Β-Γ-Δ-Ε-Ζ
Βαβιλάτο (το) Το χρώμα της χρυσόμυγας (Μαυροπράσινο).
Βαβύλα (η) Χρυσόμυγα (Λέγεται και βάβυλας και μάλλον ονομάστηκε έτσι aπό το Βαβυλωνία από το βουιτό του).
Βαγαπόντες(ο): Απατεώνας (Ital. Vagabondo)...
...Βαγγελίζω : Περνάω κάτω από το ευαγγέλιο της κυριακάτικης λειτουργίαςγια να αποφύγω κάποιο κακό που φοβάμαι .
Βάγια (τα): Τα Θεοφάνεια , Η Κυριακή των Βαίων.
Βαγιάνα (η): Το ψάρι Σκαθάρι.
Βαγιοφόρα (η): Πλέγμα από φύλλα φοινικιάς για την Κυριακή των Βαίων.
Βάζο (το): Ο πήλινος σωλήνας των παλαιών αποχετεύσεων (Ital. Vaso).
Βαιλέυω : Κουράρω.- Φροντίζω
Βαιλεύω : Νταντεύω, κανακεύω.
Βαίσω : Λυγίσω. (Σινιές).
Βακέτα (η): Μερικώς κατεργασμένο δέρμα (Ital.Vacchetta=Αγγελαδίτσα- Δέρμα).
Βαλάγγι (το): Βελανίδι (Παξοί).
Βαλάνεια (τα): Βελανίδια.
Βαλανίδα (η): Αδένας του λαιμού.
Βαλάρω Βρίσκομαι σε αμηχανία.
Βάλε αμέντι : Σκέψου.(Ital. Mente=Μυαλό)
Βαλερόζος (ο): Άξιος . (Valoroso).
Βαλούτο (το) Βαρύ , Άξίζει τα λεφτά του (Ital. Valutare =Εκτιμώ την αξία το βάρος κλπ).
Βαμμένος (ο): Ο αποφασισμένος για να κάνει κάποιο κακό.
Βαντάγιο (το): Κέρδος (Ital. Vantaggio).
Βαντάκα (η): Πάνινο δέμα με ρούχα , και μεταφ. Η χονδρή γυναίκα.
Βαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος
Βάραγγας (ο): Λάρυγγας.
Βαραμέντε : Επιτέλους – εν΄κατακλείδει (Ital. Veramente)
Βαρβαρίτσα (η): Δερματικό εξόγκωμα η κρεατοελιά.
Βαρδακούρι (το): Αμάνικο πουλόβερ.
Βαρδακούρι (το): Γιλέκο.
Βαρδάτσα (η): Ράτσα άσπρου κορόμηλου.
Βαρδιόλα (η): Σκοπιά .
Βαρζί (το): Κόκκινη βαφή χειλιών από ένα φυτό.
Βαρκός (ο): Βάλτος, η μόνιμα υγρή γη .
Βάρτου : Βάρα του.
Βάσκα (η): Μπανιέρα , λεκάνη .(Ital. Vasca).
Βάσκα (η): Στέρνα ,η μεγάλη λεκάνη. (Ital. Vasca).
Βατεύω : Κάνω έρωτα – Γονιμοποιώ.
Βατσέλα (η): Λεκάνη .
Βατσέλι (το): Λεκανάκι.
Βατσέλι (το): Νιπτήρας(Ital. Vascello=Πλοιάριο πολεμικό).
Βατσίνα (η): Εμβόλιο (Ital. Vacina).
Βατσουνιά (η): Βάτος.
Βδέλι (το): Μεταλλικό περιστρεφόμενο στερέωμα παραθυρόφυλλου).
Βεγγέρα (η): Γλέντι (Ital. Vegliare = Ξενύχτι).
Βεδρές :
Βελανίδα (η): Το ψάρι Ζαργάνα η βελόνα.
Βελέντζες (οι) Υποκλίσεις?
Βελέσι (το): Χονδρό ρούχο – Παλτό.
Βελιόνι (το): Ξενύχτι (Ital. Veglia).
Βέλιουρας (ο): Σκουλήκι που χρησιμεύει για δόλωμα.
Βελονάς (ο): Θύκη για βελόνια ραψίματος.
Βελοτσιπέ (το): Το ποδήλατο (Ital. Velocipe).
Βένα (η): Φέτα πετρώματος.
Βένα (η): Φλέβα – κληρονομικότητα (Ital. Vena).
Βενέτικο (το): Ράτσα κόκκινου μήλου.
Βενζίνα (η): Καϊκι μηχανοκίνητο.
Βένταμα (το): Φτερούγισμα.
Βεντάριο (το): Ευρετήριο (Ital. In Ventorio).
Βεντέμα (η): Τρύγος (Ital. Vendemmia).
Βεντερούγα (η): Αρρώστια που προκαλεί κύρτωση της πλάτης.
Βεντερούγα (η): Η πίσω μεριά των πλευρών.
Βεντερούγα (η) Καμπούρα- ραχίτιδα.
Βέντουλο (το): Βεντάλια η χαρτόνι για το φυσημα της φωτιάς(Ital. Ventaglio).
Βεντρειά (η): Η πλαινή πλευρά των πλευρών.
Βεντριά (η): Τα πλευρά του Ανθρώπου
.
Βεραμέντε : Αλήθεια (Ital. Veramente).
Βερβελίδι (το): Αγριολάχανο.
Βερβελίδια (τα): Βολβοί.
Βερβερίτσα (η): Κρεατοελιά.
Βεργέτα (η): Σκουλαρίκι κρίκος. (Μάλλον ονομάστηκε έτσι επειδή φτιαχνόταν από μία μεταλλική βεργούλα.Βεργέτα φορούσαν οι άνδρες στο αριστερό αυτί σε διάφορα μέρη της Κέρκυρας (Μαντούκι , Βαλανειό κ.α.) Ήταν χρυσή και μάλλον έμεινε από τους πειρατές η τους τσιγγάνους
Βερίνες (οι): Οι βόλτες που παίρνει το σχοινί.
Βερμαλίζω : Φλυαρώ (Ital. Verbale – Verbalismo = Στα λόγια).
Βέρντε (το): Πράσινο χρώμα (Ital. Verde).
Βερντούρα (η): Σαλάτα λαχανικών (Ital. Verdura).
Βέρσο (το): Συμπεριφορα (Ital. Verso = Κατεύθηνση ).
Βερτζότο (το): Πλατύφυλλο Κραμπή (Ital. Verzotto).
Βερτσελάδο (το): Χυμένο-Διάχυτο(Ital. Versamento).
Βεσπασιανή (η) Δημόσιο ουρητήριο (Ital. Vespasiano).
Βέστα (η): Γυναικείο φόρεμα.Ital. Vestito).
Βεστάγια (η): Γυναικεία ρόμπα (Ital. Vestaglia).
Βεστιέρα (η): Ρόμπα .
Βέτζες ,Ισβέτζες : Στη θέση του. (Ital. Vece).
Βετούλης (ο) Έφηβος.
Βήσαλο (το): Σπασμένο και αιχμηρό κομμάτι.
Βιατζάρω : Ταξιδεύω (βλ. Βιάτζο).
Βιάτζο (το) : viaggio (Ιταλ. ταξίδι κυρίως για δουλείες «έκανε βιάτζα ολη μέρα » .
Βιβάρι (το): Ιχθυοτροφείο (Ital. Vivaio).
Βίβες (οι): Προπόσεις (Ital. Viva).
Βίγλα (η): Επιμέλεια , φροντίδα , επιτήρηση, Παρατηρητήριο . (Ital. Vigilato).
Βιδέλο (το): Δέρμα για σόλες παπουτσιών (Ital. Vittello=Μοσχαρίσιο δέρμα).
Βίδιο (το): Άλλη φορά.
Βιζιγάντι (το) Κατάπλασμα.
Βίζιτα (η): Επίσκεψη (Ital. Visita).
Βίκα (η): Ταμιτζάνα.
Βίκος (ο): Ζωοτροφή.
Βιλάνος (ο): Άξεστος χωριάτης (Ital. Villano).
Βιλάρι (το): Τόπι υφάσματος.
Βινιέτα (η): Διακοσμητικό περίγραμμα – Σχέδιο (Ital. Vigneta).
Βιντινέλα (η): Χονδρό ύφασμα (Ital. Vitina = Κορσές).
Βινώ : Συνουσιάζομαι παράνομα (Παξοί);;;;;;;
Βίρα (η): Βέρα . (Ital. Vera ).
Βιρβιρίκι (το): Θυλίτσα από κλωστή.
Βιρτσίνος (ο): Χρεωμένος
Βίτζο (ο): Αντιπλοίαρχος (Ital. Vice).
Βίτος (ο): Αρσενικό περιστέρι .
Βίτσα (η): Ξύλινη βέργα .
Βιτσιτσιόλι (το): Μικρό πουλάκι.
Βλησίδι (το): Κόσμημα που προσφέρεται στη νύφη – Τάμα σε εικόνα (Παξοί) .
Βόγα : Κάνε κουπί-Λάμνε μπροστά.
Βογγύλι (το): Χονδρό κομμάτι , λέγεται και για το νερό που τρέχει.;;;;;;;
Βολά (η) : Φορά ( θα έρθουμε μία άλλη φορά ).
Βόλε ντα βόλα Διπλοραμμένα παπούτσια;;;;
Βολεί (μου): Με βολεύει.
Βολήμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος .
Βολίμι (το): Μόλυβδος.
Βολίμι (το): Το μέταλλο Μόλυβδος.
Βόλτα ντί πάλο : Ναυτικός κόμπος.
Βολτατέστα (η): Συνένωση κατασκευής γείσου υπό γωνία (Ital. Voltare-Testa).
Βολτετσάρω Κάνω άσκοπες περιπλανήσεις (Volteggiare=Στριφογυρίζω).
Βόλτο (το): Ο θόλος , οι καμάρες (Ital. Volta).
Βόλτο (το): Τοξοειδής κατασκευή στις εισόδους των σπιτιών .(Ital. Volto= Εξωτερική όψη ).
Βοντεσπίτσιο (το): Προεξοχή με παράθυρο από τα κεραμύδια της σοφίτας.(Ital.
Βοραντζένα (η): Φυτό – Βούγλωσσο;;;;;;;;;;
Βόρδονας (ο) εξώγκομα , ερεθισμός του δέρματος.
Βόρδονας (ο): Πρήξιμο από τσίμπημα εντόμου.
Βούκιθρο (το): Ηλιάνθεμο.
Βούλτα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρου.
Βουλτοκάβαλα (τα): Κόπρανα Γαϊδάρων.
Βούλωμα (το): Πώμα
Βουντζουριχτός (ο): Τρεχάτος.
Βούντουλα (η): Τράτα όπου τα δίχτυα τα μάζευαν με τα χέρια.
Βουρδούλιο (το) : Ρεζίλι.- φασαρία – θεατρινισμοί.
Βουρλιάζω : Περνάω την κλωστή στην βελόνα .
Βουρλίνια (τα): Νεύρα.
Βουρλισιά (η): Τρέλα.(Ital. Burla = Περιπαιγμός).
Βουρλισιά (η): Τρέλα (Ital. Burla =Αστειότης).
Βουρλισμένος (ο): Τρελός (Ital. Burlare = Περιπαίζω – Αστειεύομαι).
Βουρλιταριό (το): Τρελοκομείο.
Βουτζί (το) Μεγάλο βαρέλι (Παξοί).;;;;;;;;;;;
Βουτιτσέλι (το): Πουλί των λιμνών που βουτάει για να βρεί ψάρια.
Βούτσι (το): Μικρό βαρέλι κρασιού.
.
Βραγιά (η): Αυλάκι για φύτεμα.
Βραγιά (η): Φυτεμένο αυλάκι χωραφιού.
Βρακί (το): Παντελόνι.
Βρακοζώνι (το): Ζωστήρας.
Βρακολινιά (η): Ζώνη παντελονιού από σχοινί (Βλ. Λινιά-Linea).
Βρακοντιές (οι): Είδος φυτού.(Παξοί).;;;;;;;;;;
Βράχλο (το): Η φτέρη.
Βρικάζω : Φωνάζω δυνατά.(Παξοί). ;;;;;;;;;;;;;;;
Βρυνίλας (ο): Ακροποταμιά με βρύα.
Βρυσίδι (το): Κεφάλαιο. ;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;;
Βύσαλο (το): Το βότσαλο
Γ
Γ-Δ-Ε-Ζ
Γαδίνι (το): Φλυτζάνι του τσαγιού.
Γαδίνι (το): Λεκανάκι.
Γαδίνι (το): Νιπτήρας (Ital.Catino).
Γάζα (η): Είδος σαλαχιού.
Γαζέτα (η): Παλιό Ενετικό νόμισμα ίσο με δύο ενετικά σόλδια.
Γαιδουρόσπιγγος (ο): Πουλί λίγο μεγαλύτερο από το σπίγγο και λίγο κόκκινο χρώμα στην κοιλιά.
Γαλάρα (η): Καθαρή .;;;;;;;;;
Γαλάρι (το): Το γουρούνι.
Γαλαρία (η): Ο εξώστης του θεάτρου (Ital. Galleria?????).
Γαλατζίτες : Αγριολάχανα.
Γαλδίδος (ο) Εφοδιασμένος έτοιμος για χρήση. (Ital. Guarnire);;;
Γαλδιμέντο (το): Έτοιμο για χρήση.
Γαλεότα (η): Πολεμικό πλοίο.
Γαλετίνες (οι) : Μπισκότα (Ιταλ.galleta ).
Γάλικο (το): Το πουλερικό Γάλος (Ital. Gallo =Αγριόγαλος).
Γαλιόνι (το): Πλοίο εξοπλισμένο για την μεταφορά πολύτιμου φορτίου.
Γαλιουρίζω Δεν βλέπω καθαρά. ( « Παίζει» το μάτι μου ).
Γαλιουρίζω : Η αίσθηση του τρεμουλιάσματος στο μάτι .
Γαλιφιά (η): Κολακεία (Ital. Gagliofferia).
Γαλόνι (το): Μονάδα μέτρησης βάρους ίση με 4 κιλά.
Γανάσα (η): Σιαγόνα (Ital. Ganascia).
Γανιές: Μαύροι λεκέδες , καρβουνιές
Γαντζάος (ο): Καίκι με δύο άλμπουρα.
Γαντιέρα (η): Δίσκος σερβιρίσματος (Ital. Guantiera).
Γαρδέλι (το) : Ωδικό πουλί (η γνωστή καρδερίνα).
Γαρδινιέρα (η): Κρεμαστή σιδερένια βάση για γλάστρες (Ital. Giardiniera).
Γάρμπα (η): Ράτσα μουριάς.
Γαρμπίνος (ο): Γαρμπής ,Ν-Δ Άνεμος (Ital. Garbino).
Γάρμπο (το): Φλέρτ. (Ιταλ. Garbo - Χάρις , ευγένεια ).
Γαρμπόζα (η): Η αγαπητικιά.- ερωμένη
Γαρμπόζος (ο): Ερωτύλος. (Ital. Garboso).
Γαρμπούνι (το): Η ασθένεια Άνθραξ. (Ital. Garbone =Κάρβουνο).
Γαρούνας (ο): Φόβητρο για τα μικρά παιδιά.
Γαστάλδος (ο): Αυτός που αναλαμβάνει υποθέσεις άλλων.;;;;;;;;;;;;
Γαστρί (το): Δοχείο για να πίνουν οι κότες (Γάστρα).
Γάτος (ο): Γατόψαρο στρογγυλό λαίμαργο ψάρι με μυτερή λόγχη στη ράχη.
