Η-Θ-Ι
Η
Ήβρεγμα (το): Θα το έχω έτοιμο (Θα τόχω ήβρεγμα ) (Παξοί).
Ήλιακας (ο): Κόκκινο χταπόδι που γίνεται λιαστό.
Ηλιοκαμπίδα (η): Φωτεινός χώρος.
Ηλιόκριση (η): Πανσέληνος η το γέμισμα του φεγγαριού.
Ήμα : Ήμουν. (παξοί).
Ημέρωμα (το): Ξεχερσωμένο χωράφι.
Θ
Θανασούλη : Παλιός χωριάτικος χορός.
Θανατήτας (ο): Πολύ μεγάλη παγωνιά.
Θανατίτας (ο): Θανατικό .
Θαραπάηκα : Ευχαριστήθηκα.
Θεατρίζομαι : Ρεζιλεύομαι.
Θέατρο (Έγινα): Ρεζιλεύτηκα.
Θελέσπια (η): Μεγάλη (Παξοί).
Θέλημα (το): Εξυπηρέτηση.
Θέρμη (η): Πυρετός.
Θερμός (ο): Βραστό νερό.
Θερμούτσα (η): Αναμμένα κάρβουνα .
Θηκάρι (το): Γιλέκο Ανδρικό της παραδοσιακής κερκυραικής στολής.
Θηλίκια (τα): Κορδόνια (Παξοί).
Θηλύκι (το): Κουμπότρυπα (Θύλη).
Θηλυκώνω : Κουμπώνω.
Θίναλο (το): Αμμουδερό παραθαλάσσιο μέρος (Αρχ. Θίς).
Θλιβερός (ο): Δύστυχος .(Παξοί).
Θράσιο (το): Άπαχο ζώο.
Θράσιο(το): Ολοκληρωτικό – Τελειωτικό.
Θράσιος (ο): Εντελώς χαζός.
Θράσιος (ο): Τελείως άχρηστος.
Θράσιος (ο): Νηστικός;;;;;;;;;;;;;;;;
Θράσιος (ο): Άνοστος , Σαθρός , Σάπιος.
Θρονιάζομαι : Σρογγυλοκάθομαι .Κάθομαι αναπαυτικά
Θρονιάσου : Κάθισε (Προστ. και με εκνευρισμό).
Ι
Ίγγερα : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιγγλεζίνες (οι): Καμώματα . (Παξοί).
Ίγκια – Ίγκια : Άκρη – Άκρη (Παξοί).
Ιμαντινιέρω : Διατηρώ (Ital. Mantenere).
Ιμιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Ιμπάντο (το): Εγκατάλειψη (Ital.Abbandonare).
Ιμπάρκο (το): Επιβίβαση (Ital. Inbarco).
Ιμπατσάρω : Ρισκάρω (Ital. Impazzare = Τρελαίνομαι).
Ιμπενιάρω : Δεσμέυομαι , Εγγυώμαι.(Ital. Impeghare).
Ιμπένιο (το): Εγγύηση (Ital. Impegho).
Ιμπετσίλες (ο): Ανόητος (βλ. Ιμπετσιλιτά).
Ιμπετσιλιτά (η): Τρέλα, Μωρία , Ανοησία. (Ital. Impeccabillita).
Ιμπιάντο (το) Εξοπλισμός (Ital. Impianto = Εγκατάσταση πχ. Ηλεκτρική).
Ιμπιτζάρομαι : Αναμειγνύομαι. (Ital. Impiccione).
Ιμποστόρος (ο): Απατεώνας.(Ital.Impostore).
Ιμποστούρα (η): Κατηγορία – Συκοφαντία. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτάρω : Κατηγορώ – Σπιλώνω. (βλ. Ιμπουτατζιόν).
Ιμπουτατζιόν (η): Κατηγορία (Ital. Imputazione).
Ιμπρέζα (η): Διαφορά ;;;;
Ιμπρέζα (το πήρα ): Αναλαμβάνω κάτι (Ital. Ripresa).
Ιμφάτο (το): Καμώματα- Παθήματα. (Ital. In-fatto).
Ιναμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ital. Innamorato).
Ιναπιλάμπελε (ο): Ανέκκλητος.(Inappellabile).
Ινβεντάριο (το): Κτηματολόγιο (Ital. Inventario).
Ινβεντάριο (το): Απογραφή (Ital. Inventario).
Ινβεστίρω : Επενδύω. (Ιtal. Investire).
Ινβόζε : Επικαλούμαι (Ital. Invocare).
Ινγραβιάδος (ο): Βεβαρημένος (Ital. Gravato).
