Ο aslan μας το έστειλε και το αναρτούμε. Bravo aslan πολύ καλή δουλειά!
Οι λέξεις που περιλαμβάνονται στο λεξικό που ακολουθεί, είναι κατά βάση λέξεις που ενσωματώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στην γλώσσα των Κερκυραίων από τον ύστερο μεσαίωνα μέχρι και την Ένωση της Κέρκυρας με την Ελλάδα.
Εκείνη την εποχή βρισκόταν υπό διαμόρφωση μια γλώσσα που τα απομεινάρια της χρησιμοποιούμε μέχρι και σήμερα. Αυτά τα απομεινάρια καθώς και οι νεολογισμοί που δημιουργήθηκαν μετά την Ένωση, δίνουν την εντύπωση ενός ιδιώματος και μιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας των Επτανησίων στα πλαίσια της νέας ελληνικής. Είναι προφανές ότι μια τέτοια διαπίστωση είναι λάθος. Αποφύγαμε να συμπεριλάβουμε (όσο ήταν δυνατόν) λέξεις που ήταν φανερό ότι ενσωματώθηκαν μετά την Ένωση και αυτό διότι αφενός συμπεριλαμβάνονται σε λεξικά της νεοελληνικής Γλώσσας και αφετέρου γιατί κάτι τέτοιο θα μας εμπόδιζε να έχουμε μια όσο γίνεται καθαρότερη εικόνα για την Γλώσσα των προγόνων μας.....
Για αυτό ακριβώς το λόγο παραθέτουμε στο λεξικό που ακολουθεί 5.000 λέξεις από τις σχεδόν 10.000 που συγκεντρώσαμε.
Εάν μέχρι σήμερα διασώζονται 5 000 λέξεις είναι φανερό ότι μαζί με όσες χάθηκαν στο διάβα των αιώνων , οι προγονοί μας, στην καθημερινή τους ζωή, θα πρέπει να μιλούσαν μια γλώσσα που αν και είχε πολλά στοιχεία της ελληνικής γλώσσας στην εξέλιξη της, εν τούτοις η επικοινωνία με τους γειτονικούς πληθυσμούς θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύσκολη.
Αν σκεφθεί κανείς ότι σήμερα σώζονται τουλάχιστον 5.000 λέξεις από την παλαιά μας γλώσσα και τουλάχιστον άλλες τόσες έχουν χαθεί, τότε θα πρέπει να μιλάμε για ένα μέγεθος λεξιλογίου ανάλογο με αυτό αρκετών ενεργών εθνικών γλωσσών.
Η γαλλική γλώσσα, για παράδειγμα έχει ένα βασικό λεξιλόγιο της τάξεως των 10.000 λέξεων.
Στην περίπτωσή μας, η παλαιά μας γλώσσα βρέθηκε σε μια διαδικασία διαμόρφωσης που για ιστορικούς λόγους δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Α
Αβαγγέλιστο (το) Το μωρό που δεν το έχουν «περάσει»από το ευαγγέλιο.
Αβάκα (η): Φιλενάδα,αγαπητικιά (Μάλλον προέρχεται από τη ιταλική λέξη Vacca πού σημαίνει αγγελάδα αλλά και πόρνη .
Αβάλη (η): Κόλπος ( Παξοί)
Αβανιά (η): Δυσφήμηση.(Παξοί).
Αβαντάρω Υποστηρίζω.(Ital. Avantare).
Αβαντζαδούρα (η): Το πλεόνασμα (Ital. Avanzo).
Αβάντι : Πάμε (Ιταλ. Avanti).
Αβαντιζαίτε (η): Μπροστά.(Παξοί).
Αβαντσέρνω : Έχω να λαμβάνω.(Ital. Avanzare).
Αβάλη (η): Κατηφοριά προς κολπίσκο της θάλασσας (Ital. Avvallatura).
Αβαρία (η): Εξυπηρέτηση – ζημιά (Παξοί).
Αβάσκαμα (το): Μάτιασμα.
Αβασταή (η): Αβάσταχτο.
Αβεντόρος (ο): Τζαμπατζής (Ital. Avventore =πελάτης).
Αβέρτα πάγκα : Συνέχεια.
Αβέρτο (το): Ανοικτό (Ital. Aperto)
Αβέρτο πετσάλι (το) Ελεύθερο – Ανοικτό.(Παξοί).
Αβιζάρω : προειδοποιώ (Ital. Avvisare).
Αβλογιά (η): Λευκάκανθος. (Παξοί).
Αβογαδόρος (ο): Κατήγορος . (Ιταλ. Avvocato Fiscale )
Αβουκάτος (ο): Δικηγόρος (Ιταλ. Αvvocato).
Αγαλάρει (δεν ): Δεν ξεφεύγει.
Αγάλια : Σιγά
Αγάλικα (τα): Αμύγδαλα με μαλακό τσόφλι.(Παξοί ).
Αγαντζάδο (το) Ύφασμα πολυτελές με χρυσά κεντήματα (Ital. Organza).
Αγαρλίζω : Ανακατεύω.
Αγγανάδος (ο): Απατημένος .
Αγγανάρω : Απατώ.
Αγαντζάρω :Γραπώνω, γαντζώνω, αρπάζω (Ital. Agganciare).
Αγγελοκρούομαι : Τρομάζω-Ταράζομαι
Αγγελόνι (το) Φυτό άγριο που φυτρώνει στους λόγγους , έχει κόκκινους μικρούς καρπούς που τρώγονται.
Αγγιό (το): Δοχείο (Αρχ. Αγγείο).
Αγγούσα (η): Βαρυστομαχιά.
Αγγουρακιά (η): Φυτό με ρίζα που μοιάζει με μικρό αγγούρι.Λέγεται επίσης και Κουλουμπρίδα το φυτό μοίαζει με το ραδίκι και γινεται σαλατα.
Αγγουρέτο (το): Πολυάγγιστρο για το ψάρεμα των αφρόψαρων.
ονομάζεται και ξυλάγγουρο, γίνεται τουρσί.
Αγερίνα (η): Πολύ ψιλή άμμος σοβατίσματος.
Αγερμός (ο): Ξεσηκωμός ( Αρχ. Εγείρω;;;;.
Αγιάθονας (ο): Φωτοστέφανο.
Αγιασμός (ο): Δυόσμος.
Άγιατρο (το): Ανίατο . (Παξοί).
Αγιοκωνσταντινάτο (το): Βυζαντινό νόμισμα μεγάλης αξίας.
Αγιοτικά (τα): Τα ανήκοντα στους ναούς.
Αγιούντα (η): Προσθήκη σε κάποια κατασκευή (Ital. Aggiunto).
Αγιούταλος (ο): Το πουλί Λούφα.
Αγιούτο : Βοήθεια . Βοηθήστε με (Ιταλ. Aiuto).
Αγκινιάζω : Εγκαινιάζω .( Ανοίγω το καινούριο κρασί).
Αγκίσερας (ο): Κισσός.
Αγκλυστήρι(το): Το εργαλείο του κλύσματος.
Αγκούσα (η): Στεναχώρια .(Λευκίμμη – Παξοί )
Αγκρέμιθας (ο): Αγριοφυστικιά.
Αγκωνή (η): Γωνία (Ital. Angolo).
Αγκιουστάρω : Δικαιώνω – Αποδίδω δικαιοσύνη (Ital. Aggiustare).
Αγκονάρι (το): Γωνία και ακρογωνιαίος λίθος. (Αγκών = γωνία και Ital (Angolare)
Αγκωνή (η): Η γωνία του ψωμιού.(Παξοί).
Αγνίλας (ο): Δάσος με λυγαριές (Άγνοι).
Άγνος (ο) Λυγαριά.
Αγούλιερας (ο): Φυτό – Ζιζάνιο.
Αγρέμυθας (ο): Άγριο δένδρο του λόγγου
Αγριάδα (η): Αγριολάχανο.
Αγρικάω : Επαγρυπνώ.
Αγριοκομιντοριά (η): Το φυτό στρύχνος (βλ. Κομιντόρο).
Αγρίωμα (το): Χέρσο ,ακαλλιέργητο χωράφι.
Αγροικά (φέρθηκε): Απρεπώς φέρθηκε (Σαν αγροίκος).
Αγυριώτικο (το): Χορός περιοχής Αγύρου .
Αγυρεψιά (η): Έμεινε ανύπανδρη από αγυρεψιά , δηλαδή δεν τη ηθελε κανείς.
Αδειά (η): Ελεύθερος χρόνος.
Αδερφομοίρι (το): Το μερίδιο του αδερφού από την περιουσία του γονέα.
Αδικευτής (o) Ο Άδικος.
Αδικιά (η) Αδικία.
Αδικογένι (το) Κακομοίρης.
Αδικοφάης (ο): Ο εκμεταλλευτής.
Αδούλης (ο): Τεμπέλης.
Αδουριά (η): Πρόσκαιρο – Αυτό που δεν αντέχει στο χρόνο (Ital. Duro).
Αδραχτηλιόνοι(οι): Οι κολιτσίδες του χωραφιού.
Αδράχτι (το): Εργαλείο για την δημιουργία μάλλινης κλωστής.
Αδράχτια Βρισιά.
Άεζα : Χωρίς αμοιβή.
Αετός (ο): Είδος σαλαχιού.
Αετονύχι (το) Είδος άσπρου επιτραπέζιου σταφυλιού με γαμψή ρόγα.
Αζόερας (ο): Δυόσμος.
Άζουλα (η): Κόπιτσα (Παξοί).
Αζώερας (ο): Μαργαρίτα
Αθήρι (το): Το καλύτερο (αρχ. Αθήρ;.
Αθράκι (το): Το κάρβουνο (Αρχ. Άνθραξ).
Ακανίσκευτος (o) Ο αρνούμενος να δωροδοκηθεί(βλ. Κανίσκι).
Ακαπέλα Τραγούδι Χωρίς συνοδεία οργάνων.
Ακισταδόρος (ο): Κατακτητής –Αυτός που αποκτά κάτι.(Ιταλ. Conguistatore).
Ακιστάδος (ο): Αποκτημένος (Βλ. Ακισταδόρος).
Ακιστάρω : Αποκτώ.
Ακίστο (το): Απόκτημα.
Άκλαιρος (ο): Πάμφτωχος - χωρίς κλήρο.
Ακλεριάζω : Καταστρέφω – Ρημάζω.
Άκολα (τα): Πολύ βαθιά , απάτητα.(Παξοί).
Ακόντο (το): Έναντι λογαριασμού (Ιταλ. Acconto).
Άκοπα (τα): Συνέχεια , χωρίς διακοπή.
Ακορδάρω : Συμφωνώ, Συμμερίζομαι, παίρνω το μέρος κάποιου. (Ιταλ. AccordareΣυμφωνια, Κουρδίζω μουσικό όργανο.
Ακουζάρω : Κατηγορώ.(Ιταλ. Accusante ).
Ακουζατόρος (ο): Κατήγορος (Ιταλ.Accusatore).
Ακουϊστά : Επιπλέον πράγματα.
Άκουσμα (το): Φήμη – Διαδόσεις.
Ακουσμένη (η): Η γυναίκα που έχει εξωσυζυγική σχέση.
Ακουστάδα (η): Αποκτημένη (βλ. Ακισταδόρος κλπ ).
Ακριβολιναριά (η): Πρίν από πολύ καιρό . «Τον καιρό τσι ακριβολιναριάς» . (Υποθέτουμε ότι αναφέρεται σε μια εποχη που ήταν ακριβό το λινάρι).
Ακροτζερίζωμαι : Προαισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι (Ital. Accorgersi).
Ακρουφαλιά (η): Κουφάλα ή σχισμή δένδρου.
Αλαγκρέτζα : Χαρούμενη –Φαιδρή (Ital. Allegrezza).
Αλαγραμέντα Καλή ανάρρωση.;;;;;;;;;
Αλάδα (η): Τούφα μαλλιών (Παξοί).
Αλαλάργα – μακριά (Ital. Alla largare= ξανοίγομαι στη θάλλασα
Αλαλιάζω : Μένω άλαλος.
Αλαμαρνέρα (η): Ρόμπα.;;;;;;;;
Αλαμπαμπίνα ανδρικό χτένισμα Δήγμα Παλληκαρισμού έμοιαζαν με μωρουδίστικο χτενισμα με τα μαλλιά να αναδιπλώνουν στα άκρα (Ital. Alla banbina).
Αλαμπρατσάντε Αγκαζέ.(Ital. Braccio) Στην γνωστή κερκυραϊκή παροιμία «από το τίποτα καλό και το αλαμπρατσάντε».
Αλαπρέστα : Γρήγορα . (Ιταλ Presto ).
Αλάρμα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας. (Ιταλ Alarme=Τρόμος Συναγερμός).
Αλαρουμάνα : Μακριά μαλλιά (Παξοί).
Αλασκαβέντζα : Με το σακκάκι ριχτό στον ώμο (Ital. Alla scavenzza).
Αλασκάγια : Ανάρριχτα..
Αλατρεύω : Καλλιεργώ.
Αλαφάτσα Το μαντήλι δεμένο πάνω από το κεφάλι με τις άκρες σηκωμένες πάνω στο κεφάλι σταυρωτά και γενικά ευπρεπισμος της κεφαλής (Ital. Faccia).
Αλαφίλα : Συνεχώς (Ital. Alla Fila = Τακτικά).
Αλαφοστιά (η): Η αρρώστια Ερυθρά.
Αλεγατσιόνες (οι): Επεξηγήσεις (Ιταλ Allegazione).
Αλεγράρω : Χαίρομαι ,Ευθυμώ ,Ξεδίνω.
Αλεγρία (η) Χαρά. (Ital. Allegria).
Αλέγρος (ο): Ευθυμος –Χαρούμενος.(Ital. Allegro).Επίσης όλα τα συναφή : πχ. Αλεγρέτζα, Αλεγρία,Αλεγρατσιό,Αλεγράρω,Αλεγραμεντε.
Allegro).
Αλέκιος (ο): Μονοκόμματος πχ. “θέλω να μου βάλεις σόλες αλέκιες”.
Αλέρτα (η): Στη θέση σου, σε επαγρύπνηση .(Ιταλέ. Allerta=Επιφυλακή).
Αλεσιά (η): Μια Αλεσιά = Αλεσμα Ελιάς στο Ελαιοτριβείο μια φορά. Οσο χωράει η μηχανή.
Αλέστος (ο) Πρόθυμος. (παξοί) ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλευρίτας (ο): Είδος μανιταριού.
Αλιά (κι’ αλίμονο) : Αλίμονο.
Αλιάδα (η): Σκορδαλιά.
Αλιμάγκου : Επιτέλους – Εν κατακλείδει.
Αλίμεντο (το): Διατροφή (Ιταλ Alimentazione).
Αλιμοκουρίζω : Ταρακουνάω.
Αλιμπαρτάρω : Αναποδογυρίζω (Ιταλ. Ribaltare).
Αλιμπουρδώνω Η Αλιμπουρδίζω η Αλικουρνίζω=Λερώνω – Πασαλείβω.
Αλιποπορά (η): Ποικιλία σταφυλιών.
Αλιποπορδιές (οι): Ράτσα μανιταριών.
Αλιποτσάκαλης (ο): Ράτσα τσακαλιού που έλεγαν ότι είναι διασταυρωση αλεπούς και τσακαλιού.
Αλιτζερίνος(ο): Αλγερίνος πειρατής ,συνώνυμο της σκληρότητας. (Ital. Algerino).
Αλιτσερίνι (το) Σκούρο-Μαύρο-Σκοτεινό
Αλιφιέρης (ο): Σημαιοφόρος (Ιταλ Alfiere).
Αλιφούτσιος (ο): Λούστρος-Στιλβωτής υποδημάτων.
Αλλότριος (ο): Αλλιώτικος.
Αλμπακάς (ο): Επίσημο ροκέτο από φίνο ύφασμα (βλ. Ροκέτο).
Άλμπεδο (το): Ασπρόξυλο από τις Αλπεις, μαλακό και ευκολοδούλευτο.
Αλντέντο (το): Μισοβρασμένα μακαρόνια (Ital. Al dente = στα δόντια).
Αλόη (η): Βότανο (Ital. Aloe).
Αλόϊσες(οι): Κακιές γυναίκες (Παξοί).
Αλπετραριος (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλπέτρες (ο): Διαιτητής (Ital. Arbitro).
Αλτάνα (η): Ξεχυτή (Ital. Altana =Σκέπαστρο σε ταράτσα σπιτιού).
Αλτάρι (το): Αγία τράπεζα (Ital. Altare = Αγία τράπεζα , Βωμός).
Αλτεράδος (ο Αδιάθετος .;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Άλτο (το): Ψηλό –Ψήλωμα (πιο άλτο=πιο ψηλό).(Ital. On alto).
Αλτρα πάντα : Από τη μία μεριά στην άλλη
Αλτσάτο (το): «Πανωσήκωμα» σπιτιού (Ital. Alzata).
Αλτσετούρα (η): Πιέτα .;;;;;;;;;;;;;;;;
Αλτσος (ο): Αλυσίδα (Παξοί ) (Μάλλον βγαίνει από το Άλυσος).
Αλυπίτσα (η) Φυτό της ακροθαλασσιάς που το χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν σκούπες.
Αλυποτανάω : Τραβάω το σχοινί (Αρχ. Τανύω).
Αλυσίβα (η): Ζεστό νερό και στάχτη για το πλύσιμο των ρούχων. (Ιταλ. Lisciva).
Αμάν μπάσα : Λεηλασία.;;;;;;;;;;;;;
Αμάντζαλος : Κακοντυμένος και ακατάστατος.
Αμαρτεμός (ο): Αμαρτία.
Αμασκαλίδι (το) : Το βλαστάρι ανάμεσα στο φύλλο.
Αμασκαλοβύζα (η): Γυναίκα με μεγάλους μαστούς.
Αμαχεμός (ο): Εχθρότητα.
Αμε Πήγαινε
Αμε δα - Αμι Βεβαιωτικά μόρια.
Αμέντι και Αμέντε (το): Προσοχή – Πρόσεχε (Ital. A mente).
Αμηδόνικα : Ναι , κατάφαση .
Αμητί : Πώς αλλιώς.
Αμινόνκα : Ασε μας ήσυχους – Παράτα μας.
Αμίρασος (ο): Το ψάρι Σαλούβαρδος.
Αμμούσα (η): Αμμώδες και πορώδες έδαφος.
Αμολάδος (ο) Ελεύθερος-Χωρίς περιορισμούς.(Ιταλ. (a m)mollare – Λύνω το σχοινί -Ελευθερώνω).
Αμολαρησιά (η): Ασυδοσία (βλ. Αμολάρω).
Αμολάρω : Απελευθερώνω (Ital. Ammolare).
Αμολέρνω : Ελευθερώνω.
Αμόντε (πάμε) : Χαμένοι πάμε (Ital. A monte ).
Αμοράδος (ο): Ερωτευμένος. (Ιταλ. Inamoranto).
Αμορόζος (ο): Αγαπητικός-Εραστής. (Ιταλ. Amoroso).
Αμούρες (οι): Βατόμουρα.
Αμούχτι (το): Πλήθος πραγμάτων.
Αμπαντάρω : Εκτιμώ, Λογαριάζω (Ital. Abbacare).
Αμπαντονάδος (ο): Αλήτης , Εγκαταλελλειμένο Παιδί , Έκθετο. (Ital. Abbandonato).
Αμπάσος (ο): Κατώτερος – χαμηλότερος (Ital. Basso).
Αμπατάριστος(ο): Αδιάφορος για ότι συμβαίνει.
Αμπάτης (ο): Ταγμένος Κάποιος που ήταν «ταγμένος» σε κάποιον Άγιο και Φορούσε μαύρο φέσι και μπέρτα για 7 χρόνια. (ital. Battessimo=βάπτιση).
Αμπελοφάσουλα (τα): Φασολάκια βελόνες.
Αμπελοφουρκάτα (η): Ξύλινη διχάλα για το φύτεμα του αμπελιού (Ital. Forca = Διχάλα).
Άμπιλος (ο): Ικανός (Ital. Abile).
Αμπιτάντες (ο): Σοφίτα (Ital. Abitante =Ακάλυπτος χώρος που κλείστηκε και εγινε κατοικήσιμος).
Άμπιτο (το): Ιερατικό ένδυμα (Ital. Abito= Ρούχο η διαμένω).
Αμπιτύχη : Αν τυχόν.
Αμπλα ουτουριτά Απόλυτη εξουσία.(Ιtal. Ampio Autorita).
Αμπόδεμα (το): Μάγια- Μαγικά.
Αμπονόρα : Νωρίς – Πολύ πρωί (Ital. A buon ora).
Αμπορμπάω: Προφταίνω – Προλαβαίνω.
Αμπορπίζω : Ξεπερνώ κάποιον.
Αμπούζο (το): Κατάχρηση. (Ital. Ampuso).
Άμπουλες (οι): Πολλά νερά (Παξοί).
Αμπουρνέλα (η): Κορόμηλο.
Αμπώνω Σπρώχνω.
Αναγκεμένος (ο): Άρρωστος.
Ανάγλυκα (τα): Αραιά .
Ανάγλυκο Αραιό
Αναγραίνω : Ξαίνω το μαλλί.
Ανάγυρος (ο): Τέχνασμα – Επιδεξιότητα.
Αναδίνω : Ξανάρχομαι.
Ανάερα (τα): Εναέρια.
Ανάερα : Αμυδρά.
Αναζωφάω : Ξαναζωντανεύω.
Αναθιβάνω: Αμφιβάλλω.
Ανάκαρο (το): Διάθεση (Παξοί).
Ανακούρκουδα: Βαθύ κάθισμα στα γόνατα (Γύρου). Στους Παξούς το λένε «ανάποδα»
Ανακρακάτος (ο): Φωνακλάς.
Ανακυκλίδα (η): Ξύλινο εργαλείο για την μεταφορά του νήματος κατά το γνέσιμο.
Ανάνταφλος (ο): Ανοικοκύρευτος.
Ανάντελος (ο) Δύστροπος.
Αναπαψώλια (τα): Μία κατασκευή από σχοινιά που δένονταν πάνω από το κρεβάτι για να κρατούν τα πόδια της γυναίκας ανασηκωμένα ώστε να μην κουράζεται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
Αναπιαίνω: Βάζω το ζυμάρι στη σκάφη και το σκεπάζω για να φουσκώσει.
Αναράιδα (η): Νεράιδα.
Αναριομάδα (η): Αραιόφυτο μέρος.
Αναρίτσια (η): Ανατριχίλα (Ital. Arricciare).
Ανατσολόϊση (η): Ακαταστασία .
Ανατσούμπαλος (ο): Ακατάστατος.
Ανατσουτσουριάζω : Ανατριχιάζω.
Ανάφαντος (ο): Απρόσεκτος (Παξοί).
Αναφούφου : Στον αέρα , πάνω πάνω.(Παξοί).
Αναχαράζει : Μηρυκάζει.
Αναχαράζω: Μηρυκάζω.
Αναψούρα (η): Έξαψη.
Αναψούρες (οι): Ζέστες.- εξάψεις.
Ανελέτα (τα): Γάντζοι που περνούν τα κορδόνια των παπουτσιών(Παξοί).
Ανέλο (το): Κρίκος , Χαλκάς (Ital. Anello).
Ανεμοδούρητος (ο): Μικρής διάρκειας.
Ανεμοίραα (τα): Αμοίραστα (πχ. Χωράφια).
Ανεμοκάικα Εξαφανίστηκα.
Ανεμοπουλίζω : Ανεμίζω.
Ανεμοπύρωμα (το) Κρυολόγημα.
Ανεμοστρίφουλας (ο): Τοπικός μικρός τυφώνας.
Ανεμούρι (το): Αδράχτι Και μεταφ. (Πάει το στόμα του Ανεμούρι) Κάποιος που μιλάει ασταμάτητα.
Ανεμοφόνητο (το): Άστατος-Ασταθής.
Ανεσίσταγος (ο): Ανήσυχος-φασαριόζος.
Ανεσύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος – Χωρίς σέστο (Ital. Sesto).
Ανέσωστος (ο): Ατελείωτος (Παξοί).
Άνζο : Συμβολαιογραφική πράξη(Ital. Atto Notarile).
Άνθρακας (ο): Αρρώστια -Κακοήθης φλύκταινα – Και ως κατάρα «να σε φάει ο άθρακας» .
Ανιφορά (η): Το αντίδωρο της εκκλησίας.
Ανστάνζα ή Ινστάνζα (η): Δικαστική προσφυγή (Ital. Istantanea = Ενσταση ).
Άντα (η): Επιβλητική περπατησιά (Ital. Anda =Θέτω σε κίνηση).
Ανταμος (ο): Γίγαντας , μεγαλόσωμος.
Αντάτος (ο): Ο έτοιμος να φύγει (Ital. Andare).
Αντέντος (ο): Έτοιμος για καυγά. (Ital. A Dente=στο δόντι η Attento = Σε ετοιμότητα).
Αντέτο (το): ¨Εθιμα των προγόνων (Ital. Antenato =Πρόγονος).
Άντζα (η): Γάμπα (Ital. Anca ).
Αντζαρδάρω : Ενθαρρύνω (Ital. Azzardare).
Αντζάρδο (το): Τόλμη ,Θάρρος (Ital. Azzardo).
Άντζι : Μάλιστα.
Άντζι : Όπως και να ναι.(Ital. Anzi);;;;;;;
Άντζουλα (η): Είδος μεταλλικού κουμπιού.
Αντήρας (ο): Μέρος εκτεθειμένο στον αέρα.
Αντιδαύλι (το) Ξύλο από νέο κλαρί για την φωτιά.(Παξοί).
Αντίδι (το): Ήμερο λάχανο.
Αντικάμαρα (η): Πεισμώνω και απομακρύνομαι από εσένα.
Αντικάμαρα (η): Χώλ , προθάλαμος (Ital. Anticamera ).
Αντικάριος (ο): Αρχαιολόγος (Ital. Anticario)
Αντίκομμα (το): Ξερό κλωνάρι δένδρου.
Αντίκος (ο): Παλαιομοδίτης.(Ital. Antico).
Αντικούλουκο (το): Μικρό βλαστάρι.
Αντικούτικας (ο): Μετωπιαίο οστό.
Αντιμάμαλο (το): Το κύμα που χτυπάει και ξαναγυρίζει.(Παξοί).
Αντιρίδα (η): Λοξό στήριγμα για την αντιστήριξη πασσάλων.
Αντιρίδι (το): Μικρός βλαστός που βγαίνει κάτω από το φύλλο.
Αντιφώτι (το): Φεγγίτης.
Αντος (ο): Σε ετοιμότητα (Ital. Attento= Προσέχω).
Αντραίδα (η): Φυτό;;;;;;
Αντρέτζο (το): Εργαλείο ,εξάρτημα. (Ital. Annesso).
Αντσιόν (η): Αγωγή εναντίον κάποιου (Ital. Azione).
Ανωθιό (το): Άνωθεν (Αρχ. – παλιό κρητικό).
Αξετίμωτος (ο): Ωραίος , Λεβέντης (Παξοί).
Αουνίστρα (η): Το τζάκι . Η φωτιά του σπιτιού. Στα χωριά τα’Γύρου λέγεται ογνίστρα.
Απαδείρω: Πληρώνω για τα σφάλματά μου.
Απαδέχτης (ο): Κεντρικό χαντάκι ποτιστικού χωραφιού.
Απαθιά (η): Ησυχία , Απραξία , Απάθεια.
Απάλα (η): Το πλατύ μέρος του κουπιού.(Παξοί).
Απαλατήδι (το): Το υγρό που περισσεύει από το φτιάξιμο του σαπουνιού.;;;;;
Απαλό (το): Το βρεγματικό οστούν του νεογνού.
Απαλοκάβουρας (ο): Είδος κάβουρα με απαλό κέλυφος που τρώγεται ολόκληρος τηγανιτός.
Απαλταρίζω : Παίρνω εργολαβία (Ital. Appaltare).
Απανωγόμι (το): Το επιπλέον φορτίο του γαιδάρου (Αρχ. Γόμος).
Απανωκόμι (το): Επιπλέον κέρδος.
Απαράτης (ο): Η σανίδα που ασφάλιζε τη δίφυλλη πόρτα από μέσα.
Απαρέντζα (η): Εικονiκά , φαινομενικά (Ital. Apparenza).
Απαρθενεύω : Ανήκω.(Παξοί).
Απαρταμέντο (το): Οροφοδιαμέρισμα (Ital. Appartamento).
Απάσβεστα (τα): Ο ασβεστοσοβάς.
Απέκια : Ειδάλλως .
Απελάντε(ο) Αυτός που κάνει έφεση στο δικαστήριο, ο εφεσιβάλλων (Ital. Appelare = Εφεσιβάλλω).
Απελάρω : Κάνω έφεση .(Ital. Appelare).
Απελησιά (η): Εκσφενδονίζω (Αρχ. Απελαύνω).
Απένα : Μόλις , Μετα βίας (Ital. Appena)
Απεράτης (ο): Αμπάρα.
Απερίκουος (ο): Αυτός που δεν καταλαβαίνει.
Απερτούρα (η): Ευκαιρία (Ital. Apertura=Άνοιγμα).
Απετόνι (το): Ποντικός των δένδρων.
Απήκουπα Ανάποδα.
Απίδι (το): Αχλάδι.
Απιδιά (η): Αχλαδιά.
Απίθωμα (το): Εναπόθεση ενός φορτίου.
Απιθώνω : Ακουμπάω κατι κάπου .(Αρχ. Αποθέτω).
Απίθωσα : Ακούμπησα.
Απίκου : Στην ώρα μου , Ακριβώς στο σημείο που πρέπει Οι Ναυτικοί Χρησιμοποιούν τη λέξη όταν η Μπίγα του Γερανού είναι πάνω ακριβώς από το φορτίο.
Απίκουπα : Ανάποδα.
Απιλατζιόν: Έφεση (Ιtal. Appelazione).
Απιόμπο: Έτοιμος.;;;;
Απίπιλε : Καθολοκληρίαν.;;;;;;;;;;;;;
Απισόντενα Όταν το ζώο Δεν μπορει να κρατηθεί στα πισινά του πόδια λόγω αρρώστιας η γήρατος.
Απιστριά (η): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Απιταφτιάρικο (το): Πεισματάρικο.
Απλάδενα (η): Πιατέλα.
Απλή (η): Παλιός χωριάτικος χορός.
Απλιός (ο): Πλατύς (Αρχ. Άπλετος;.
Απλιτά : Ικανότητα , Ευχέρεια (Απλετα;;;.
Απλιχώρια (η): Ευρυχωρία.
Απλόχερο (το): Μονάδα όγκου που χωράει σε μια παλάμη.
Αποβολάρα (η): Είδος τσαπιού.
Απόγραμμα (το): Διεύθυνση σε γράμμα(Παξοί) . Στην υπόλοιπη Κέρκυρα Την έλεγαν Σύσταση.
Αποδέλοιπα (τα): Τα υπόλοιπα.
Αποδέλοιπο (το): Υπόλοιπο.
Απόδιαβα : Μετά τις γιορτές.
Αποδοχάρι (το): Μεγάλος κάδος για την πρόχειρη μετάγγιση του μούστου.
Απόειδα : Απογοητεύτηκα-Βαρέθηκα να περιμένω.
Αποζετάρω : Υποθηκεύω (Ital. Ipotecare).
Απόθραψε : Τελείωσε η καύση του ξύλου (Αρχ. Αποθράυω).
Αποθώσου : Κάθησε να ξεκουραστείς.
Αποκαρωμένος (ο): Μισοκοιμισμένος.(Παξοί).
Αποκατάρι (το): Το κεραμιδι που πάει από την κάτω μεριά.
Αποκαταριά (η): Η κάτω πλευρά.
Αποκαταριά (η): Το κατακάθι του ελληνικού καφέ .
Αποκαταριά (η): Το κάτω μέρος ενός ανισόπεδου κτήματος.
Αποκατουθειό : Από κάτω.
Αποκλείω : Κανω κάποιον ψυχικό ράκος.
Αποκοντιασμένος (ο): Υποχόνδριος.
Αποκόντο Παραλίγο.
Αποκόντο (το): Ευνόητο (Ital. Conto = Λογαριασμός – πρόβλεψη κλπ.).
Αποκοντριά (η): Υποχονδρία – Νωθρότητα.
Αποκοπή (η): Εργασία με το κομμάτι.
Απολιώρα : Πριν από λίγη ώρα.
Απόντις : Από όταν – Αφού (Αρχ. Όντας ;;.
Αποξυλάνθι (το): Το άνθος της κουφοξυλιάς ( Θάμνος της ακτής-Αφροξυλάνθη).
Αποπανάρι (το): Το πάνω τούβλο της σκεπής.
Αποπανάρι : Το κεραμιδι που πάει από την πάνω μεριά.
Αποπαναριά (η): Το επάνω μέρος.
Αποπανουθιό (το): Από πάνω (Αρχ. Άνωθεν).
Απόπερα : Απέναντι.
Αποπέρνω Αποθαρρύνω.
Αποσβολάρα (η) Τσαπί.
Αποσεδείριες (οι): Οι ελιές που πέφτουν από την αρχή της σοδειάς.(Παξοί).
Αποσίμπελο Πιθανόν-Παρά λίγο-Μπορεί. (Ιταλ. Possibile). «Στην πιάτσα έγινε Αποσίμπελο Ρεμπόμπο». Δηλαδή Παραλίγο να γίνει φασαρία-καυγάς.
Απόστα η ξαπόστα : Επίτηδες (Ital. Apposta).
Αποστάρικα : Σκόπιμα. (βλ. Απόστο).
Αποστήλα (η) Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας (Στήλη ).
Απόστο (τον έβαλε): Του έκανε κριτική-τον έβαλε στο στόχαστρο (Ital. A Posto=στη θέση του).
Αποτιλιά η Αποτίλας (ο): Λιθιά.
Απόχηρος (ο): Χήρος.
Απόχτιο (το): Απόκτημα.
Απραός (ο): Διαρκώς σε κίνηση ( Αρχ. ;;; Παραλία Απραού στην Κασσιόπη).
Απροβάδο (το): Εγκεκριμένο (Ital. Approvare).
Απρομπάρω : Εγκρίνω (βλ. Απροβάδο).
Απρόντα (η): Έτοιμη (Ital. Approntare).
Απροπόζιτο (το): Έκφραση που προτάσσεται Στην αρχή της συζήτησης . (Ital. Proposito=Το θέμα της συζήτησης).
Αραβούντουλα (η): Το τιμόνι της Βάρκας- η Λαγουδέρα.(Κέρκυρα-Πόλη).
Αραγκιό η ραγκιό (το): Η τάξη , Το συστηματικό (Ital. Rango=Τάξη).
Αράδα (η): Αμέσως.
Αράϊντα-Αράντα (η) Ο Περίβολος του σπιτιού. (Παξοί).
Αράτα (η): Ρώγα σταφυλιού-στήθους (Αρχ. Ράξ;
Αρβάλι (το): Σιδερένια λαβή του ξύλινου κουβά.
Αργάζω : Οργώνω,Κατεργάζομαι ,Επεξεργάζομαι.
Αργαστήρι (το): Καφενείο.
Αργάτης ( ο): Ο κοχλίας της αλεστικής μηχανής.
Αργατικός (ο): Εργάτης.
Αργατινή (η): Εργάσιμη μέρα.
Αργούντουλα (η) Η Λαγουδέρα (Το ξύλο που κουνά το τιμόνι της βάρκας.) (Παξοί).
Αργυρομαστραπάς (ο): Ασημένια κανάτα.
Αρεβολίζω : Πάω και έρχομαι γρήγορα.
Αρέκια (τα): Τραγούδια προχειροφτιαγμένα-(Iταλ. Οrecchia= Με το αυτί , χωρίς μουσικές γνώσεις).
Αρέντα (η) Γρήγορα. (Ital. Ridda=Είδος παλιού κυκλικού χωρού η σπασμωδική κίνηση γύρω από κάτι).
Αρέντε Πλησίον – Κοντά.;;;;;;;;;;;;;
Αρεσκειά (η): Προικοσύμφωνο.
Αρεστάδος (ο): Κρατούμενος (Ιταλ. Arrestato (: Κρατούμενος.
Αρέστο (το): Το κρατητήριο Ital. Arresto).
Αρθούνι (το): Το ρουθούνι.
Αριβάρω Έρχομαι-καταφθάνω. (Ιταλ. Arrivare).
Αρίδα (η): Τρυπάνι.
Αρκεβίστας (ο): Αρχειοφύλακας (Ital. Archivista).
Αρκίβιο (το): Αρχειοφυλάκειο (Ital. Archivio).
Αρκούμπουζο (το): Είδος πυροβόλου όπλου.(Λευκίμμη-Παξοί).;;;;;;;;;;;;;;;;;
Αρμακαδίνα (η): Κεντρικό δοκάρι σκεπής.(Ital. Arma Catena).
Αρμακόλου : Έβαλε το σακκάκι του αρμακόλου – Δηλαδή στην πλάτη (Ital. Armacollo =Τελαμώνα-Χιαστί).
Αρμάρι (το): Ντουλάπι (Ital. Armadio).
Αρμαρόνι (το): Ντουλάπι (Παξοί). Βλ.Αρμάρι.
Αρμενάλια (τα): Σοφίτες . (Παξοί).
Αρμίδι(το): Πετονιά για ψάρεμα.
Αρμουριχτό (το): Είδος πετονιάς.
Αρόδου : Ανοικτά στη θάλασσα ( Το πλοίο έδεσε αρόδου).
Αρόντα (η): Τρεχάλα.(Ital. Ridda =Είδος παλιού κυκλικού χορού)
Αρόντεψε : Τρέξε.(βλ. Αρόντα).
Άρπαση (η): Αρδευτικό κανάλι.
Άρπεζα (τα): Σιδερένια άγκιστρα για μεταλλικές κατασκευές η για την στερέωση τοίχων στις οικοδομές.(Ital. Arpese).
Άρτα πάντα : Η άλλη πλευρά μιας κατασκευής η κάτι διαμπερές. (Ital. Altra – Banda).
Αρτερατσιό (το): Ελαφρύς πυρετός – δέκατα (Arteria;;;;;;.
Αρτερία (η): Αρτηρία (Ital. Arteria).-Προφανώς η λέξη έχει αρχαιοελληνική ρίζα.
Αρτίζω : Βάζω λάδι στο ψωμί.(Παξοί).
Αρτίζω : Ετοιμάζω το φαγητό (Άρτιο η άρτος).
Αρτίκολο πρίμο (το): Πρώτη ενέργεια – Πρώτη δουλειά.(Ital. Articolo Primo Άρθρο Πρώτο).
Αρτσιπέλαο (το): Πολύ μακριά. (Ital. Arcipelago= Αρχιπέλαγος).
Αρτύθηκα: Έφαγα κάτι που δεν έπρεπε την Σαρακοστή).
Ασέδιο (το): Πολιορκία (Ital. Asedio).
Ασενιάρω : Δίνω, μεταβιβάζω.
Ασένιο (το): Νόημα (Ital. Segho).
Ασκάρδη): Σκελίδα .
Ασκέλα (η): Αγριολάχανο.
Ασκέλα (η): Είδος λοστού που η άκρη του υποβοηθούταν από τη μασχάλη (Ital. Ascella=Μασχάλη).
Ασκλιδι Σκίλα .;;;;;;;;;;;;
Ασκοποθώνο Σηκώνομαι και κάθομαι συνέχεια.
Ασκός (ο): Αυγό που έγινε χωρίς τσόφλι , μόνο με την μεμβράνη. (Αρχ. Ασκός = Σάκκος).
Ασκρουμένομαι : Προσέχω να ακούσω(Παξοί).
Ασκώνω: Σηκώνω.
Ασμίλαγκας (ο): Το φυτό Σμίλαξ.
Άσος Άξονας του κάρου.
Ασουμέρω : Λαμβάνω , δέχομαι.
Ασούμπρα Αγκαζέ.
Ασούσουμος (ο): Αγνώριστος (Παξοί).
Άσπαγας (ο): Το φυτό δορύκυνον.
Ασπάλαθρας (ο): Κύτισος (Αγκαθωτό φυτό).
Ασπετά : Περιμένω (Ital. Aspetti).
Ασπουκλο (το): Αγριοκρέμμυδο.
Άστα : Σήκω (Αρχ. Ίσταμαι).-(Ital.Astante=Παρών ,Ενιστάμενος).
Αστάκι ((το) Ο Καρπός του καλαμποκιού
Άστε ντούε (μο): Μου επέβαλε (Μάλλον προήλθε από εκφραση της
Αστράκα (η): Θάμνος της ακτής.
Αστρακερή (η): Η τοποθεσία που έχει καλυφθεί από αστράκες.
Ασύσταγος (ο): Ανοικοκύρευτος (βλ. Σέστο).
Ατ ζάρδο (το): Τόλμημα (Ital. Azzardo).
Ατεντέντερε Ακούω , πείθομαι , συμμορφώνομαι.(Ital. Attendere=
Ατίβα): Έτοιμη , Ικανή για κάθε τι. (Ital. Attivo=Ενεργητικός).
Ατόρνο Πέριξ (Ital. Intorno).
Ατούρα ( η): Πονοκέφαλος εγγύου.
Ατρέτζο Σύνολο πραγμάτων απαραίτητων για ορισμένη χρήση. (Ital. Attrezzo = Σύνολο Εργαλείων).
Ατρέχα (η): Τρεχάλα.
Ατσαλωσιά (η): Η σκλήρυνση του σιδήρου με την θέρμανση και το απότομο κρύωμα στο νερό η στο λάδι.
Ατσάρδο (το ): Κίνδυνος (Ital. Azzardo).
Ατσαρδόζος (ο): Ριψοκίνδυνος. (Ital. Azzardosso).
Ατσήρω : Αποδέχομαι (Ital. Accetare).
Ατσιτέντε ( ο): Το τυχαίο συμβάν.(Ital Accidente).
Ατσίτο (το): Οξύ (Ital. Acido).
Άτσιτο (το): Οξύ που χρησιμοποιούσαν οι λευκοσιδηρουργοί για το καθάρισμα πριν τη συγκόλληση των μετάλλων (ital. Acito = Οξύ).
Άτσου : Ας`τους (Μαντουκιώτικο).
Αυγακότης ( ο): Αυγουλάς.
Αυγινό (το): Η ακολουθία του όρθρου.
Αυγουστέλι ): Ράτσα σύκου.
Αυγοχόλι (το): Ψεύτικο αυγό για να γεννούν οι κότες.
Αυγώνει : Η κότα ετοιμάζεται να γεννήσει.
Αυριοσύνη (η): Η αυριανή ημέρα , το μέλλον , το αύριο.
Αυχαριστία (η): Αχαριστία.
Αφαλοκομός (ο): Η ομφαλοκοπή.
Αφάνο (το): Δύσπνοια.(Ital. Affano).
Αφέντης (ο): ο πατέρας
Αφιδεύομαι: Εμπιστεύομαι. (Ital. Affidare).
Αφισάδος (ο): Προσηλωμένος (βλ. Αφισάρω).
Αφισάρω : Είμαι προσηλωμένος (Ital.Affisare).
Αφιτιβαμέντε : Πραγματικά (Ital. Effettivamente).
Αφοδιά (η): Αυλή σπιτιού ( Ίσως επειδή αφόδευαν εξω ελλείψει τουαλέτας ). (Παξοί).
Αφόρκος (ο): Επίορκος.
Αφούντου : Χάθηκε (Ital. A fondo=Στο βάθος).
Αφούφου : Ολική καταστροφή – Ανατίναξη – Ολοκαύτωμα. (Πήγε αφούφου – Πήγε ψηλά).
Αχαμνός (ο): Χλωμός (Παξοί).
Αχαρολόϊστη (η) Άχαρη.
Άχλα (η): Καταχνιά.
Αψήλου : Τυχερό παιχνίδι του δρόμου (κορώνα –γράμματα).
Αψήλου : Ψηλά.
Αψιής Οξύθυμος.
Αψώνω Φουντώνω, ζεσταίνομαι.(Παξοί).
Στο μέλλον θα αναρτηθούν και τα υπόλοιπα γράμματα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα. Εκτός από τα υβριστικά. Οσα σχόλια περιέχουν ονόματα θα σβήνονται άμεσα. Μην κάνετε το κόπο να γράφετε υβριστικά σχόλια για συγχωριανούς μας.