Γατσίνι (το): Γατάκι (Παξοί).
Γατσούλι (το): Γατάκι (Γύρου).
Γδώνω : Τεντώνω – Ξεχειλώνω.
Γελές (ο): Γιλέκο (Ital. Gile).
Γενατσούρια (τα): Η ημέρα της γέννησης.
Γένημα (το): Καλαμπόκι.
Γεντέκι (το): Σχοινί για ρυμούλκηση πλοίων .
Γεραμέντο (το): Επισκευή (Ital. Rammento).
Γερανό (το): Σκούρο μπλέ .
Γεροκουλουμίζω : Γηροκομώ (βλ.Κουλουμίζω).
Γέτο (το): Η εβραική κοινότητα (Ital. Getto =Πέταγμα –ρίξιμο-απόβλητο).
Γιακέτα (η): Σακάκι. (Ital. Giacca).
Γιαλοράκι (το): Ρακοπότηρο (Παξοί).
Γιάξε : Κοίταξε (Παξοί).
Γιαπούντζα (η): Μακρύ και βαρύ , καθημερινό παλτό των αρχόντων. (πιθανόν να ονομάστηκε έτσι έπειδή έμοιαζε με το ανάλογο Γιαπωνέζικο παλτό).
Γιαπράκια (τα): Γιουβαρλάκια (Παξοί).
Γιάτο : Νάτο (Παξοί).
Γιατσάδα (η): Παγωνιά – Κρυάδα (Ital. Ghiaccata = ποτό με πάγο).
Γιάτσο (το): Παγωμένο (Ital. Ghaccio).
Γιόμα (το): Μεσημεριανό φαγητό.
Γιομάρι (το): Φόρτωμα ξύλα.
Γιομίζω : Γεμίζω (Γιομώζω στους Παξούς).
Γιότσα (η): Έπιπλο σαλονιού.;;;;;;;
Γίοτσολα (η): Κονσόλα σπιτιού.
Γιουδιστόν : Απόφαση (Ital. Giudicato).
Γιούλιο (το): Μενεξές .;;;;
Γιους Πατρονάτους : Δικαίωμα επι εκκλησιαστικού κτήματος παραχωρηθέντος από το Βενέτ. Δημόσιο.
Γιουστάρω : Τακτοποιώ (Ital. Aggiustare).
Γιοφυλλί (το): Μώβ έντονο ανοιχτό.
Γισταμέντο (το): Συμφωνία για τακτοποίηση λογαριασμού (Ital. Aggiustamento).
Γκαιδός (ο): Ο πάσχων από στραβισμό.
Γκανιότα (η): Δοχείο χρημάτων σε χαρτοπαιχτικές λέσχες.
Γκαντζέλος(ο): ο Ερωτοτροπών ,ο αγαπητικός ,ο κορτάκιας. (Ital. Ganzo – Gantzelo-Gantzelino).
Γκενεράλ (ο) Επίτροπος – πληρεξούσιος. (βλ. Γκενεράλης).
Γκενεράλης (ο): Στρατηγός – αρχηγός (Ital. Generale).
Γκέσο (το): Κιμωλία (Ital. Gesso – Ven. Zesso).
Γκέσο ντε πρεζα (το): Γύψος (Gesso di presa = Γύψος συγκράτησης).
Γκέτο (το): Σιδερένια μισοστρογγυλη πόρτα φούρνου (Ven. Geto).
Γκιορνάδα (η) : Το μεροκάματο (Ιταλ. Giornata : ημέρα ).
Γκίοτσα (η): Ξύλινο έπιπλο σπιτιού ,κονσόλα (Ven. Giozza).
Γκίουρμο (το): Ώριμο.
Γκιούστος (ο): Ακριβοδίκαιος (Ital. Giusto).
Γκιράντολα (η): Περιστρεφόμενο σιδερένιο στήριγμα παραθύρου (Ital. Girante , Ven. Zirandola=Στροφέας).
Γκιώνης (ο): Μεγάλο πουλί αρπαχτικό.
Γκιώνης (ο): Κουκουβάγια.
Γκλάρος (ο): Ο λάρυγγας.
Γκλόρια (η): Θρίαμβος –εξαιρετική στιγμή (Ital. Gloria = Δοξαστικός ύμνος).
Γκόγκλα (η): Η Ζώνη που πιάνεται στην κοιλιά του γαιδάρου.
Γκόγκλα (η): Κυμάτισμα .
Γκόγκλα (η): Στροφή.
Γκόγκλες (οι): Κυματισμοί.
Γκόγκλες (οι): Στιφογυρίσματα.
Γκοζάρω (η): Γριά προβατίνα.
Γκόθρικας (ο) : Το πρώτο γάλα.
Γκόν : Υπερβολική μέθη (Αγγλ. Gone – Go – «Έφυγε» ).
.
Γκότζα (η) Γέρικη προβατίνα.
Γκουτζερές (ο): Γανωματής
Γκράντε μεστεριόζος (ο) Πολύ μυστηριώδης . (Ital. Grande musterioso).
Γκρατσίολα (η): Χαριτωμένη , πνευματώδης (Ital. Graziosa).
Γκρουζιά (η): Άγριος θάμνος με κίτρινα φύλλα και άσχημη μυρωδιά.
Γκρούζω : Μουγκρίζω. “Γκρούζει σαν το γαλάρι”.