Ινκαντάρω : Εκθέτω σε δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκάντο (το): Δημοπρασία (Ital. Incanto).
Ινκασάδο (το): Σκάλισμα κορνίζας ξύλου η τοίχου (Ital. Incassato).
Ινκόμοδα (τα): Ενοχλήσεις (Ital. Incomodo).
Ινκόντρο (το): Συνάντηση Εμπορική (Ital. Incontro).
Ινκουϊζίτος (ο): Κατηγορούμενος (Ital. Accusato).
Ινκουμέσιον (η): Πληρεξουσιότητα;;;;
Ινμπάντο (το): Εγκαταλελειμμένο (Ital. Inbanto).
Ινμπότα Στο λεπτό ;;;;
Ινορδίνος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Ordino-are).
Ινπένιο (το): Υποχρέωση.(Ital. Impegno).
Ινπούμπλικο(το): Φανερά ,δημόσια (Ital. Inpubblico).
Ινπούντο : Ακριβώς( «ήρθες ινπούντο ).(Ιταλ. In punto ).
Ινσεράδα (η): Το αδιάβροχο πανωφόρι του ψαρά.
Ινσόμα : Επιτέλους. (Ιταλ: insomma : εν συντομία).
Ινσόμα : Συνολικά (Ital. Insumma).
Ιντεμέλα (η): Μαξιλαροθήκη.
Ιντερβενιέντε : Ιδιώτης που αναλάμβανε δικαστικές υποθέσεις με Την επίβλεψη δικηγόρου επι ενετοκρατίας.
Ιντερεσάδος (ο): Συμφεροντολόγος (Ital. Interessato).
Ιντερέσο (το) : Η νιτερέσο - Μυστικό η ενδιαφέρουσα πληροφορία.(Ιταλ. Interess-amento).
Ιντερέσο (το): Ενδιαφέρον . (Ital. Interesse).
Ιντζεκουτζιόν : Εκτέλεση (Ital. Esecuzione).
Ιντιέρος (ο): Ακέραιος (Ital. Intiero).
Ίντιμα (η): Στρωματοθήκη (Ital. Intima=Εσωτερικό , Εσώρουχο).
Ιντιμάδος (ο): Κοινοποιημένος (Ital. Intimare).
Ιντιμάρω : Κοινοποιώ.
Ιντιματζιόν (η): Κοινοποίηση.
Ιντονάδος (ο): Τονισμένος μουσικά (Ital. Intonato).
Ιντόρνου : Πέριξ – Γύρω γύρω. (Ital. Intorno).
Ιντράδα (η): Περιφραγμένη ιδιοκτησία (Ital.Intrada).
Ιντρόιτο (το): Είσοδος σκεπαστή σπιτιού.(Ital. Introito).
Ιντρομετέρω : Παρεμβάλω (Ital. Intromettere).
Ιντσεράδα (η): Αδιάβροχο ρούχο (Ital. In cerata=Κερωμένο).
Ιντσίρκα : Περίπου (Ital. Circa).
Ινφεριάδα (η): Σιδεριά παραθύρου μπαλκονιού(Ital. Inferriata).
Ινφερμάρω : Ακυρώνω ( Ital. Infirmare).
Ινφλιντζάρω : Καταχωρίζω (Ital. Inflinzare).
Ιποτεκάδο (το): Υποθηκευμένο (Ipotekato).
Ιποτεκάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotekare).
Ισεστέρω : Επιμένω (Ital. Insistente).
Ίσκνα (γίνηκε) : Διαλύθηκε;;;;;
Ίσκρα (η): Τσακμάκι με πέτρα για το άναμμα της φωτιάς (Σλαυικ Iscra=Σπίθα).
Ισοστάς : Αν ίσως (Παξοί).;;;;;;;
Ισπονέρω : Ενδιαφέρομαι- Εντυπωσιάζομαι;;;;;
Ιστάντζια (η): Προσαγωγή –Αγωγή (Ιtal. Instantanea).
Ιστρουμέντο (το): Ακυρώνω (Η προέρχεται από το Ιstrumento = Εργαλείο , πιθανόν από κάποιο εργαλείο γραφείου Ακύρωσης Η από το Ristare = Σταματώ).Ιτάρω Βοηθώ (Ital. Dare – Gritare).
Ίσωμα : Τέλος πάντων.
Συνεχίζεται...
Μπράβο άσλαν. Να είσαι πάντα καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεια σου ορέ Ασλάν!!! Τέτοια κάνεις, θυμάμαι τη σκούφια μου και αλησμονάω ότι η Λισσάβω τσ' Αγγλετέρας μεχει κάμει Καπο!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή