Ποντούρα (η): Υπαινιγμός (Ital. Puntura =Πείραγμα).
Ποντουράρω : Υπαινίσσομαι (Ital. Punturare = Πειράζω, ενοχλώ).
Ποπολάρος (ο): Άνθρωπος του λαού (Ital. Popolare).
Πόπολο (το): Λαός (Ital. Popolo Lat.Populus.)
Πόρβερι (η): Πούδρα (Ital. Polvere cosmetica).
Πορδοχόρτι (το): Είδος χόρτου.
Πορεύομαι : Τα καταφέρνω οικονομικά.
Ποριά (η): Πέρασμα μέσα από λιθιά (Πόρος;;; )
Πόριασε : Ξεπόρτισε .
Πορικό (το): Παράλαμα.
Ποροπιάνω : Επισκευάζω όπως- όπως.
Πόρπα (η): Ψαχνό κρέας.
Πορτάδα (η): Μερίδα φαγητού.
Πορτάδα (η): Χωρητικότητα πλοίου.
Πορταδέλα (η): Πατούρα πόρτας που καλύπτει τον αρμό της κασαδούρας.
Πορταδούρα (η): Μεταφορά (Ital. Portatura).
Πορταμονέ (το): Πορτοφόλι (Ital. Portamonete).
Πορτάρω : Φέρω (Ital. Pottare).
Πόρτεγο η Πόρτιγο (το): Κεντρική είσοδος πολυκατοικίας (Ven. Pòrtego , Ital. Portico).
Πορτέλο (το): Πόρτα κήπου.
Πορτέλο (το): Θυρίδα (Ital. Sportello).
Πόρτηγο (το): Στοά.
Πόρτιγο (το) Σκεπαστή είσοδος σπιτιού (Ital. Portigo).
Πορτιέρα (η): Πόρτα .
Πορτιζιόν (η): Μερίδα φαγητού. (Ital. Porzione).
Πόρτο (το): Λιμάνι (Ital. Porto).
Πορτολιές (οι): Οι ελιές κοντά στα σπίτια.
Πορτολόικος (ο): Ασυμάζευτος άνθρωπος.
Πορτόνι (το): Αυλόπορτα (Ital. Portone).
Ποσεδέρω : Διακατέχω (Ital. Possedere).
Ποσεδόρος (ο): Ο Κάτοχος (Ital. Possessore).
Ποσέσιο (το): Κατοχή , περιουσία (Ital. Posseso).
Ποσιδέρω : Κατέχω (Ital. Possedere).
Πόστα (με έβαλε ): Με έβρισε – Τοποθετήθηκε απέναντι μου.(Ital. Posto).
Ποστάρω : Ταχυδρομώ, αποστέλλω (Ital. Postale).
Ποστιάζω : Τοποθετώ.
Ποστίτσιο (το): Προσωρινό (Ital. Posticcio=τεχνητό , ψεύτικο).
Πόστο (το): Θέση (Ital. Posto).
Ποταμοφοριά (η): Μεγάλη κατεβασιά νερού στο ποτάμι.
Ποτίλιες (του πάει) : Φοβάται;
Ποτισιώνας (ο) : Ποτιστήρι.
Πουκαμίσα (η): Το άσπρο πουκάμισο της γυναικείας παραδοσιακής στολής.
Πουλάκα (η): Πλοίο Βενέτικης κατασκεύης.
Πουλακίδα (η ): Μικρή κότα.
Πούλβερη (η): 1. Πούδρα 2. Μπαρούτι (Ital. Polvere).
Πουλέντα (η): Πρόχειρο φαγητό από αλεύρι βρασμένο (Ital. Polenta).
Πουλίπερι (το): Πυρίτιδα (Ital. Polvere).
Πούμπλικο ινκάτο (το): Πλειστηριασμός (Ital. Pubblico incanto).
Πούντα (η): Άκρη – Αιχμή .(Ital. Punta).
Πούντα Μαλίνια (η): Πνευμονία (Ital. Punta Malignia=Κακοήθης πνευμονία )
Πουντιά (η): Βελονιά , πόντος (Ital. Punto).
Πούπετα : Πουθενά.
Πουπού (η): Φόρεμα.
Πουργάρω : Κένωση με καθαρτικό (Ital. Purgare).
Πουργός (ο): Βοηθός εργάτη (υπόεργος).
Πουτσαρόνα (η): Πολλή βρωμιά (Ital. Puzzare = Βρωμάω).
Πραματσούλης (ο): Πραματευτής πλανόδιος.
Πράντο (το): Κρεββάτι (Ital. Branda).
Πρασουλίδα (η): Αγριολάχανο.
Πράτιγο (το): Ευχή για καλή ανάρρωση «Καλό πράτιγο» (Ital. Pratico= Κάνω υγιεινή ζωή .
Πράτιγο (το): Ανάρρωση (Ital. Praticare =Μετέρχομαι????).
Πρατώ : Περπατώ.
Πρεβαντόριο(το):Ορφανοτροφείο(Ital.Preveggente=προνοητικός-πρόνοια ).
Πρεβεδούρος (ο): Προνοητής – Προβλεπτής. (Ital. Prevendere).
Πρεβεράνζο (το) Κέρασμα ????
Πρέβια (η): Προηγούμενη (Ital. Previo).
Πρεζεντάρω : Παρουσιάζω (Ital. Presenza).
Πρεμέρει : Επείγει (Ital. Premere).
Πρεμούρο (το): Ηρεμιστικό (Ital. Premura=Ένταση – Βιασύνη).
Πρέντζιπες (ο): Πρίγκιπας (Ital. Principe).
Πρέντσα (η): Δόλωμα για κέφαλους από τυρί φέτα και ψωμί ζυμωμένο.
Πρεσαπόκο (το): Περίπου (Ital. Presso=Κοντά).
Πρέσιδες (ο): Προιστάμενος (Ital. Presedere).
Πρεστιδόρ (ο): Προιστάμενος.
Πρέστο : Γρήγορα (Ital. Presto).
Πρετεντέρω : Διεκδικώ (Ital. Pretentere).
Πρετέντσιο (το): Αξίωση – Διεκδίκηση (Ital. Pretenzione).
Πρετσέσο (το): Δίκη (Ital. Processo).
Πρέτσιο (το): Τίμημα (Ital. Prezzo).
Πρετσιόζος (ο): Επιθυμητός-Ποθητός - Ακριβός (Ιταλ. Prezioso).
Πρετσιόζος(ο):Πολύτιμος(Ital.Prezioso=Ακριβοθώρητος).
Πρετσιπιτάδα (η): Τσαχπίνα- πεταχτούλα.
Πριβάτος (ο): Ιδιωτικός (Ital. Private Vita).
Πριζονιέρος (ο): Αιχμάλωτος – Φυλακισμένος (Ital. Prigioniero).
Πρικαλίδα (η): Αγριολάχανο.
Πριμαρόλι (το): Το πρωτοεμφανιζόμενο στην αγορά (Primo)
Πρινάρι η Περνάρι (το): Δρυς ο αειθαλής.
Πρινοκόκι (το): Κατακόκκινο .
Πρίνος (ο) Βαλανιδιά.
Πριντσιβιάς : Πριν από την καθορισμένη ώρα (Πριν την βιασύνη).
Πριόβολος (ο): Ένα είδος αναπτήρα με τσακμακόπετρα και μακρύ κορδόνι για φυτίλι.
Πριόλης η Πριόρης (ο): Προϊστάμενος (Ital. Priore = Ηγούμενος , Άρχων , προύχοντας στις ιταλικές πόλεις του Μεσαίωνα.
Πρίσκουλα (η): Παιχνίδι τράπουλας.
Πριτσιλιά (η): Μικρό κατάβρεγμα .
Πριτσινέλα (η): Γελοία (Ital. Piccinela = Ταπεινωμένη ).
Πριχού : Πρωτού.
Πρόβα (η): Απόδειξη , δοκιμασία , εξέταση. (Ital. Prova).
Προβατώ : Περπατώ . (Ίσως Αρχαιοελληνική ρίζα – Βατό ).
Προβελεγιάδος (ο): Προνομιούχος (Ital. Privelegiato).
Προβοδάω : Συνοδεύω μέχρι την έξοδο.
Προημέλα : Το παιδί πριν από το γάμο.
Προικιά (τα): Τα ρούχα της νύφης.
Πρόκα (η): Κανάτα και λεκάνη που χρησιμοποιούνταν ως νιπτήρας.
Προκουρατόρος (ο): Επίτροπος , πληρεξούσιος (Ital. Procuratore).
Προμέσο (το): Υπόσχεση (Ital. Promesso).
Πρόντος (ο): Έτοιμος (Ital. Pronto).
Προπονέρω : Υποβάλω – Προτείνω (Ital. Proporre).
Προσαπόκου : Περίπου – Πάνω Κάτω.
Πρόσκερα : Άκρη- Άκρη (Ίσως από το Κέρας ).
Προσποδιού : Γονυπετής.
Προστζεδέρω : Κινώ δικαστική διαδικασία (Ital. Procedere).
Προστίχι (το): Επιταγή , συμφωνητικό οφειλής.
Προστύχια (τα): Δάνεια με αντίκρυσμα την παραγωγή.
Προσώπατα (τα): Πρόσωπα.
Προτεντέρω : Αξιώνω – Προτείνω (Ital. Protendere).
Προτέσιο γκενεράλ : Γενική διαμαρτυρία.( Ital. Protesta Generale).
Προτεστάρω η Προτετέρω : Διαμαρτύρομαι (Ital. Protestare).
Προτέτσιον (η): Προστασία (Ital. Protezione).
Προτσιασμένος(ο): Συφυλητικός.
Προφεσόρος (ο): Καθηγητής (Ital. Professore).
Πρυόβολος (ο): Παλιό είδος αναπτήρα με φυτίλι και τσακμακόπετρα.
Πρωτολάτης (ο): Βλαστάρι αμπελιού.
Πρωτόλειβο (το): Πρωτόγεννο).
Πυκνάδα (η): Κόσκινο.
Πυλιγάδρα (η): Μεγάλο δοχείο μόνιμα στερεωμένο για την αποθήκευση της ελιάς.
Πυλίδα (η): Διάσελο βουνού – πέρασμα ανάμεσα σε βουνά .
Πύργος (ο): Τοίχος.
Πυρί (το): Η τάπα του βαρελιού.
Πύρος. (ο) : Ξύλινη τάπα.
Πυροστιά (η): Σιδερένιο τρίποδο κατσαρόλας.
Πύρπυρο (το): Γεμάτο ψείρες .
Πυρώνομαι : Ζεσταίνομαι στη φωτιά.
Ρ
Ράγγιο (το): Ακτίνα τροχού (Ital. Raggio).
Ράζα (η): Είδος σαλαχιού με στίγματα στην πλάτη.
Ράζο
Ράκης (ο): Θεόδωρος Χαϊδευτικό.
Ρακιονάρω : Σκέφτομαι , συλλογίζομαι (Ital. Ragionare=Διαλογίζομαι).
Ρακογιάλι (το): Ποτηράκι για το ρακί.
Ράμα (ένα) : Κλωστή το χρησιμοποιούσαν και για να δείξουν την ομοιότητα π.χ “ένα ράμα ο πατέρας του”.
Ραματσούλι (το): Κομματάκι κλωστής.
Ραμολίδος (ο): Ξεκούτης (Ital. Ramollito).
Ραμολιμέντο (το): Μαλάκυνση εγκεφάλου (Ital. Ramolimento).
Ραμπαούλι (το): Σχοινί με άγκιστρο για να βγάζουν αντικείμενα από το πηγάδι. (Ital. Rampa =Ανωφέρεια).
Ρανιατέλα (η): Αράχνη (Ital. Raghatela).
Ρανίδα (η): Σταγόνα (Αρχ. Ρανίς).
Ραντό (το): Αραιό (Ital. Rado).
Ραξίνι (το): Σκούφος καλόγερου.
Ραπόρτο (το): Αναφορά (Ital. Rapporto).
Ράσο (το): Γεμάτο .(Ιταλ. Rasso).
Ράτα (η): Δόση (Ital. Rata).
Ρατσόλια (τα): Ακτίνες τροχού (Ital. Raggio).
Ρεβερέντζες (οι): Χαιρετούρες (Ital. Riverenza = Υπόκλιση- Σεβασμός).
Ρεβερίρω : Χαιρετώ (Ital. Reverire).
Ρεβεσάριος (ο): Αναθεωρητής , κριτής (βλ. ρεβίζιον).
Ρεβίζιον (η): Αναθεώρηση (Ital. Revisione).
Ρεβιζόρος (ο): Αναθεωρητής.
Ρέβνος (ο): Θάμνος .
Ρεγάλο (το) Φιλοδώρημα (Ital. Regalo).
Ρεγγεμέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Reggimento).
Ρεγγιστράδος (ο): Καταχωρημένος (Ital. Registrado).
Ρεγγιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare).
Ρεγγλιές (οι): Σουρώματα.
Ρεγίστρο (το): Ευρετήριο , Ονομαστικός κατάλογος (Ital. Registro).
Ρεγκιστράρω : Καταχωρώ (Ital. Registrare).
Ρειπίζω : Γκρεμίζω (ερειπώνω).
Ρεκαμάδα (η): Κέντημα (Ital. Ricamato).
Ρεκαμάδος (ο): Κεντητός (Ital. Ricamato).
Ρεκάμο (το): Κέντημα (Ital. Ricamo).
Ρεκούπερα (τα): Βοηθητικοί χώροι σπιτιού.
Ρεκουσινιάρω : Συμβιβάζομαι (Ital.Riconcillare).
Ρελαντζιόν (η): Αναφορά , Έκθεση (Ital. Relazione).
Ρεμέγκου (του): Έρημο.
Ρεμέγκου : Φτερουγίζοντας (Ital.Remeggio=φτερούγισμα , κωπιλάτισμα).
Ρεμενάτο (το): Τόξο ανοίγματος σε οικοδομή (Ven.Remenàto).
Ρεμεντζάδος (ο): Με κουπιά (βλ. Ρεμέντζο).
Ρεμέντζο (το): Κουπιά (Ital. Remeggio).
Ρεμεντιάρω : Φροντίζω (Ital. Rimediare=Ασκώ φαρμακοθεραπεία).
Ρεμέντιο (το): Θεραπεία, φροντίδα (Ital. Rimedio=φαρμακοθεραπεία).
Rimedio).
Ρεμεντίω : Τακτοποιώ (Ital. Rimediare).
Ρεμεσιέρης (ο): Επιπλοποιός (Ven. Pemessèr).
Ρεμέσο (το): Καπλαμάς , λεπτό φύλο για επένδυση ξύλου (Ven. Remeso).
Ρεμετέρω : Αποδίδω (Ital. Rimettere).
Ρεμοβέρομαι : Παραιτούμαι.(βλ. Ρεμοβερω).
Ρεμοβέρω : Μετακινούμαι , αλλάζω θέση, φεύγω (Ital. Rimuovere).
Ρεμολιμέντο (το): Υπέργηρος, καταβεβλημένος (Ital. Rammollimento=Γεροντική
Ρεμονταδούρα (η): Επιδιόρθωση , Μπάλωμα.
Ρεμονταδούρες (οι): Δερμάτινη λουρίδα από την μέσα μεριά της σόλας χειροποίητου παπουτσιού.
Ρεμόσια (η): Συναλλαγματική (Ital. Rinunzia).
Ρεμοτσιόν (η): Παραιτούμαι των δικαιωμάτων μου . (Ital. Remissione = Συμβιβαστικότητα, Συγχώρεση , απαλλαγή από χρέος ).
Ρεμπάλτα (η): Φύλο πόρτας , ράμπα σκηνής , άνοιγμα ανδρικού παντελονιού (Ital. Ribalta).
Ρεμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ital. Ribaltare).
Ρεμπελεύω : Εναντιώνομαι , εξεγείρομαι (Ital. Ribellare).
Ρεμπελιό (το): Εξέγερση (Ital. Ribellione).
Ρεμπόμπο (το): Αναστάτωση , Μπουμπουνητό , δυνατός κρότος (Ital. Rimbombio).
Ρεμπότο (το): Ενισχυμένη φτέρνα παπουτσιού.
Ρεμπουκάρω : Σοβαντίζω (Ital. Bocca = άνοιγμα , στόμα).
Ρεμπουκάρω : Σοβατίζω ,επιχρίω (Ven. Rebocàr).
Ρενοντζιάρω : Παραιτούμαι , μεταβιβάζω (Ital. Rinnovare).
Ρέντε (το): Σακίδιο , σάκα από δίχτυ (Ital. Rete =Δίχτυ).
Ρέντεκλο (το): Ακανόνιστο;;;
Ρεντικολέτσα (τα): Ρεζιλίκια (Ital. Ridicolezza).
Ρεντίκολο (το): Γελοίος (Ital. Ridicolo).
Ρεντικότα (η): Επίσημο σακάκι των πλουσίων.
Ρεοσύρει (να): Νάχει καλό τέλος.
Ρέουλα (η): Ρέγουλα - Ρύθμιση (Ital. Regola)
Ρεουσίρω : Κατορθώνω (Ital. Riuscire).
Ρεπάρο (το): Καταφύγιο (Ital. Riparo).
Ρεπομπάρω : Αντλώ (Ital. Pompare).
Ρεποσάρω : Ξεκουράζομαι. (Ιταλ. Riposo ).
Ρεπόσο (το): Με χαμηλό ρυθμό (Ital. Riposo = ανάπαυση, συνταξιοδότηση).
Ρεσπετάδος (ο): Σεβαστός (Ital. Rispetto = Σεβασμός ).
Ρεστάρω : Μένω – εξαντλούνται τα αποθέματά μου (Ital. Restare).
Ρεστελάδος (ο): Ξαπλωμένος – αραχτός – Κορδωμένος;
Ρεστέλο (το): Φράχτης , κάγκελο, φραγμένος χώρος.
Ρεστεύω : Καθυστερώ .
Ρέστιμα – Ρέστιμο (το): Επανεκτίμηση – Επανόρθωση (Ital. Restituzione).
Ρεστιμάρω : Επανεκτιμώ – Επανορθώνω ( βλ. Ρέστιμα ).
Ρέστο (το): Υπόλοιπο (Ital. Resto).
Ρετιφικάρω : Επικυρώνω (Ital. Ratificare).
Ρετούρα (η): Μπόρα.
Ρετουσάρω : Κάνω τις τελευταίες λεπτομέρειες σε μια εργασία .(Ital. Ritoccare).
Ρετσέτα (η): Σημείωμα, συνταγή, σκονάκι μαθητή (Ital. Ricetta).
Ρεφάρω : Επιστρέφω , αναδίδω .
Ρεφουδάρω : Παραιτούμαι , Εγκαταλείπω (Ital. Rifiutare).
Ρήγη (η): Κλαδί φυτού για φύτεμα.
Ρήτα : Αμέσως (Πιθανόν από το ιταλικό Dretta –Ευθεία – Κατευθείαν .
Ριάλι (το): Παλαιό νόμισμα ( Reale = Βασιλικό ).
Ρίβα (η): Αυλάκι για φύτεμα. Άκρη – Ακτή – Όχθη (Ital. Riva).
Ριγαλίδα (η): Τυφλοπόντικας.
Ριγανέλο (το): Τουρνέτο;;;;
Ριγάνι (το): Ξαφνικός αέρας – Ανεμοστρόβιλος.
Ριγέτα (η): Σιδερένια λάμα.(Ital. Riga = Γραμμή).
Ριγίζω : Η τοποθέτηση του κλαδιού ενός δένδρου μέσα στο χώμα , χωρίς να κοπεί από το δένδρο , προκειμένου να βγάλει ρίζα και να γίνει άλλο δένδρο.
Ριγουάρδο (το): Συλλογισμός – περίσκεψη (Ital. Rigogitare = ξανασκέπτομαι)
Ριζαμοκόνερα (τα): Ριζοβούνι .
Ρικεμέντο (το): Ανάποδα (Ricomento ;;;.
Ρικόρδο (το): Ενθύμιο (Ital. Ricordo).
Ρικόρσο (το): Προσφυγή (Ital. Ricorso).
Ρίμα (η): Καταρράκτης , ασθένεια ματιών.
Ρίμνα (η): Ομοιοκαταληξία (Ital. Rima).
Ρίνκα : Ξανά , αλλεπάλληλα (Ital. Rinca).
Ριντό (το): Νυχτικό .
Ριό (το): Κρύο .
Ριουντίρω : Αποκρούω. (Ital. Rifiutare).
Ριπίζω : Πετάω κάτι , εκτοξεύω (αρχ. Ελλην.).
Ρισερτσιμέντο (το): Επανόρθωση – αποκατάσταση (Ital. Ricarcimento).
Ρισκατσόν (η): Εξαγορά (Ital. Riscatto).
Ρίσκια (τα): Διακινδυνεύσεις. (Ital. Rischio)
Ρίτσικο (το): Το σγουρό.(Ital. Ricciolare).
Ρίτσικο (το): σγουρό (βλ. Ρίτσο).
Ρίτσο (το): Ο καράβολας. (Ital. Riccio = Ζγουρό )
Ριφερτά (η): Απόδειξη – Λαχνός για κλήρωση με αντικείμενα (Ital. Riffa).
Ροβίνα (η): Ερείπιο (Ital. Rovina).
Ροβινάτσα (τα): Μπάζα (Ven. Rovinazzi).
Ρογγέλα (η): Κουβαρίστρα (Ital. Roccheta).
Ρόγκια (η): Βραχώδης λόφος.
Ροδαμός (ο): Βλαστός.
Ροζάδο (το): Ροζέ – Κοκκινωπό (Ital. Rossa = Τριανταφυλλί χρώμμα).
Ροϊ (το): Επιτραπέζιο δοχείο λαδιού.
Ρόκα (η): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Ροκέτο (το): Μακριά φούστα της γυναικείας παραδοσιακής στολής. (Ital. Roccheto : Αναφέρεται ως είδος άμφιου).
Ροκέτο (το): Γυναικείο φουστάνι της παραδοσιακής στολής με πυκνές σούρες (Ital. Roccheto =οδοντωτό).
Ρολάδες (οι): Τρεξίματα.
Ρολίνα (η ): Το καζίνο της Κέρκυρας ,εκεί που είναι τώρα το αρχαιολογικό μουσείο (Ital. Rollina=Ρουλέτα).
Ρολογιέμαι : Αφουγκράζομαι .(ακούω το ρολόι).
Ρομαντσίνα (η): Κατσάδα ,επίπληξη (Ital. Ramanzina).
Ρόμπα : Ανακατεμένα πετρόψαρα.
Ρόμπα φατούρα (η): Κόστος υλικών και κατασκευής (Roba-fattura=Αντικείμενο- Κατασκευή).
Ρομπαβέκια (τα): Αντίκες (Ital. Roba-Vecchio=Πράγμα-Γέρικο).
Ρομπαβίλα (τα): Άχρηστα πράγματα (Ital. Roba-Vile=Πράγματα-Μηδαμινά).
Ρόνι (το): Τρέξιμο (αγγλ. Runs – κρίκετ).
Ρονιά (η): Η απόσταση του κεραμιδιού από τον τοίχο.
Ρονιά (η): Η αυλακιά των κεραμιδιών.
Ρόντα (η): Γυρίζω παντού (Ital. Ronda =Τριγυρίζω )
Ρόποση (δεν έμεινε) : Δεν έμεινε τίποτα .
Ροτόντα (η): Μικρός στρογγυλός ανοιχτός χώρος η στρογγυλό κτίσμα . (Ital. Rotonta).
Ρότσουλα (η): Ροδέλα. (ital. Ryzzola).
Ρούβελας (ο): Κοκκινολαίμης (Ital. Rovello =Εξαψη, οργή, παραφορά).
Ρούβελας (ο): Μικρό πουλάκι (ο γνωστός κοκκινολαίμης) Εχει ένα κόκκινο σημάδι στο λαιμό
Ρουβελοπαγίδα (η): Μια παγίδα για ρουβέλια αποτελούμενη από μια πέτρινη πλάκα στερεωμένη με ένα ξυλαράκι δεμένο με μια κλωστή.
Ρουβελόπιτα (η): Πίτα από κοκκινολαίμηδες (βλ. ρούβελας).
Ρουβινάτσα (τα): Μπάζα (Ital. Rovinaccio).
Ρούγα (η): Γειτονιά.
Ρουγκέτα (η): Δρομάκι , καντούνι (Ital. Rughetta).
Ρούγκλο (το): Γεμάτο ως επάνω.
Ρούγλα (η): Μύξα.
Ρουκλί (το): Μικρό κεφαλόπουλο (ψάρι).
Ρουμανέτες (οι): Πούλιες πανω σε «παγουνάτσα».;;
Ρουμπαραρούμ : Κάηκαν όλα , Ανατινάχτηκαν.
Ρούμπος (ο): Μεγάλη μπουκιά.
Ρούμπωμα (το): Μπούκωμα.
Ρούμπωσα η Ερούμπωσα : Γέμισα πολύ το στόμα μου από λαιμαργία.
Ρούπο (το): Το νερό που κατακάθεται από τις ελιές.
Ρούσα (η): Κόκκινη (Ιταλ. Rossa ).
Ρουσάλι (το): Πανηγύρι
Ρουσιά (η): Η ερυθρά παιδική ασθένεια (Ital. Rosolia).
Ρουσπίγα η Ρουσπίδα (η): Παλιό Χρυσό Δουκάτο της φλωρεντίας (Ital. Ruspo).
Ρούτα (είναι ) : Νερουλό – Μαλακό (Ital. Ruta).
Ρουτί (το): Γυναικείο εσώρουχο.
Ρούτσια (κάνει): Πεισμώνει ,κάνει μούτρα (Ital. Ruzzo).
Ρούτσο (το): Θύμος , ισχυρογνωμοσύνη (Ital. Ruzzo=Πείσμα, καπρίτσιο).
Ρούτσο (το): Πείσμα , δυστροπία (Ital. Ruzzo).
Ρούτσουλα (η): Ροδέλα .
Ρουτσώνω : Πεισμώνω (Ital. Ruzzo = Πείσμα ,Καπρίτσιο ,Ιδιοτροπία).
Ρούφουλας (ο): Ανεμοστρόβιλος.
Ρουχάζω : Ροχαλίζω.
Ροφαίτης (ο): Αέτωμα δίκλινης στέγης(Ig. Roof=στέγη).
Ρπίζω : Σκορπίζω . (Ριπή;;