Γκώνω – Έγκωσα : Βαρυστομάχιασα – Φρακάρησα.
Γλάρουγκας(ο): Λαρύγγι.
Γλέπεις : Βλέπεις.
Γλητσίνα (η): Αναρριχητικό φυτό.
Γλίμα (το): Κομμάτι σαπουνιού.
Γλίνα (η): Λάσπη.(Παξοί).
Γλίτσα (η): Σκουλήκι για ψάρεμα.
Γλούπος (ο): Το λαρύγγι- (Μεταφ. Αυτός που τρώει πολύ).
Γλυκάδι (το): Ξύδι (Παξοί).
Γλυκάδι (το): Οι αδένες του αρνιού στο λαιμό που αγοράζουμαι μαζί με με την συκοταριά. (Γύρου- Όρος).
Γλυκολάχανο (το): Ήμερο λάχανο.
Γοβέρνο (το): Κυβέρνηση .(Ital. Governo).
Γογγύλη (το): Κομμάτι κορμού δένδρου. (Αρχ. Γογγύλην).
Γοδέμπελος (ο): Πρόσχαρος (Ital. Godibile).
Γοδέρω Ευχαριστιέμαι – απολαμβάνω. (Ιταλ. Godere).
Γοδιμέντο (το): Ευχαρίστηση (Ital. Godimento).
Γοδιμεντόζος (ο): Γλετζές (Ital. Godimentoso).
Γόμπα η Σγούμπα (η): Καμπούρα (Ital. Gobba).
Γορδελάρω Ενώνω με χονδρή κλωστή ή ράβω κορδέλα στην άκρη του υφάσματος .
Γουαντιέρα (η): Δίσκος ;; Σερβιρίσματος;;;;;;;;
Γουζιός (ο): Τσαλαπετεινός (Λευκίμμη – Παξοί).
Γούζο (το): Δικό μου , προσωπικό (Ital. Uso).
Γούζο μου : Για τον εαυτό μου.
Γούζω (το): Πείσμα.
Γουλάδα (η): Δρόμος λιθόστρωτος με στρογγυλές πέτρες (γούλους).
Γουλί (το): Μικρή στρογγυλή πέτρα
Γουλίζω : Τρίβω το χταπόδι πάνω σε μια πέτρα..
Γουλοζιτά (η): Λαιμαργία (βλ. Γουλόζος).
Γουλόζος (ο): Λαίμαργος (Ital. Goloso).
Γουλοκόφινο (το): Κοφίνι ενισχυμένο για τη μεταφορά της πέτρας από τους οικοδόμους.
Γούλος (ο): Πέτρα στρογγυλή.
Γουλοφάης (ο): Ουλίτιδα .
Γουργούρι (το): Περισυλλογή.
Γουρουνοσακούλα (η) Καπνοσακούλα κατασκευασμένη από την ουροδόχο κύστη του γουρουνιού
Γούσα (η): Διατομή κορνίζας (Ital. Guiscio = Κέλυφος,Σκελετός, Σκαρί).
Γουτζί (το): Γουρουνόπουλο.
Γράβα (η): Σπηλιά. (Αγγλ. Cave-cavern. Ιταλ. : caverna ).
Γραβαλίζω : Στρώνω το χώμα με τσουγκράνα .
Γράβαλος (ο): Τσουγκράνα.
Γραέλα (η): Σιδερένια σχάρα (Ven. Graela).
Γράζω Φωνάζω.
Γραμπαούλι (το): Άγκυρα βάρκας.
Γρανίτσα (η): Ψιλό χαλάζι (Ital. Grana Granita = Κόκκος).
Γραντζέουλα (η): Καβουρομάνα;;
Γραντζέουλα (η): Μουντζουριά.
Γρεγολεβάντες (ο): Ανατολικός προς νότιος ανεμος. (Ital. Greco Levante). Προφανώς επειδή ο Ιταλός βλέπει αυτόν τον άνεμο να έρχεται από την Ελλάδα.
Γρέμπα (η): Ξερολιθιά.(Ital. Greppo = Γκρεμός ).
Γρέντα (η): Το κάτω μέρος της Ζυφταριάς. (Παξοί).
Γρέπετο (το): Κατηφορικός λόγγος-αγρίωμα.
Γρετζεούλης(ο): Σατανάς.(Βελζεβούλ;;(Γύρου).
Γρέτζο (το) Άγρια επιφάνεια. (Ital. Greggio=Aκατέργαστο).
Γρίλα (η): Το γουργουρητό της κοιλιάς από πείνα (Ital. Grillo=Χωρίς φαγητό).
Γριλίτσα (η): Ηλίαση.
Γριτσόρα (η): Αγριολάχανο.
Γροβολιά (η): Αγριοδαμασκηνιά.
Γρόγγος η Δρόγγος (ο): Το ψάρι Μουγκρί (Ital. Grongo).
Γροπέτο (το): Φιαλίδιο ;;;;;;;;;;
Γρόσα (η): Μία γρόσα ισοδυναμούσε με 145 κομμάτια όπως η Ντουζίνα ισοδυναμεί με 12.
Γρότα (η): Σπηλιά , τρύπα (Ital. Grotta).
Γρουδιένω : Ζαρώνω από την πολύωρη παραμονή στο νερό.
Γρούζω : Γουργουρίζω.
Γρουμπανιά (η): Πέσιμο (Παξοί).
Γρουμπούλι (το): Εξόγκωμα του δέρματος.
Γρουμπούλι (το): Δερματικό εξόγκωμα (Ital. Groppo – Groppone =Κόμπος - καμπούρα).
Γρούνι (το): Γουρούνι.
Γρουνοτσάρουχο (το): Παπούτσι από ακατέργαστο δέρμα χοίρου και γκέτα από γούνα για τη βαρυχειμωνιά
Γρουτζιά (η) Αγριόφυτο με κίτρινα λουλούδια , θεραπευτικό για την αιμορραγία.
Γρούψα (η): Δίψα (Λευκίμμη-Παξοί).
Δ
Δάγα-Δάγα : Γρήγορα – Γρήγορα
Δάγο : Αργά, σιγά (Ital. Adagio).
Δαιμοναριά (η): ¨Ένα φυτό ;;;;;;;;;;(Υοσκύαμος).
Δάντσια (η): Φόρος (Ital. Dazio).
Δάρτης (ο): Εργαλείο για το κοπάνισμα του σιταριού.
Δάρτης (ο): Κουρασμένος (Παξοί).
Δαρτό νερό (το): Πολύ δυνατή βροχή.
Δαυλί Καιόμενο ξύλο- μεθυσμένος πάρα πολύ. ( «αυτός έγινε δαυλί).
Δαφνίλας (ο) Τόπος με δάφνες.
Δείλια (η): Τάση για λιποθυμία-αδυναμία.
Δεκαοχτούρα (η): Ένα είδος γκρίζου περιστεριού
Δεκουτζιόν : Αμέσως;;;;;;;;;;;;;;
Δεκρέτο (το): Απόφαση-ψήφισμα (Ital. Decreto).
Δεκρετσιόν (η): Διάκριση (Ital. Discrezione).
Δελεγάτος (ο): Εντεταλμένος.(Ital. Delegato).
Δελέγκου : Γρήγορα , αμέσως (Ital. Di luogo).
Δελίτο (το): Μεγαλόσωμο.
Δεμπιτόρος (ο): Οφειλέτης (Ital. Debitore).
Δενόντσια (η): Ιατρική έκθεση;; (Ital. Denunzia = Γνωστοποίηση).
Δεντρόβαλος (ο): Δεντρογαλιά(είδος φιδιού)
Δεποζιτάρω : Παρακαταθέτω (Ital. Depositare).
Δεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (Ital. Deposito ).
Δεπουτάτος (ο): Εξουσιοδοτημένος (Ital. Deputato = Βουλευτής).
Δεροτόρος (ο): Διευθυντής (Ital. Direttore).
Δεσγούτο (το): Δυσαρέσκεια (Ital. Disgrato-Disgusto=δυσαρέσκεια – αηδία ).
Δεσμπόρσο (το): Δαπάνη (Ital.Disborso ).
Δεσπέτο (το): Πείσμα. (Ιταλ. Per Dispeto).
Δεσπουτάτος (ο): Ηγεμόνας (προφανώς προέρχεται από το Δεσποτικός Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Δεστεμέλι (το): Ζώνη.
Δεστινάρω : Στέλνω , Κατευθύνω (Ital. Destinare).
Δέστρος (ο): Επιδέξιος (Ital. Destro).
Δεστρούτο (το): Λειωμένο χοιρινό λίπος (Ital. Strutto).
Δεσφιλάδο (το): Εξεφτελισμένο (Ital. Vile = Δειλός ,άνανδρος, εξεφτελισμένος).
Δήλησε : Βγήκε αληθινό (Μου δήλησε το όνειρο).(Παξοί).
Δήλισε : Πραγματοποιήθηκε (το όνειρο).
Διαβατάρης (ο): Περαστικός.
Διάγκιλος (ο): Διάολος.
Διάκαμπο (το): Στη μέση του κάμπου.
Διάκοιλος (ο): Κοιλιακό νόσημα.
Διακόνι (το): Ζητιανιά.
.
Διακονιάρης (ο): Ζητιάνος.
Διαλυμάτο (το): Χύμα (Τσιγάρα διαλυμάτο).
Διαμάσχαλα : Κάτω από την μασχάλη.
Διάνα (η): Λευκή (Παξοί).
Διάργυρος (ο): Ο υδράργυρος. (και ως κατάρα : «Στάχτη και διάργυρος» Δηλ. Ας διαλυθούν όλα.
Διάσκατζε : Δεν βαριέσε.
Διάσκατζος (ο): Διάβολος.
Διάσωνας (ο): Μολυσμένο σπυρί.
Διατσέντο (το): Υάκινθος (Ital. Giacinto).
Διγόνι (το): Το τελευταίο τέκνο της οικογένειας.
Δίημα : Πολύ σημαντικό – Αφήνει εποχή.
Δικιαρίζω η Δεκιαράω : Δηλώνω (Ital. Dichiarare ).
Δίκοπη (η): Γεωργικό εργαλείο που από την μια μεριά ήταν τσαπί και από την άλλη τσεκούρι.
Δίρετα (τα): Δίκαιώματα (Ital. Diritto ).
Δίρετος (ο): Κατ’ ευθείαν.(Ital. Diretto – Diritto ).
Δίριτο (το): Δικαίωμα , ορθό ,ισιο (Ital. Diritto).
Διστρηγάρω Εξηγώ (Ital. Distrigare).
Διτζεδέρω : Αποφασίζω (Ital. Desidere).
Δίτολο (το): Τίτλος (Ital. Titolo).
Δόγα (η): Βαρελοσανίδα (Ital. Doga).
Δογάνες (οι): Δασμοί (Ital. Dogana).
Δόγες (οι): Κομμάτια (μάλλον προέρχεται από τα σανίδια του βαρελιού).
Δονατσιόν (η): Δωρεά (Ital. Donazione).
Δόνικα : Λοιπόν.
Δόνκα Ναι - Βεβαιωτικό μόριο.
Δόνκα Σκέψου. ;;;;;
Δοντούρα (η): Το δόντι τραπεζίτης.
Δόπιος (ο): Σταυρωτός, διπλός (Ital. Doppio).
Δοράκινο (το): Ροδάκινο (Ital. Duracino =Με τη σάρκα κολλημένη στο κουκούτσι)
Δοτερία (η): Ρητορεία (Ital. Oratoria).
Δοτόρος (ο): Γιατρός (Ital. Dottore).(βλ. και Τοτόρος).
Δουκάτο η Δουκατόνι (το): Χρυσό νόμισμα υποδιαιρούμενο σε μαρτσέλους και σόλδια.
Δουρατούρος (ο): Μακρόβιος , διαρκής (Ital. Duraturo).
Δουράω : Αντέχω στο χρόνο (Ital. Durare).
Δραγάτης (ο): Αγροφύλακας.
Δράζει : Στάζει , Έχει διαρροή.
Δραξιά (η): Σταγόνα (Παξοί;;.(Ital. Goccia;;;;
Δρόγκος (ο): Το ψάρι Μουγκρί.
Δρόπακας (ο): Υδρωπικία.
Δροτσίλας (ο): Τα σπυθουράκια που προκαλούνται από υπερβολική ζέστη
Δυάργυρος (ο): Υδράργυρος.
Δυναμάρι (το): Στήριγμα
Ε
Έβγαση Έξοδος. (Αρχ. Εκβαίνω).
Εγγιστάρω : βλ. Αγγιστάρω.
Έγιανε : Έγινε καλά.
Έγκαψη (η): Φλόγωση (Αρχ. Εγκαίω).
Εγκώμιο (το): Πείραγμα (Αρχ. Έν Κώμος).
Εδαυτού: Ακριβώς Αυτού (Παξοί).
Εδεδώ : Ακριβώς εδώ.(Παξοί).
Εδεκεί: Ακριβώς Εκεί. (Παξοί)
Εδούρησε (δεν) : Δεν κράτησε πολύ-
Εθαραπάικα : Ευχαριστήθηκα.
Είδισμα : Τίποτα (Παξοί).
Είμητα : Εκτός αν ( Αρχ. Ει μη ).
Εκουϊστάδος (ο): Βλ. Ακιστάδος
Εκουτσούριανα : Πάγωσα .
Εκτενταρίζομαι : Καθαρίζομαι.
Ελεγάω : Ελεώ .
Ελόου μου : Εγώ προσωπικά( Από: Του Λόγου μου).
Ελώου μου, σου , του : Εγώ , η αφεντιά μου.
Εμπασοεκβατήριον (το): Είσοδος σπιτιού.
Εμπετσάρω : Παρενοχλώ (Ital. Impacciare).
Εμπιστιάνα : Επί πιστώσει (Αρχ. Εν Πίστει ) βλ. Μπιστιού.
Έμπλασε : Έπιασε. (Παξοί).
Έμπο : Καταιγίδα (Ital. Temporale);;;
Ενεξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση. (Ital. Esecuzione).
Ένιαξε : Μάζεψε , Μίκρυνε.
Ενόδος (ο): Ετοιμοθάνατος (Αρχ. Εν Οδώ).
Εντεπόζιτο (το): Παρακαταθήκη (βλ. Δεπόζιτο ).
Έντεσα : Σκόνταψα –πιάστηκα από κάπου.
Εντιματσιόν (η): Δήλωση , Αίτηση, ;;;; (Ital. Entizione = Έκδοση ).
Εντράδα (η): Εισόδημα ( Ital. Entrada).
Εξαγλίστρησα : Γλίστρησα.
Εξαμιναδόρος (ο): Ελεγκτής (Ital. Esaminare = Ελέγχω ).
Εξάτο (το): Έκτο .
Εξεκουτσιόν (η): Εκτέλεση ( Ital. Esecuzione).
Εξενού (είναι ) : Είναι στον κόσμο του.
Εξεπόχτησα : Ξεθεώθηκα – Κουράστηκα πολύ.
Εξεποχτίστηκε : Πέθανε (κυριολεχτικά;;.
Επάθιασα : (Με πάθιασες). Κοντεύω να πάθω ασφυξία από τη βρώμα.
Έπλασε Ζούλιξε – Έλιωσε Από την πίεση (Γύρου ,Όρος , Μέση).
Εργάνι (το): Ξύλινο εργαλείο του ελαιουργείου (Αρχ. Γέργανον;;.
Ερημοκουνάρητο (το): Το αλητόπαιδο.
Εριάστηκα : Ξεπάγιασα (Παξοί).
Εριγγέρω : Παρίσταμαι (Ital. Fingere).
Ερούτσωσε Πείσμωσε , θύμωσε , μούτρωσε (Ital. Ruzzo). (Του είπα κάτι και αυτός ερούτσωσε )
Ερσεβέρω : Αποδέχομαι (Ital. Concedere).
Έρτα (η): Τα πλαίσια γύρω από τις πόρτες και τα παράθυρα που εξέχουν (Ven. Erta).
Ερωτιζάμενος (ο): Ερωτώμενος (Κρητικό).
Εσάκιασε : Νερούλιασε-χωρίς δυνάμεις.
Εσινιάρισα : Σημάδεψα.
Εσπανιάρισε Κλώτσησε -(χαλασμένο σπείρωμα Βίδας ).
Εσπόρσο (το): Πληρωμή (Ital. Sborso).
Έσσωπος (ο): Αρωματικό φρύγανο (Αρχ. Ύσσωπος).
Έστρα : Οίστρος , έμπνευση .
Εστρυμποχνιάστηκα : Στεναχωρήθηκα
Εσύ ο ίδιος : Εσύ. ( « Τι λες εσύ ο ίδιος;»).
Εσφαγιουδιτσάλ : Εξώδικο ( Ital. Estragiudiziale).
Έσωσα : Τελείωσα.
Ετάρδησα : Με βρήκε η νύχτα στο δρόμο.(Ital. T;ardi).
Ετζαμινάρω : Εξετάζω (Ital. Disaminare).
Έτι : Μόλις. (Παξοί).
Ετο Νάτο.
Έτο : Νάτο.
Ετσούκλωσε : Γέμισε το στομάχι (Παξοί).
Ετσούλωσε : Πείσμωσε.
Εφετιβαμέντε: βλ. Αφιτιβαμέντε.
Εφουτιβαμέντε : Πραγματικά .(Ital. Effittivamente).
Έχιμο (το): Ιδιοκτησία .
Ζ
Ζαβό (το): Όχι ίσιο – στραβό.
Ζαίδα (η): Παραφυάδα.
Ζαίσω : Τσακίσω (Γύρου) Βλ. Βαίσω.
Ζάλωμα (το): Φόρτωμα.
Ζάμπα (η): Φρύνη- Είδος βάτραχου που ζει στα χωράφια. (Ital. Zamba = Κακοφτιαγμένο – κακογραφία).
Ζαμποφάης (ο): Φίδι που τρώει τις ζάμπες (Φρύνους).
Ζάντες (οι): Κορδέλες (Παξοί).
Ζαρονεύρης (ο): Κράμπα.
Ζαχουλιά (η): Αγριολάχανο.
Ζβίγγος (ο): Λουκουμάς .
Ζγούρος (ο): Ζβούρα.
Ζέγκουνας (ο): Αγριολάχανο.
Ζεματούλι (το): Παπάρα από όσπρια και γάλα.
Ζεματούρα (η) Ζεστή φασολάδα.
Ζεματούρα (η): Σούπα , ζουμί με βουτηγμένο ψωμί.
Ζερβελιά (η): Βερυκοκιά (Παξοί).
Ζερνίζει : Πάει λοξά.
Ζήμα (το) Ο πολτός από την σύνθλιψη της ελιάς η του σταφυλιού.
Ζιάζω : Ζυγίζω.
Ζιφταριά (η): Ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού.
Ζίφω Στίβω.
Ζιψιά (η): Πολύ βρεγμένο. (τα ρούχα του ζίφονται).
Ζμούσο (το): Φαλτσογωνιά σε ξύλο η τοίχο (Ital. Smusso=άμβλυνση).
Ζμπερλάδος (ο): Τρελός , ανισόρροπος (Ital. Sbilanciare).
Ζμώνω : Ζημώνω.
Ζοντάδα (η): Έδαφος με πολλά νερά.
Ζορκάδι (το): Το γυμνό .
Ζορκόκωλος (ο): με γυμνά οπίσθια Ζορκολαίμα (η): Κότα με γυμνό λαιμό.
Ζορκολαίμης (ο): Γυμνόλαιμος κόκκορας.
Ζόρκος (ο): Γυμνός.
Ζουγκλός (ο): Παράλυτος , ημιπληγικός (Αρχ. Ζάγκλον).
Ζούλα (η): Προβατίνα (Παξοί).
Ζούλο (το): Ώριμο φρούτο.
Ζούπα (η): Πηγμένο γάλα με ψωμί.
Ζυφταριά (η) Πιεστήριο χειροκίνητο για τις ελιές.(Παξοί).
Ζύφω : Στίβω – Πιέζω.
Ζώση (η): Η πάνινη
ζώνη από την παραδοσιακή κερκυραϊκή στολή Των ανδρών.
Ζωφό (το): Στιφό (Παξοί).
Ζώφους : Φέρνει αέρα κατά διαστήματα.
Ζωχιός (ο): Αγριολάχανο.
Συνεχίζεται....
ΜΠΡΑΒΟ ΦΙΛΕ ΑΣΛΑΝ!!! ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΤΗ ΞΕΝΟΜΑΝΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΧΕΙ ΠΙΑΚΕΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΥ ΒΑΣΤΑΕΙ Η ΣΚΟΥΦΙΑ ΜΑΣ! ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΑ ΤΑΛΑΡΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή