Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Η Γλώσσα των Κερκυραίων - Τέταρτο μέρος by "aslan"

Τα γράμματα Κ-Λ-Μ

Κ

Κoστέκια : Σπευδισμα Αλόγου.
Κάβα (η): Αποθήκη κρασιών (Ital. Cava).
Κάβα (η): Λατομείο (Ital. Cava).




Καβαλάρης (ο): Το μεσαίο δοκάρι δίχυτης σκεπής.
Καβαλιεράτο (το): Σταυρός από φοίνικα για την ημέρα των βαίων.
Καβαλίκεμα (το): Η συνουσία και η επιβολή.
Καβαλίνα (η) Κόπρανα αλόγου , Γαιδάρου(Ital. Cavallina=Φοραδίτσα).
Καβαλίνες (οι): Κόπρανα Γαιδάρου.
Καβαλκίνα(η):Αίθουσα χορού (Ital.Cavalchina=Αποκριάτικος χορός της Βενετίας ).
Καβάλος (ο): Τα παιγνιόχαρτα Βαλές και Φάντες (Ital. Cavallo) Άλογο – Μάλλον επειδή οι κάρτες αυτές έχουν καβαλάρηδες.
Καβαλουκάτα (η): Μεγαλόσωμη , γεροδεμένη γυναίκα
Καβαλούρης (ο): Επιβαλλόμενος.
Καβαλούτσι (το): Η μεταφορά ενός άλλου στην πλάτη.
Καβαντζάρω : Προσπερνάω.
Καβεντζάλε (η):Λωρίδα πανιού που έβαζαν στα μαξιλάρια για να μην λερώνονται. (Ital. Cavezzale=Λωρίδα γης ακαλλιέργητη στην άκρη χωραφιού).
Καβέντζο (το): Καλό ταξίδι ( Καλό Καβέντζο). (Ital. Cavezza = Χαλινάρι ) Προφανώς όταν τα ταξίδια γινόταν με άλογα , η ευχή ήταν « Καλό Χαλινάρι».
Καβέντζο (το): Δαντελένια λωρίδα (Ital. Cavezza = δερμάτινη λωρίδα χαλινού).
Καβίλια (η): Ξυλόκαρφο (Ital. Caviglia).όψιμη και
Καβούκα (η): Το φέσι.
Καβούκι (το): Καπέλο.
Καγιούρι (το): Είδος χτενίσματος των γυναικών του Όρους.
Καγκελαρία (η): Γραφείο Διοίκησης (Ital. Cancelleria ).
Καγκελαρία (η): Κυβερνείο , Διοικητήριο (Ital. Cancellaria).
Καγκέλο (το): Γραφείο του Καντιτζιλιέρη.
Καδίνα (η): Αλυσίδα . (Ιταλ.. (Catena).
Καδίνα η Καδένα (η): Αλυσίδα (Ital. Catena ).
Καδινάτσο (το): Σιδερένιος σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio , Ven. Caenazzo).
Καδινάτσος (ο): Σύρτης πόρτας (Ital. Catenaccio).
Καδινέλα (η): Είδος ραψίματος αλλά και διακοσμητικό πηχάκι αλλυσιδωτό.
Καδινέλες (οι): Κορδονάκια.
Κάζα (η): Σπίτι (Ital. Casa).
Καζάρμα (η): Στρατόπεδο (Ital. Caserma).
Κάζεται (μου) Μου φαίνεται (Αρχ. Εικάζεται).
Καζίνο (το): Πολιτική λέσχη Λομβαρδιανών (Ζάκυνθος).
Κάζο (το): Συμβάν , περιστατικό (Ital. Caso).
Κάζο μπλάνκο (το): Μεγάλο γεγονός. ΄???/
Ακηδώς η Γκαηδός (ο): Αλλήθωρος ( Με καηδό αν κοιμηθής το πρωϊ θα Γαλιουρίζης .- Δηλ. θα « παίζει» το μάτι σου).
Κάης (είναι) : Είναι σκοτάδι (Παξοί).
Καθρέφτης (ο): Το πίσω κάθετο μέρος της βάρκας.
Καιμένη (η): Πικραμένη.
Κακακίδα (η) : Το αμύγδαλο που έπεσε πρόωρα και έχει μια ιδιαίτερη και ωραία γεύση.
Κακαράντζες (οι): Ξερές ελιές.
Κακοέχη (το): Δύσκολη κατάσταση.
Κακοντραμάδος (ο): Κακοντυμένος (Ital. Tramare =Υφαίνω).
Κακοπραγία (η): Κακή πράξη.
Κακορίζικος (ο): Άτυχος.
Κακοτρύγης (ο) : Ποικιλία άσπρου σταφυλιού που έχει πολύ σκληρό κοτσάνι και βγάζει ένα πολύ καλό κρασί.
Κάκοψα (τα): Τα καρύδια που σπάνε δύσκολα.
Κάκοψο (το): Σκληρό.
Καλαβρέντζος (ο): Πυκνή πάχνη που πέφτει το καλοκαίρι στις μεσοδυτικές παραλίες της Κέρκυρας και κρατάει από μία ώρα εως δύο μέρες . Μάλλον την ονομασία πήρε από την Καλαβρία από οπου έρχεται αυτός ο καιρός.
Καλαθούνια (τα): Καλάθια (Παξοί).
Καλαμίθρι (το): Χόρτο για ζωοτροφή.
Καλαμίνας (ο): Καλαμιώνας.
Καλαμοβράκι (το): Μπατζάκι (Παξοί).
Καλάντισμα (το): Το ράντισμα του παπά τα Θεοφάνεια.
Καλάρι (το): Λεπτό σχοινί.
Καλάρω : Υποβιβάζω , Μειώνω , Ελαττώνω .
Κάλε (το): Οδός (Ven. Cale).
Καλή (η) : Γιαγιά
Καλιβούτσι : Κουβαλάω κάποιον στην πλάτη.
Καλικούνι (το): Κατσαρόλα με στενό λαιμό και χονδρό σώμα.
Καλικούνι (το): Ξύλινο πώμα βαρελιού.
Κάλιο : Καλύτερα.
Καλλισκόπειον (το): Βεράντα με θέα ( σε παλιά συμβόλαια μετά την Ένωση).
Καλογρίτσα (η): Μικρό δηλητηριώδες ψάρι της λίμνης.
Καλομέλανο (το): Φάρμακο για φυματικούς.
Καλόμερη (η): Καλομοίρα.
Καλοπέζουλος (ο): Ο ακριβοδίκαιος, ο τίμιος , ο αφελής(Ital. Pesare).
Καλοπέσουλο : Και με το παραπάνω.(κυρίως στη Λευκίμμη).
Καλοχαιρέτης (ο): Ευγενικός .
Κάλοψα (τα) : Τα καρύδια που σπάνε εύκολα.
Κάλτσα Μπράγα (η): Ανδρικό καλσόν αριστοκρατών.
Καλυμάρα (η): Μτφ. Νύστα.
Καμαλιμάγκου : Επιτέλους.- Εν Κατακλείδι. (βλ. Βαραμέντε και Αλιμάνγκου)
Καμάρα (η): Αψίδα (Αρχ. Καμάρα).
Κάμαρα (η): Δωμάτιο (Ital. Camera ,Ven. Camara).
Κάμαρα ντα ριτσέβερε (η): Προθάλαμος , ευρύχωρο χολ (Ital. Camera di ricevere).
Κάμαρα ντι τσιβίλ (η): Σαλόνι , αίθουσα υποδοχής (Ven.Camara da civil).
Κάμαρα ντι τσίβιλε (η): Σαλόνι αρχοντικού σπιτιού (Ital. Camera di civile).
Κάμαρη (η): Δημόσιο.
Καματερό (το): Στρώμα μαρμάρου.
Καμιζέτο (το): Πουκάμισο.(Ital. Camicia).
Καμιζιόλα (η): Κοντό γυναικείο σακάκι κεντημένο της παραδοσιακής στολής
Καμικόντο : Κάπως έτσι.
Καμινέτο (το): Σωληνάκι κάτω από την κάνη του εμπροσθογεμούς όπλου όπου ετοποθετήτο το καψούλι.
Καμουλίκα (η): Κουκούλα.
Καμούσι (το): Κατακάθι του κρασιού. (Παξοί).
Καμούφο (το): Τελείωμα σε δαντελένιο ύφασμα.
Καμπανέλα (η): Λουλούδι που μοιάζει με καμπάνα.
Καμπάνια (η): Εκστρατεία (Ital. Campagna ) πχ. Ένας κουρασμένος η γέρος λέει «δεν είμαι για καμπάνια».
Καμπάτικο (το): Μεγάλο και ασύμμετρο.
Καμπίαλα (η): Συναλλαγματική (Ital. Cambiale).
Καμπίελο (το): Ανοιχτός χώρος ανάμεσα σε σπίτια (Ven.Campielo).
Κάμπιο (το): Συναλλαγή (Ital. Cambio).
Καμπίονι (το) Πρότυπο ήθους (Ital. Cambione=υπέρμαχος , πρωταθλητής).
Κάμπο (το): Πλατεία ανάμεσα
σε σπίτια (Ital. Campo).
Καμπούλα (η): Καταχνιά - Καπνιά.
Καμπούλα (η): Καπνός , ομίχλη .
Καμπρί (το): Είδος υφάσματος ;;;;;;;;;
Καναβάτσα (η): Πετσέτα.(Παξοί).
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο-Κασέλα.
Καναβέτα (η): Ξύλινο κιβώτιο ???
Καναβετοπούλα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο.
Καναλέτο (το): Οχετός , αυλάκι , υπόνομος (Ital. Canaletto , Ven. Canaleto).
Καναλέτο (το): Αποχετευτικός αγωγός.(Ital. Canale).
Κάναλη (η): Υδρορροή σπιτιού.
Κάναλος (ο): Χαράδρα , πέρασμα.
Κάνεβα (η): Κελάρι κρασιών (Ven. Caneva).
Κανενέ : Επιτέλους.
Κανιάρω : Σέρνω (μουσικός όρος που σημαίνει : Σέρνω τη φωνή μου μέχρι την επόμενη νότα (Ital. Caghare = γαυγίζω).
Κάνιασα Δίψασα.
Κανιζέλα (η): Στενός διάδρομος στην πίσω μεριά των σπιτιών (Ven. Canicela).
Κανίσκι (το): Δώρο (Αρχ. Κάνεον;.
Κανίστρα (η): Καλάθι (βλ. Κανίσκι;;;;;.
Κανκάγια (η): Ρυτιδωμένη γριά.
Κανκιόφολα (η): Ηλιανθός;;;;;;;;
Κανοκιάλε (το): Τηλεσκόπιο (Ital. Canocchiale).
Κανούλι (το): Σωλήνας η μπαντζάκι παντελονιού(Ven. Canale).
Κανσονέτα (η): Σύντομο λαικό τραγούδι (Ital. Canzonetta).
Κανταδόρος (ο): Ταμίας (Ital. Cantaro = Ζυγαριά –Ζυγιστής).
Κανταδόρος (ο): Τραγουδιστής (Ital. Cantatore).
Κανταρέλα η Κανταρέλι(το): Δοχείο μεταφοράς υλικών χωρητικότητας ενός κανταριού – 1 Καντάρι =150Λίβρες(Ven.Cantaro).
Κανταρέλι (το): Μικρό καζάνι.
Κανταρέλι (το): Μικρό Καντάρι.
Καντάρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Καντάρι (το): Είδος ζυγαριάς.
Κανταριώλι (το): Μέτρο υπολογισμού των δημητριακών.
Κάνταρος (ο): Πήλινο σκεύος σε σχήμα λεκάνης.
Κάνταρος (ο): Πήλινη λεκάνη για ζύμωμα (Ital. Cantaro Παλιό μέτρο βάρους από 50-80 Κιλά και πήλινο δοχείο αντίστοιχης χωρητικότητας).
Καντάρω : Μετράω , Υπολογίζω (βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Βλ. Κανταδόρος).
Καντάρω : Τραγουδώ (Ιταλ. Cantare).
Καντηλέτο (το): Κερί φωτισμού(Ital. Candiletto).
Καντί (το): Χορδή μουσικού οργάνου.
Καντιλοσβύστης (ο) Είδος πεταλούδας που σβήνει το φως του καντηλιού.
Καντινέλα (η): Σανίδα που συγκρατούσε τα παραθυρόφυλλα ανοικτά . (Ven. Cantinela=Σανίδα).
Καντινέλα (η): Σιδερόβεργα που κρατούσε ανοικτά τα παραθυρόφυλλα . (Ital. Cantini = Χορδή μουσικού οργάνου).
Καντινέτα (η): Μικρή μουσική κομπανία.
Κάντιο (το): Πεντακάθαρο.
Καντιτζιλιέρης (ο) Γραμματέας Διοικητηρίου.(Ital. Cancelliere).
Κάντο (το): Τραγούδι . (Ιταλ. Canto).
Καντονιέρα (η): Συρταρίερα , Ντουλάπα
υπνοδωματίου(Ital. Cantoniera).
Καντουλάπι (το): Ντουλάπι (Παξοί).
Καντουνάλι (το): Γωνιακή ντουλάπα σπιτιού (Ven. Cantonal).
Καντουναριά (η): Ανήθικη γυναίκα-του πεζοδρομίου-του καντουνιού.
Καντούνι (το): Στενό δρομάκι (Ven. Cantone).
Καντουνιέρα (η): Πόρνη (Ital. Cantoniera).
Καντουνιέρης (ο): Αλήτης.
Καντσιλιέρης (ο): Γραμματέας.
Καντσόνα (η): Ενορχηστρωμένο τραγούδι.
Καντσονέτα (η): Τραγούδι. (Ιταλ. Canzonetta).
Κάονας (ο): Γλάρος (Παξοί).
Κάουζα (η): Δίκη (Ital. Causa).
Καούρικο (το): Καυτερό
Καουτέλα (η): Έγγραφο για εξασφάλιση (Ital. Cautela).
Καουτσιόν : Ασφάλεια – Εγγύηση.(Ital. Cauzionale).
Καπαντριόλης (ο): Αυθάδης.
Καπαράρω : Προκαταβάλω (Ital. Caparra).
Καπάσα (η): Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ven. Capazza).
Καπάσα (η): Κιούπι (Παξοί).
Καπάσα Μεγάλο πήλινο πιθάρι (Ital. Capacita =Χωρητικότης).
Καπατσάρω : Δαμάζω επιβάλω (Ital. Capacitare).
Καπατσάρω : Επιβάλλομαι (Ital. Capicitare=Πείθω).
Καπατσετάρω : Συγκρατήσω . (Δεν μπορώ να τον καπατσετάρω).
Καπατσιτά (η): Επιτηδειότητα , επιβολή (Ital. Capacita =Πειθώ).
Καπατσιτάρω : Επιβάλω την πειθαρχεία σε κάποιον. (Ιταλ. Capacitare Καταπείθω ).
Καπατσόνα (η): Καταφερτζού.
Καπάτσος (ο): Επιτήδειος (βλ. Καπατσιτά).
Καπελάνοι (οι) Ποπ κόρν.
Καπέλο (το): 1.Κυονόκρανο 2. Ανω άκρο καπνοδόχου.(Ital. Cappello).
Καπελωμένος (ο): Εκνευρισμένος.
Καπέτα (η): Χωρίστρα (Ital. Capo=Κεφάλι).
Καπίστρι (το): Μέρος του εξοπλισμού του γαιδάρου.
Καπιτάλι (το): Κεφάλαιο.
Καπιταλιστής (ο): Κεφαλαιούχος (Ital. Capitalista).
Καπιτάρισε : Έφτασε (Ital. Capitare).
Καπιτάρω : Συμβαίνω , Τυχαίνω(Ital. Capitare).
Καπιτέλο (το): Κυονόκρανο (Ital. Capitelo).
Καπίτολο (το): Κεφάλαιο (Ital. Capitolo).
Καπίτολο Προμπατόρι (τα):Ατράνταχτες αποδείξεις
(Ital.CapitoloProvatori)
Κάπο (Κρίμας στο Κάπο ) : Ειρωνικά για κάτι που νομίζαμε σπουδαίο (Ital. Capo = Αρχή , Αρχηγός , Κεφάλι).
Καπιτσίνια (τα): Γυναικεία παπούτσια περίτεχνα.
Κάπο ντε φιόρι (το): Κουνουπίδι (Cavoifiore).
Κάπο ντι όπερα (το): Αριστούργημα (Ital. Capo di Opera = Κεφαλαιώδες δημιούργημα)
Καπολαβόρο (το): Κομψοτέχνημα (Ital. Capo lavoro).
Καπολαβόρο (το): Αριστούργημα (Ital. Capolavoro).
Καπονάρα (η): Κοτέτσι (Ven. Caponera , Ital. Capponaia).
Καπορονιόζος (ο): Μικρό και «ευτελές» ψαράκι.
Κάπος (ο): Αρχηγός , «κεφάλι».(Ital. Capo).
Καποσάντες (ο): Είδος στρειδιού.
Καποσίδερο(το): Η άκρη του παλαιού φρουρίου (Ιταλ. Capo di San Isidoro).
Καπότο (το): Επανωφόρι , Χλαίνη (Ital. Cappotto).
Καπουλομαξίλαρα (τα): Μαξιλαράκια που έβαζαν οι γυναίκες στους γοφούς για να τονίζουν τις καμπύλες τους.
Καπουράλος (ο): Το αφεντικό , Ο αυταρχικός . (Ital. Caporale =Δεκανέας, Προϊστάμενος εργατών , αυταρχικός).
Καπουριέλι (το): Παραθυράκι πάνω από την πόρτα η το παράθυρο.
Καπουρουνιόζος (ο): Το ψάρι Καπόνι ( Μία ράτσα).
Καπρέλι (το): Ξύλινο δοκάρι σκεπής .
Καπρί (το): Τράγος (αρχ. Κάπρος Ital. Capro).
Καπροδόντης (ο): Άτομο με μεγάλους κυνόδοντες (Κάπρος).
Καράβολο (το): Σιδερένια σπείρα (Ven. Caraguol = Κοχύλι).
Καράμπακας (ο): Μεγάλο σπίτι (Παξοί).
Καραούλι (το): Το κούνημα της βάρκας (Παξοί).
Καρατάρω : Υπολογίζω ,Εξετάζω (Ital. Capatare).
Καρατέλο (το): Βαρέλι από δώδεκα Ξέστες (Ital. Caratelo).
Καρατέλο (το): Μεγάλο βαρέλι (Ital. Caratello).
Καράτερ : Χειρόγραφο (Carattere).
Καρατιέρης (ο): Καραγωγέας (Ital. Carettiere).
Κάργα (η): Γέμιση εμπροσθογεμούς όπλου (Ital. Carica=Φόρτωση).
Καρές (ο): Ανδρικό χτένισμα (Carre Γαλλικό;;;.
Καρέτα (η): Καροτσάκι κήπου η οικοδομής (Ven.-Ital. Carretta).
Καρέτα (η): Καροτσάκι οικοδομής η κήπου(Ital. Carretta).
Καριδώνω : Θηλειάζω.
Κάρικα (η): Αξίωμα (Ital. Carica).
Καρίκι (το): Χονδρό μπιζέλι με το φλοιό(Παξοί).
Κάρικο (το): Φορτίο πλοίου. (Ital. Carico).
Καρίνα (η) Ράχη βουνού.
Κάριο (το): Τροχαλία (Αρχ. Κάρυον).
Καρκαλάς (ο): Μέρος με πολύ ήλιο.
Καρκαλέντζος (ο): Είδος ακρίδας.
Καρκαλέτσι (το): Δυνατός βήχας. (Παξοί).
Καρκάνα (η): Περίβλημα.
Καρκάνι (το): Η κόρα του ψωμιού.
Καρκατσελάτη (η): Ελαφροντυμένη
Καρκούλα (η): Κουκούλα.
Καρκουλάρω : Κερνάω.
Κάρλακας (ο): Βάτραχος.
Καρμπούρο (το): Ανθρακασβέστιο από το οποίο παράγεται η ασετιλίνη Αέριο για φωτισμό και αργότερα για συσκευές οξυγονο- συγκόλλησης. (Ital. Carburo ).
Κάρο (το): Αυτοκίνητο. (Ital. Carro=Όχημα).
Καροτσίνο (το): Μικρή κομψή άμαξα 2 θέσεων (Ital. Carozzino).
Καρπάζουσα (η) : Καρκίνος.
Καρπέτα (η): Φουντωτό πολύπτυχο φουστάνι (Ital. Carpitta =Φουντωτό).
Καρπέτα (τα): Μάλλινα Υφαντά.
Καρπετογέλεκο (το): Γιλέκο που συνοδεύει την Καρπέτα .
Καρποφόλι (το): Αγιόκλημα (Ital. Carpifoglio).
Καρποφόλι (το): Αγιόκλημα .(Παξοί).
Κάρτα (η): Πλακέ βαρέλι, πολύ δύσκολο στην κατασκευή του, για να φορτώνουν το γάιδαρο ένα σε κάθε μεριά.
Κάρτα (η): Βαρέλι κρασιού (Ital. Guarta).
Κάρτα Μονέδα (η): Χαρτονόμισμα (Carta moneta).
Κάρτα Μπιάνκα (η): Λευκό ποινικό μητρώο (Ital. Carta Bianca).
Καρταριόλι (το): Μέτρο χωρητικότητας (Τέταρτο του Μουτζουριού) (guatro).
Κάρτε λακουες(οι) Το κομμάτι της Ευγενίου Βουλγάρεως πίσω από το Δημαρχείο της Κέρκυρας. Ονομάστηκε έτσι επειδή εκεί στεγαζόταν η φρουρά του υδραγωγείου. (Ιταλ. Guardia del Acgua). Κατά μια δευτερη εκδοχή ονομάστηκε έτσι από το δρομάκι του νερού , το κανάλι όπως το έλεγαν οι Ενετοί (Calle del acgua).
Καρτεζί (το): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών ίσο με 1/8 του γαλονιού.
Καρτεζί (το): Τέταρτο Καρτούτσου (Ital. Guartezino)
Καρτέλο η Καρατέλο (το): Μικρό βαρελάκι (Ital. Guartello).
Κάρτες (οι): Ξύλινα δοχεία που τοποθετούσαν στο σαμάρι του γαϊδάρου για τη μεταφορά νερού
Κάρτο (το): Υποδιαίρεση της λίτρας( Το ¼ ).
Καρτούτσο (το): Μονάδα ογκομέτρησης υγρών ίσο με ¼ του γαλονιού.
Καρτούτσο (το): Το ίδιο με το καρτεζί.
Κάρυ (το): Ξύλο καρυδιάς (Αρχ.;;; ).
Κάσα (η): Ταμείο (Ital. Cassa).
Κάσα (η): Φέρετρο (Ital. Cassa).
Κασαδούρα (η): Το κάσωμα της πόρτας (Ital. Cassa).
Κασάρι (το): Μεγάλο κυρτό μαχαίρι που χρησιμεύει κυρίως ως γεωργικό εργαλείο.
Κασαροτρουτσέτα (η): Μεσαίο δρεπάνι με κοντό χερούλι.
Κασαφόρτε (η): Χρηματοκιβώτιο(Ital. Cassa Forte).
Κασαφόρτε (το): Χρηματοκιβώτιο (Ital. Cassaforte).
Κασέλα (η) : Ξύλινο κασόνι για την αποθήκευση των ρούχων του σπιτιού.
Κασελέτα (η): Μικρό ξύλινο κιβώτιο .
Κασετί (το): Συρταράκι (Ven. Cassetina).
Κασετί (το): Συρταράκι (Ital. Casseto).
Κασετίνα (η): Μικρό ξύλινο κουτάκι που άνοιγε συρταρωτά και έβαζαν σε αυτό τα μολύβια τους τα παιδιά.
Κασιέρης (ο): Ταμίας .
Κασούνι (το): Ξύλινο αμάξωμα, Καρότσα (Ital. Cassone).
Καστελάδος (ο): Αυτός που περιμένει (μεταφ. Σαν φρουρός ).
Καστελάνος (ο): Πυργοδεσπότης (Ital. Castelano).
Καστέλο (το): Κάστρο, Πύργος (Ital. Castello).
Κάστηκε (μου) : Μου φάνηκε , νόμισα ότι.
Καστίγιο (Μου καμε ένα): Τιμωρία – Ταλαιπωρία. (Ital. Castigo).
Καταβολάδα (η): Κλαδί για φύτεμα .
Καταηλιός : Εκτεθειμένος στον ήλιο.
Καταής : Καταγής.
Καταλαγιάζω : Ξεκουράζομαι.
Καταράχτης (ο): Καταπακτή .
Κατασάρκι (το): Το μέσα μέρος της σαμάρας
Κατελώνει : Βρωμάει (Παξοί).
Κατζέλο (το): Μία αρρώστια.
Κατζέλο (το): Πειθαρχείο.
Κατζότο (το): Ξύλινο αγροτικό καλύβι (Ital. Casotto).
Κατινομένος (ο): Βουβός – Αμίλητος(Παξοί).
Κατόι (το): Το ισόγειο του σπιτιού που χρησίμευε σαν αποθηκευτικός χώρος.
Κατοικιά (η): Πρόχειρη αγροτική κατοικία στο χωράφι-
Κατουρίστρες (οι): Τα δημόσια ουρητήρια
Κατρίνι (το): Μικρής αξίας παλαιό νόμισμα (Ital. Guatrini).
Κατροπάσι (το): Διάστημα ίσο με τέσσερα βήματα (Ital. Guatro Passi).
Κάτσα (η): Καταδίωξη,κυνήγι (Ital. Caccia -Cacciata).
Κατσαδόρος (ο): Το ψάρι Άσπρος Κολιός.
Κατσαούνης (ο) Αυτός που δεν αποκαλύπτει μυστικά.
Κατσαπρόκι (το): Σουβλί των τσαγκάρηδων.
Κατσαφαλιές (οι): Πονηριές (Παξοί).
Κατσιά (η): Θέση.
Κατσιάζω : Μαραίνομαι.
Κατσιβέλα (η): Κασιδιάρα (Αρχ Κάσσις).
Κατσίβελο (το): Κατώτερο , υποδεέστερο (Ital. Cattivo).
Κατσίδα (η): Δερματική ασθένεια του κεφαλιού.
Κατσούλα (η): Κουκούλα ρούχου .
Κατσούλα (η): Κουκούλα .
Κατσουληνάρης (ο): Τσαλαπετεινός (Εξ’ αιτίας του λοφίου).
Κατσούλι (το): Η κορυφή . « πήγε και έκατσε απάνω στο κατσούλι».
Κατσούλι (το): Κορφή (Ital. Caciula – Ρουμάνικο;;;.
Κατσούλι η Καβιάδο (το): Τρόπος πλεξίματος των μαλλιών η Η Κορυφή.
Κατσουλοπετείναρος (ο): Τσαλαπετεινός.
Κατσούπι (το): Ασκί από δέρμα κατσίκας.
Κάτω μπαλί (το): Παιδικό παιχνίδι Του δρόμου που παίζονταν στα καντούνι με ολοστρόγγυλες πέτρες σαν μπάλες.
Κατωθιό (το): Κάτωθεν (αρχ. – παλιό κρητικό).
Κατωλάβρι (το): Λίθινη στέρνα που κατάληγε το λάδι στο ελαιοτριβείο (Ven. Lavri=Χείλος).
Κατωλαύρι (το) : Το μέρος που πέφτει το λάδι στο ελαιουργείο.
Κατωλίθι (το): Η κάτω πέτρα του παλιού ελαιοτριβείου.
Κατωμερίτικος (ο): Παραδοσιακός χορός .
Κατώστρατα (η): Η κάτω μεριά του δρόμου.
Καυκαλίθρα (η): Αγριολάχανο.
Καύκαλο (το): Κρανίο.
Καψερή (η): Φουκαριάρα , Δυστυχισμένη.
Καψώνω : Ζεσταίνομαι.
Καψώνω : Ζεσταίνομαι.
Κειαοπίσω : Εκεί από πίσω.
Κειαπαράνω : Εκεί παρα πάνω .
Κειαπαρκάτω : Εκεί παρα κάτω (Παξοί ).
Κειαρπάνω : Εκεί πάνω .
Κένρωμα (το): Μπόλιασμα Δένδρου ή φυτου.
Κεντινάρι (το): Πλεξούδα 100 ξερών σκόρδων και μέτρο πλεξίματος(Ital. Cento=100).
Κεντρίνα (η): Άγρια μέλισσα.
Κέντρωμα (το): Μπόλιασμα.
Κέντρωμα (το): Κεντρισμός δένδρων.
Κεντρωμάδα (η): Μικρό κεντρωμένο Ελαιόδενδρο.
Κεντρώνι (το): Είδος σκυλόψαρου με ένα περίεργο πτερύγιο στην πλάτη.
Κενώνω : Σερβίρω (Παξοί).
Κεραμιδοτρεχάτος (ο): Άστατος Άνθρωπος.
Κεραντζάνα (η): Το κρύο του Μαίστρου που ακολουθεί την βροχή του νοτιά.
Κεφαλάρια (τα): Πονοκέφαλοι.
Κηβούρι (το): Νεκροταφείο.
Κι’αντέσο. Και τώρα (Ital. Adesso).
Κιαβέτα (η): Σιδερένιο εξάρτημα του κάρου (Ital. Chiavetta=Κλειδάκι).
Κιαλέτα (τα): Ματογυάλια – Μικρά κιάλια θεάτρου (Ital. Occhiali).
Κιάμο (το): Παιχνίδι τράπουλας.
Κιαπαμά (το): Κουπαστή (Ven Chiapar= πιάνω , Man=Χέρι).
Κιάρο (το): Καθαρό (Ital. Chiaro).
Κιβούρι (το) Τάφος.
Κίκαρα (η): Φλιτζάνι (Ital. Chicchera).
Κικαρί (το): Φλιτσανάκι του καφέ.
Κιλίμπρια (τα): Βιβλία . (Ital. Libri).
Κινέτα (η): Μανταρίνι (Ital.Chinetta).
Κιντινάρι (το): Εκατοντάδα (Ital. Centinaio).
Κιούγκια (τα): Πήλινοι σωλήνες αποχέτευσης.
Κίσιο , Ακίσιο (το): Απόκτημα (βλ. Ακίστο).
Κίτολα (η) : Κατσαρολάκι όπως το ελεγαν στη χώρα .
Κιφιλτζάρω: Ταξινομώ;;;;;
Κίχλα (η): Τσίχλα - γκρίζο αποδημητικό πουλί στο μέγεθος του κοτσυφιού.
Κιχλογέρακο (το): Μικρό γερακοειδές που κυνηγάει κίχλες και άλλα πουλιά αυτού του μεγέθους
Κλαμπάναρος (ο): Κωδωνοκρούστης (Ital. Campanaro).
Κλαμπάνια (τα): Οι όρχεις.
Κλαμπάυτης (ο): Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά.
Κλανιόλα (η): “Εργαλείο” της Κρεβατοκάμαρας αποτελούμενο από ένα χωνί και ένα μακρύ λάστιχο που έφτανε μέχρι το Παράθυρο για τις πορδές της νύχτας.
Κλάπανος (ο): Ξύλο με το οποίο οι ψαράδες χτυπούσαν τη θάλασσα για να διώξουν τα ψάρια που δεν έπρεπε να μπλεχτούν στα δίχτυα .
Κλαπάτσα (η): Χάπι για προβατίνες.
Κλείσμα (το): Ελαιόδενδρα μαντρωμένα με ξερολιθιά.
Κλειτσινάρι (το): Χειρολαβή πόρτας η κάτι το γυριστό γενικά.
Κλείτσος (ο): Μακρύ ξύλινο εργαλείο για να βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο.
Κλερονόμα (η): Κόρη που κληρονόμησε την περιουσία των γονέων της .
Κλήμα (το): Αμπέλι.
Κλιτσάνες (οι): Ψηλές και άχαρες γυναίκες.
Κλιτσί (το): Πόδι ανθρώπου.
Κλιτσινάρι (το): Μακρύ κλαδί .
Κλίτσιος (ο): Ξύλινο εργαλείο με το οποίο καθάριζαν το φούρνο από Τις στάχτες.
Κλονί (το): Ελάχιστη ποσότητα.
Κλουδακάει : Πάλλεται.
Κλώδα (η): Η κόρα του ψωμιού.
Κλώνα (η): Μονή κλωστή.
Κλωνί (το) Μτφ. Καθόλου.
Κλωνί (το): Ένα μικρό μέρος από κάτι συνολικό.
Κλωνί (το): Κόκκος , Σπυρί πχ. Σιταριού.
Κλωστάς (ο): Είδος αδραχτιού.
Κοβερναμέντο (το): Κυβέρνηση (Ital. Governamento).
Κόβολο (το): Πέτρα.
Κογιονάρω : Κοροιδέυω , περιπαίζω (Ital. Coglionare).
Κογκολάδο (το): Λιθόστρωτο πέτρας (βλ. κόγκολο).
Κόγκολο (το) Βότσαλο η στρογγυλή πέτρα (Ital. Cogolo).
Κοιλιές (οι): Το φαγητό πατσάς.
Κοίταση , Κοιτασμός (η): Ύπνος. (Παξοί).
Κοιτάσου : Κοιμήσου.
Κοκαρίγκι (το): Το κουκούτσι της ελιάς.
Κοκέτα η κουκέτα (η): Σιδερένιο κρεβάτι.
Κοκιναρίδα (η): Μικρό πουλί με κόκκινη ουρά που την κουνάει συνέχεια.
Κοκινογούλι (το): Παντζάρι.
Κοκκικίλας (ο): Τόπος με κοκκικιές.
Κοκκινάβαρη (η): Πούδρα.
Κοκκινολάχανο (το) Ήμερο χόρτο.
Κοκκονέλα (η): Ο κόκκος του καλαμποκιού τηγανισμένος – Πόπ Κόρν . (Ital. Cocco nella ).
Κοκολόγια (τα): Οι ξερές ελιές που μένουν μετά τη συλλογή του ελαιοκάρπου.
Κοκόνα (η): Όμορφη γυναίκα.
Κοκορίνα (η): Πόρνη πολυτελείας.
Κοκοτίνες (οι): Τηγανισμένο Καλαμπόκι (Ποπ-Κόρν ).
Κολάνα (η): Περιδέραιο , Κολιέ (Ital. Collana).
Κολαρίνα (η): Γραβάτα (Ital. Collare = Περιλαίμιο).
Κολαρίνα (η): Γραβάτα,παπιγιόν (Ital. Collarina).
Κολέας (ο): Συνέταιρος (Παξοί).
Κολεμοντάδος (ο): Γραβατωμένος – Στολισμένος
Κολετάντες (ο): Γραβατωμένος (βλ. Κολαρίνα).
Κολέτο (το) Το κασκόλ. (Ιταλ. Colletto=Κολάρο).
Κολέτο (το): Γιακάς (Ital. Colletto).
Κολιάντζα η Κολιανίτσα (η): Ευκοιλιότητα (Ital. Colica = Κοιλόπονος).
Κολιάστρα (η): Το πρώτο γάλα (Ital. Colastra;;;;;.
Κολιατσίδα (η): Χόρτο του οποίου το άνθος κολλάει στα ρούχα.
Κολόβι (το): Δεμάτι.
Κολοέντσες (οι): Φιλίες.
Κολόκα (η): Δοχείο από άδεια κολοκύθα
Κολόκα (η) Δοχείο από ξεραμένη κολοκύθα.
Κολόκα (η): Κολοκύθα.
Κολοκούρι (το): Κούρεμα προβάτων (Μάλλον Ηπειρώτικο).
Κολοκυθόγατος (ο): Αδυνατισμένος Γάτος.
Κολοκυθοκούλουκα (τα): Το άνθος των Κολοκυθιών.
Κολόμπα (η): Κορμός του ελαιόδενδρου.
Κολομπίμπιρι (η): Μακαρόνια σούπα σκέτα – Μανέστρα κολομπίμπιρι.
Κολομπίνα (η): Το περιστέρι (Ital. Colomba-Colombina-περιστεράκι).
Κολομπίνα (η): Χριστόψωμο Σε Σχήμα πλεξούδας με ένα κόκκινο αυγο και ένα Φτερό επάνω.
Κολομπίνι (το): Νεογνό περιστεράκι.(Ital. Colombino).
Κολονάτο (το): Παλιό νόμισμα (Ital. Colonnato).
Κολονέτα (η): Διακοσμητικό κολονάκι μπαλκονιού (Ital.-Ven. Colonetta).
Κολονέτα (η): Μικρό κολονάκι.(Ital. Colonneta).
Κολοράδος (ο): Χρωματιστός (Ital. Colorato).
Κολορέντζα (η): Εντερική πάθηση.
Κολορίτο (το): Χρωματιστό (Ital. Colorito).
Κολόρο (το): Χρώμα (Ital. Colore).
Κολορόϊ (το): Μικρόσωμο, μικροσκοπικό.
Κολοσούσα (η): Πουλί που κουνάει την ουρά του και μεταφορικά η γυναίκα που κουνιέται.
Κολοφωτιά (η): Πυγολαμπίδα.
Κολπίρει (δεν με ) : Δεν με πειράζει.
Κολπίρω : Αρρωσταίνω βαριά (βλ. Κόλπος).
Κόλπος (ο): Βαριά και ακαθόριστη αδιαθεσία (Ital. Colpo = Χτύπημα ,πλήγμα).
Κολτρίνα (η): Κουρτίνα (Ven. Coltrina).
Κοματσούλι (το): Κομματάκι.
Κόμε σεβέντε και παρόλε ντιανόρε : Έκφραση που σημαίνει : Το ίδιο πράγμα.
Κομεσιονάτος (ο): Εντεταλμένος – Επίτροπος (Ital. Commisario).
Κομεσούρα (η): Συναρμολόγηση (Ital Commettitura).
Κομιντόρο (το) : Η Ντομάτα . (Ιταλ. Pomidoro).
Κομισιόν (η): Επιτροπή (Ital. Commisione).
Κομισούρες (η): Πατούρες σε ξύλινη κατασκευή.
Κόμοδο (το): Πήλινο δοχείο νυκτός η καρέκλα αριστοκρατών με τρύπα και δοχείο από κάτω για αναπαυτική αφόδευση (Ital. Comodo=Άνεση).
Κομός (ο): Συρταριέρα (Ven. Como).
Κομούνα (η): Κοινότητα – Πολιτεία . (Ital. Comune).
Κομπανία (η): Παρέα (Ital. Compagnia = Εταιρία ).
Κομπάνιος (ο): Συνέταιρος και συνομήλικος.(Ital. Compagno).
Κομπαρίρει : Εμφανίζεται (Ital. Comparire).
Κομπαρίρω : Εμφανίζομαι (Ital. Comparire).
Κομπάρσα (η): Εμφάνιση (Ital. Comparsa).
Κομπάσο (το): Διαβήτης (Ital. Compasso).
Κομπέβελος (ο): Αντιδραστικός , oπισθοδρομικός (Ital. Coba = Ουρά).
Κομπόλιοι (οι) Είδος θαλασσινής πεταλίδας.
Κομπραβέντης (ο): Έμπορος , μεταπράτης (Ital. Compraventere=Αγοράζω , πουλώ).
Κομπρομέσο (το): Συνυποσχετικό (Ital. Compromesso).
Κον κουέστο : Και τι μ’αυτό (Ital. Con guesto).
Κονάκι (το): Φίδι που πάει στραβά.
Κονβιτσιόν (η): Συμφωνία (Ital. Convenzione).
Κονγκολάδα (η): Λιθόστρωτο (Ital. Cogolo).
Κονίδες (οι): Αυγά από ψείρες.
Κονκρί (το): Είδος παλαιού μπετόν (Ital. Concreto=Συμπαγής).
Κόνξες (οι): Καμώματα ,πείσματα .
Κονσάρω : Πασάρω , εμφανίζω ,παρουσιάζω.(Ital. Concedere).
Κονσενιάρω : Παραχωρώ, παραδίδω (Ital. Consegnare).
Κονσένιο (το): Ενέχυρο (Ital. Consegnio).
Κονσόλα (η): Έπιπλο σπιτιού (Ital. Consolle).
Κόνσολος (ο): Πρόξενος (Ital. Console).
Κονσούμο (το): Προμήθεια , δαπάνη, κατανάλωση;;(Ital. Consuma).
Κονσούρτο (το): Σύσκεψη (Ital. Consulto).
Κονστιτούτο (το): Συμβολαιογραφική πράξη.
Κοντάδα (η): Μετρητά (Ital. Contante).
Κοντάρω : Διηγούμαι , λογαριάζω , μετρώ (Ital. Contare).
Κοντέα (η): Μεγάλη ιδιόκτητη περιοχή ( Ital. Contea).
Κοντεντατσιόν (η): Ικανοποίηση-Ευχαρίστηση (Ital. Contentezza).
Κόντες (ο): Κόμης (Ital. Conte).
Κοντέσα (η): Κόμισα (Ital. Contesa).
Κοντεσίνα (η): Η κόρη της Κοντέσας.
Κόντιτο (το): Ζαχαρωτό (Ital. Contito = Καρύκευμα).
Κόντο (το): Λογαριασμός (Ital. Conto).
Κοντόρνο (το): Περίβολος ,πέριξ (Ital. Contorno).
Κοντοσούβλω (η): Κοντή και άσχημη γυναίκα.
Κοντοσούρι (το): Κοντός άνθρωπος (περιπαιχτικά).
Κοντοστάμπελος (ο): Χωροφύλακας.
Κόντρα (η): Έκταση γης (Παξοί).
Κόντρα (η): Εναντίωση.(Ital. Contro).
Κοντρα πέλο (το): Κόντρα ξύρισμα (Ital. Contra pello).
Κόντρα πιένζος (ο): Αντεγγυητής (Ital. Contro Piego= Aνταγωνιστικός Φάκελος).
Κόντρα φόσα : Η τεχνητή τάφρος που χωρίζει το παλιό φρούριο από το υπόλοιπο νησί (Ital. Contra Fossa= Λάκος ενάντια).
Κοντράδα (η): Πλευρά δρόμου πόλης (Ven. Contrata).
Κοντράδο (το): Εναντίωση.
Κοντράκι (το): Βράχος .
Κοντραμπάδο (το): Λαθρεμπόριο.(Ιταλ. Contrabbando).
Κοντραμπαντιέρης (ο): Λαθρέμπορος. (Ιταλ. Contrabbandiere).
Κοντραπέζα (η): Τραμπάλα (Ital Contra peso ).
Κοντραπόστα (η): Αντίθετη θέση. (Ital. Contra posto).
Κοντραπόστο (το): Αντίποινα.
Κοντραπούντο (το): Αντίστιξη στην μουσική (Ιταλ. Contrapunto).
Κοντραρίσματα (τα): Διηγήματα (Παξοί).
Κοντρασκάρπα (η) Η απέναντι πλευρά μιας οχυρωματικής τάφρου . (Ven. Contra scarpa).
Κοντραστάρω : Αντιπαρατίθεμαι (Ital. Contrastare).
Κοντράστο (το): Αντιπαράθεση.
Κοντράτο (το): Έγγραφη συμφωνία δύο ατόμων (Ital. Contratto).
Κοντρίνα (η): Κουρτίνα.
Κοντρόλο (το): Έλεγχος (Ital. Controllo).
Κοντσαρισμένα : Τσιγαρισμένα.
Κοντσάρω : Διανθίζω (Ital. Conciare).
Κονφερμάδος (ο): Εγκεκριμένος ,επικυρωμένος (Ital. Conferma-re).
Κονφικάρω : Κατασχέτω (Ital. Conficcare).
Κόπανος (ο)Ξύλινο πλακέ εργαλείο με το οποίο οι γυναίκες χτυπούσαν τα ρούχα στα ποτάμια που τα έπλεναν.
Κοπελοπούλα (η): Κοριτσάκι (Παξοί).
Κοπελούλα (η): Κυκλάμινο.
Κοπέτα (η): Βεντούζα (Ital. Coppetta).
Κόπια (η): Αντίγραφο (Ital. Copia).
Κοπίδα (η): Κυρτό μεγάλο αγροτικό μαχαίρι.
Κοπριλίγκες (οι): Κόπρανα κατσίκας.
Κοπρίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Κοπρομπούμπυλας (ο): Ο Σκαραβαίος.
Κορακοζώητος (ο): Υπέργηρος.
Κόρδα (η): Κεντρικό ξύλινο δοκάρι σκεπής (Ital. Corda =Χορδή).
Κόρδα (η): Νήμα κανάβεως (Ital. Corda).
Κορδαρω : Βλ. Ακορδαρω.
Κορδέλες (οι): Συνεχείς στροφές ορεινού δρόμου (Ital. Cordella =Κορδόνι).
Κορδιάλο (ο): Τονωτικό (Ital. Cordiale).
Κορέλια (τα) Κολιέ από ψεύτικα μαργαριτάρια.
Κορέντο(το): Εγκάρσια τομή ξύλου ,σόκορο (Ital. Corrente = το ρεύμα , τα «νερά» του ξύλου.
Κορίτος (ο): Πέτρινη λεκάνη για να πίνουν τα ζώα (Παξοί);;;
Κορνιζόνι (το): Γείσο στέγης , κορνίζα (Ital. Corniccione ,Ven. Cornison).
Κορνιόλα (η): Δακτυλίδι αντίκα (Ital. Corniola =Πολύτιμος λίθος ).
Κόρο (το): Χορωδία ( Αρχ. Χορός ,Lat. Corum, Ital. Coro ).
Κορότο (το): Πένθος. (Ital. Corrotto).
Κορπίρω : Παθαίνω αποπληξία (Ital. Corpire).
Κόρπο (το): Αποπληξία (Ital. Colpo).
Κόρσα (η): Τρεχάλα (Ital. Corsa)
Κορσοβέλονο (το): Βελόνα πλεξίματος πουλόβερ.
Κορτελάτσα (τα): Λίθινο στηθαίο προκυμαίας (Ven. Cortellazzo = πλατύ μαχαίρι βλ. και κουρτελάτσα = χασαπομάχαιρο.
Κορτελίνα (η): Μικροτερο μαχαίρι χασάπη .
Κορτέλο (το): Κάθετο, μαχαιρωτό (Ital. Coltelo = Mαχαίρι).
Κορτέλο (το): Μαχαίρα χασάπη.(Ital. Coltello).
Κορτίνα (η): Τμήμα τοίχους μεταξύ δύο προμαχώνων(Ital.Cortina=Προπέτασμα)
Κορτόνε (το): Λίθινο υπερυψωμένο πεζούλι στο άνω μέρος των τειχών του φρουρίου (Ven. Cordon , Ital. Cordone).
Κόρτσα (η): Ασθένεια πουλερικών (Αρχ. Κόρυζα).
Κορφίγκος (ο): Το πρώτο γάλα μετά τη γέννα των προβάτων , πηγμένο . Τρώγεται με κανέλα και ζάχαρη.
Κορφινός (ο): Αυτός που είναι στην κορυφή.
Κόρφος (ο): Ο Κόλπος -γενικά -και το σημείο ανάμεσα στα στήθη της Γυναίκας (Ital. Golfo).
Κοσούλτο (το): Συμβούλιο (Ital. Consulta =Σύσκεψη).
Κοστάρεται : Δεν υποφέρεται η βρωμιά (Δεν ακοστάρεται) (Ital. Riscontrata).
Κοστάρω : Αξίζω (Ital. Costare).
Κοστοδιτά (η): Κοστολόγηση (Ital.Costodita)
Κότζο (το): Μεγάλο.
Κοτογέρακο (το): Μεγάλο γεράκι που συχνάζει κοντά σε κοτέτσια και αρπάζει κότες.
Κότολο (το): Φουστάνι της παραδοσιακής γυναικείας στολής (Ital. Cotone = Βαμβακερό;;;;.
Κότσα (η): Το ψάρι τσιπούρα.
Κοτσανιάζω : Κρυώνω.
Κοτσαπιάτης (ο): Επισκευαστής σπασμένων κεραμικών (Ital. Conciare).
Κοτσάρω : Φτάχνω δεμάτια (Ital. Cozzare = κυλάω κατι στο έδαφος).
Κοτσιλιάρα (η): Αγριολάχανο
Κοτσινίδα (η): Κοτσίδα.
Κοτσιντούρα (η): Κούρεμα «Γουλί» (Ital. Colza Dura =Σκληρό Γουλί ).
Κοτσιφός Κερομύτης (ο): Μαύρο κοτσύφι με κίτρινη μύτη.
Κουά ντε ροντίνε : Γωνιακές εγκοπές για τη σύνδεση δύο τεμαχίων ξύλου (Ven. Coa =Ουρά , Rondine =Χελιδόνι).
Κουάδρο (το): Κάδρο .(Ιταλ. Guadro).
Κουαρελάρω : Καρφώνω με τα μάτια .
Κουβάληνε : Κουβαλούν.
Κουβεντόρι (το): Συνέντευξη, συζήτηση (Ital. Convegno).
Κουβέρνο (το): Κυβέρνηση.(Ιταλ. Governo ).
Κουβερνταδόρος (ο): Κυβερνήτης (Ital. Governatore).
Κουβερτέλα (η): Πέτρινη η μαρμάρινη επικάλυψη του επάνω μέρους ενός τοιχίου (Ven. Covertela).
Κουγιάμπαλο (το): Κουτό – χαμένο.
Κουγιάμπαλο (το): Κουτέλικο.-χαζό
Κούδα (η): Ουρά (Ital. Coda).
Κούδα (η): Η ουρά από το Φελόνι του Δεσπότη.
Κουέτο (το): Υπέργηρος άνθρωπος.
Κουετούρος (ο): Αξιωματικός – πολεμιστής (Ital. Guerriero).
Κουζινιέρα (η): Μαγείρισσα (Ital. Cuciniere).
Κουϊνι (το): Μικρή αλογοουρά μαλλιών.
Κουκάγια (η): Υπέργηρος άνθρωπος.
Κουκέτα η κοκέτα (η): Σιδερένιο Κρεβάτι (Fran. Couchette).
Κουκλουζιόνες (οι): Προτάσεις σε δικαστήριο (Ital. Conclusione).
Κουκομέλες (οι): Μανιτάρια.
Κουκούγερας (ο): Ένα τοπικό φαγητό.
Κουκούγεροι (οι) Καρναβαλιστές.
Κουκούδι (το): Το ξεραμένο αίμα στην πληγή.
Κουκουέρι (το): Πόστο κυνηγού .
Κουκουλιάτα (η): Κούκος ( Ital. Cucullo = κούκος).
Κουκουλόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Κούκουμα (η): Μπρίκι (Ital. Cuccuma).
Κουκούμι : Μπρίκι
Κουκουμίδα (η): Καρούμπαλο (Παξοί).
Κουκουνάκι : Βαθύ κάθισμα .(στα γόνατα).
Κουκουντιάζω : Βαθύ κάθισμα.
Κουκουράντζα (η): Ξεραμένος ελαιόκαρπος.
Κουκουρέντζο (το): Στομάχι.
Κούκουρος (ο): Καρούμπαλο.(Αγύρου).
Κουκούτσα (η): Αγκινάρα.
Κούκουτσα (η): Κολοκύθι (Ital. Cucuzza).
Κουλάτα (η): Η πίσω πλευρά (Ital. Culatta = Κινητό ουραίο όπλου).
Κουλάτα (η): Σολόδερμα (Colata = Στραγγισμένο – δέρμα).
Κουλίνα (η): Λόφος (Ital. Collina).
Κούλιουρος (ο): Κούνια παιδική κρεμασμένη από κλωνάρι δένδρου.
Κουλκουντζάδος (ο): Μεθυσμένος.
Κουλουκάδια (τα): Το φυτό από το οποίο βγαίνει η αγκινάρα.
Κουλούκι (το): Σκυλάκι.
Κουλουμίζω : Περιποιούμαι – Φροντίζω κάποιον (Ital. Cumulo=Συλλογικότητα).
Κούλουμος (ο): Γεμάτος , Πλήρης.
Κουλούμπάρι (το): Κουλουριασμένο.
Κουλουμπρίδα (η): Αγριολάχανο
Κουμανταδόρος (ο): Διοικητής ,επικεφαλής (Ital. Comandatore).
Κουμερκί (το): Εμπόριο (Ital. Commerciale).
Κουμεσάριος (ο): Εκτελεστής – πληρεξούσιος (Ital. Commissionario).
Κουμεσιόν – Κομεσιόν (η): Εντολή , παραγγελία. (Ital. Commissione).
Κουμέσος (ο): Εντολοδόχος (Ital. Con messo).
Κουμουδιτά (η): Ευχέρεια (Ital. Comodita = Άνεση Ευκολία).
Κουμπάνια (η): Συντροφιά (Ital. Compaghia).
Κουμπάρισε : Σκέπασε , κάλυψε , κρύψε (Ital. Comparire).
Κούμουδα(τα) Τα γιορτινά ρούχα (Ital. Comodo = άνετο).
Κουμπασάρω : Σκέπτομαι , είμαι αφηρημένος (Ital. Compassato).
Κουμπάσο (το): 1. Διαβήτης 2. Μοχλός που συγκρατούσε παράθυρο του φεγγίτη ανοικτό (Ven.,Ital. Compasso).
Κουμπάστακο (το): Ο κορμός του καλαμποκιού.
Κουμπατιάρω : Συνδυάζω (Ital. Compadio = Συνοψίζω).
Κουμπλίδος (ο): Συμπληρωμένος . (Ital. Completo).
Κουμπόστος (ο): Βρασμένο φρέσκο σιτάρι με ζάχαρη (Ital. Composta).
Κουμπούγιο (το): Τσούρμο .
Κούμπουλο (το): Κορόμηλο.
Κουμπουρέλια (τα): Μικρά καλαμπόκια.
Κουναρώ : Αναθρέφω.
Κουνσίλιο (το): Συμβούλιο (Ital. Consiglio).
Κουντάνα (η): Καταδίκη (Ital. Condana).
Κούντος (ο): Λογαριασμός (Ital. Conto).
Κουντούτο (το): Υπόνομος (Ital. Contotto =Αγωγός λυμάτων).
Κουντραστάρω : Εναντιώνομαι (Ital. Contrasto).
Κουπάδος (ο): Πλεονέκτης (Ital. Cupido).
Κουπάδος (ο): Πολυάσχολος ,ζαλισμένος (Ital. Occupato).
Κουπάρω : Απασχολούμαι , αφοσιώνομαι σε κάτι (βλ.Κουπάδος).
Κουπάρω : Λιποθυμάω (Ital. Cupo=Σκοτεινό , βαθύ , βυθίζομαι στην κόλαση).
Κούπωμα (το): Σκέπασμα .
Κουπώνω : Σκεπάζω (Cupo=Σκουτέλα,βαθύ πιάτο,γαβάθα).
Κούπωσα : Σκέπασα.
Κουραμιά (η): Άγριος θάμνος του λόγγου . Οι καρποί του είναι κόκκινοι τρώγονται και λέγονται Κούραμα .
Κουραμίλας (ο): Τόπος γεμάτος κουραμιές .
Κουραμίτες (οι): Ράτσα μανιταριών.
Κουράντες (ο): Θεραπευτής- γιατρός (Ital. Curante).
Κουράρω : Φροντίζω (Ital. Curare).
Κουρέντε (το): Τρέχον – Εν χρήσει –Σε κυκλοφορία (Ital. Corrente).
Κούρκιδο (το): Βαριά μάλλινη κουβέρτα.
Κούρκιδο (το): Μάλλινο σεντόνι αργαλειού.
Κουρμούτσι (το): Ξερό ψωμί.
Κουρμπατσιό (το): Εγκεφαλικό.
Κουρνούτης (ο): Κερατάς. (Ιταλ. Cornuto).
Κουρνούτο (το): Προβατίνα Κριάρι
Κουρούκλα (η): Είδος Κουνουπιδιού.
Κουρούπα (η): Σπασμένη στάμνα.
Κουρούπι (το): Πήλινο δοχείο.
Κουρούπι (το): Τσακισμένο Πήλινο (αρχ. Κορύπι=πήλινη κυψέλη).
Κουρτελάτσο(το):Σκεπαστός χώρος υπόνομος,στοά,σκεπαστό πέρασμα.
Κουρτελίνα (η): Μικρό χασαπομάχαιρο (Ital. Cortellina).
Κούρτη (η): Εσωτερική αυλή σπιτιού αλλά και αυλή με την έννοια του στενού περιβάλλοντος(Ven. Corte – Ital.Cortile).
Κουσενιάρω η Κονσενιάρω : Μεταβιβάζω – παραδίδω.
Κουσέντσια (η): Συνείδηση (Ital. Coscienza).
Κουσουλτάρω : Συνεδριάζω (Ital. Consulare).
Κουσούλτο (το): Συνέδριο (Ital. Consult-a).
Κουσουμάρω : Φέρνω εις πέρας , καταναλώνω ;; (Ital. Consumare).
Κούσουμο (το): Βόλεμα.
Κουσούμο (το): Μερτικό .
Κουσουνέλο (το): Βελονοθήκη.
Κουσουρί (το): Ένα είδος κοφινιού.
Κουσπί (το): Αιχμηρό εργαλείο (Ital. Cuspide= Αιχμή).
Κουστόδιτο (το): Φύλαξη (Ital. Custodire).
Κουστοπατσιό (το): Ψύξη (Έπαθα).
Κούτελας (ο): Κουτάλα από κολοκύθι για το λάδι.
Κουτελίτης (ο): Κρασί κακής ποιότητας που προκαλεί πονοκέφαλο.
Κουτέντα (τα) Προτιμήσεις, ιδιοτροπίες, γούστα.
Κουτέντα (τα): Χατήρια ;;;εξυπηρετήσεις
Κουτιαίνω : Χάνω το μυαλό μου.
Κούτικας (ο): Το πίσω μέρος του κεφαλιού.
Κουτόλογα (τα): Ασυναρτησίες.
Κουτουλάρι (το): Τροχός, κύκλος , κυκλική κατασκευή.
Κουτουλάω : Κάνω τούμπες.
Κουτουλάω : Κυλάω.
Κούτσαυλος (ο): Κουτσός.
Κουτσέλι (το): Σκυλάκι.
Κουτσόποδας (ο): Κοτσάνι καλαμποκιού.
Κουτσόποδας (ο): Ότι απομένει όταν φάμε ένα τσαμπί σταφύλι.
Κουτσουκέλα (η): Μια πράξη που δεν έπρεπε να γίνει.
Κούτσουλος (ο): Τα κόπρανα του ανθρώπου.
Κούτσουμπα (τα): Χαρούπια.
Κουτσούνα (η): Κορμός από καρπό καλαμποκιού, και κούκλα επειδή παλιά έφτιαχναν παιδικές κούκλες μ’αυτό.Και η όμορφη γυναίκα. (βλ. Κουμπάστακο).
Κουτσουπιά (η): Χαρουπιά.
Κουτσουπιασμένος (ο): Δυστυχισμένος.
Κουτσουπλί (το): Ελλάτωμα.
Κούτσουπο (το): Χαρούπι.
Κουτσουρεύω : Αφαιρώ ένα κομμάτι από κάτι.
Κουτσούρουγγια (τα): Μικρά μανιτάρια.
Κουτσοχερίστηκα : Κουράστηκαν πολύ τα χέρια μου.
Κούφαλο (το): Τρύπα στον κορμό ελαιόδενδρου.
Κουφάρω : Συμφωνώ (Ital. Conformita).;;;;;;;
Κουφέτες (οι) Ποπ κόρν.
Κουφέτες (οι): Καλαμπόκι τηγανιτό (ποπ-κόρν).
Κουφέτες (οι): Τηγανισμένο Καλαμπόκι (Ποπ – Κόρν ).
Κουφόσοδο (το): Κακή σοδειά.
Κούχτιο (το): Γεροπαραλημένος.
Κούχτιο η χούχτιο (το): Ασθενικός , γέρος , σακάτης.
Κόφα (η): Καλάθι.
Κοφίνι (το): Μικρότερο καλάθι.
Κοψοχρονιάς : Μισοτιμής.
Κραμπί (το): Κράμβη (Το λάχανο).
Κραμποτσίμουλο (το): Οι κορυφές του κραμπιού.
Κραμπουτσάνα (η): Το κοτσάνι του λάχανου που μένει στο χωράφι.
Κρανίτες (οι): Ράτσα μανιταριών .(σαν τοπικό φαγητό Οι μυκάνοι ,κρανίτες κοκκινιστοί στο φούρνο με μακαροντσίνι.
Κρατημάρα (η): Παραλυσία.
Κρεβατίνα (η): Κατασκευή ξύλινη η σιδερένια για την αναρρίχηση φυτών. (Αρχ. Κραβάτιον).
Κρεβατίνα (η): Σιδερένια η ξύλινη κατασκευή για την κληματαριά.
Κρέδιτο (το): Πίστωση. (Ital. Credito).
Κρεδιτόρος (ο): Πιστωτής. (Ital. Creditore).
Κρεμάθα (η): Πλέξιμο.
Κρεμόρο (το): Τρύγος ;;;; (Ital. Cremore = Όξινο τρυγικό κάλιο).
Κρένω : Μιλώ.(Αρχαιοελληνικό);;;;;;;;κραίνω=εκτελώ,εκπληρώνω
Κρεπάρω : Σκάω από τη στενοχώρια μου (Ital. Crepare).
Κρεσέρω : Εξέχω (Ital. Eccellere;;;;;;;;;;;;;;;.
Κριάς (το) : Κρέας.
Κρικάτα : Πένθιμο χτύπημα καμπάνας.
Κρικώνω : Παγώνω.
Κριμινόζιτα (η): Εγκληματική υπόθεση (Ital. Criminozita).
Κρινιόπαδας (ο): Αγριολάχανο.
Κριντάλωνο (το): Γύψινη ή πέτρινη βάση με λούκι για το βαρέλι του
Κροβατσούλι (το): Κρεβατάκι .
Κροζάτο (το): Μικρό ενετικό νόμισμα.(σταυρωτό η με σταυρό επάνω Croce= Σταυρός).
Κροζέτα (η): Σιδερένια γωνιά για την ενίσχυση της αντοχής του εξωφύλλου παραθύρου (Ven. Croseta=Μικρός σταυρός).
Κροκάδι (το): Κρεμμυδάκι για φύτεμα.
Κρότσολα (η): Πατερίτσα.(Ital. Gruccia).
Κρουβιτσιάνα (η) : Το «κρυφτό» που παίζουν τα παιδιά .
Κρουκανάω η Γρουτσανάω : Ροκανίζω με τα δόντια.
Κρούσα (η): Χαμηλό ξύλινο κάθισμα.
Κρουσάδο (το): Ασημένιο νόμισμα.
Κρυογάτσουλο (το): Αυτός που κρυώνει.
Κυράντζα (η): Κυρά.
Κυρούλα (η): Μικρή χωριατοπούλα νοικοκυρά ( Λευκίμμη).
Κυσόλδου : Όλοι γενικά.;;;;;;
Κωτσέλας (ο): Προάστιο της πόλης (Γκόουτσο : μικρό νησάκι της Μάλτας).

Λ

Λαβαδούρος (ο): Νεροχύτης (Ital. Lavatoio).
Λαβαμαν η Λαβαμας (ο): Νιπτήρας (Ven. Lavaman).
Λαβαντίν (το): Νιπτήρας (Ven. Lavandin).
Λαβατίβο καρνάλε (το): Παρα φύσιν ερωτική πράξη (Ital. Lavativo Carnale=Κλύσμα - Συνουσία).
Λαβένζο (το): Δοχείο –Κατσαρόλι Καπνισμένο (Ιταλ. Laidezzo).
Λαβενζομούτρα (η): Επιτιμητικά η σκουρόχρωμη Γυναίκα.
Λαβεντζί (το): Δοχείο για άρμεγμα γάλακτος.
Λαβέντζο (το): Τσουκάλι .
Λαβίδα (η): Το κουταλάκι της θείας Κοινωνίας.
Λαβιδιάζομαι : Μεταλαμβάνω
Λαβιδιάζω : Δοκιμάζω κάτι.
Λαβομάνος (ο): Νιπτήρας (Ital. Lavamano).
Λαβόρο (το): Εργασία (Ital. Lavoro).
Λάγγερος (ο): Κρασί που βγαίνει πατώντας τα τσίπουρα και προσθέτοντας Νερό.
Λαγγεύει : «Πετάει» το μάτι μου.
Λάγιο (το): Μαύρο με άσπρες βούλες.
Λάγκερο (το): Κρασί από απομεινάρια πατημένων σταφυλιών.
Λάγκος η λούγκος (ο): Επιμήκης , Μακρύς (Ital. Lungo).
Λαδοφωτιά (η): Λαδοφάναρο.
Λαζαρέτο (το): Το γνωστό νησάκι απέναντι από τις αλυκές (Ital. Lazzareto= λοιμοκαθαρτήριο).
Λαζούρι (το): Μεταξωτή κλωστή.
Λάης (ο): Γραμμή. (Ital. Linea).
Λαθίρω : Βάφω κάτι σε χρώμα κρέμ .
Λάι (το) Αρχή ,σημείο εκκίνησης (Αγγλ. Line ).
Λακινιά (η): Κοπάδι γαιδάρων ;;;;;;;
Λάκουρας (ο): Κόγχη ματιού.
Λάκουρο (το): Σβέρκο .
Λαλέτα (η): Φαβορίτα.
Λαλούκα (η): Πιπίλα μωρού.
Λαμάσα (η): Κατεργάρα , κακιά
Λαμάσα (η): Προκλητική γυναίκα.
Λαμέντζα (η): Παράπονο (Ital. Lamento ).
Λαμεντόζος (ο): Παραπονιάρης-κλαψιάρης (Ital. Lamentoso).
Λάμια (η): Ξωτικό.
Λάμνω : Τραβάω κουπί .
Λαμόρες (ο): Κομψευόμενος ερωτύλος (Ital. L’amore).
Λαμπάντε (ο): Καθαρός (Ital. Lapante ).
Λαμπάντες (ο) : Καθαρός αλλά και λαμπρός ,μεταφορικά αυτός που έκανε κάποια παρανομία και βγήκε καθαρός. (Ιταλ.) lampante .
Λαμπάτα (η) : Μεγάλη φωτιά.(βλ. Λαμπατίνα).
Λαμπατίνα (η): Φωτιά (Ital. Lampatina).
Λαμπατίνα (η): Φωτιά και έθιμο «Τα’Γιανιού του Λαμπατάρη».
Λάμπενα (η): Πετρόψαρο.
Λαμπικάρω : Ξεχωρίζω το λάδι από το κατακάθι του.
Λαμπίκο (το): Καθαρό.
Λαμπόρδα (η): Κουνιστή γυναίκα .
Λαμπριά (η): Το Πάσχα.
Λαμπυρίθρα (η): (βλ. Κωλοφωτιά).
Λαμψάνα (η): Αγριολάχανο.
Λάνα (η): Μαλλί-Μάλλινο.
Λανάκια (τα): Αυγά ψείρας .
Λανάτες (οι): Χώμα ψημένο που δεν τρίβεται εύκολα.
Λάνκερο (το): Κρασί.
Λάνκουρα (τα): Κόγχες των ματιών.
Λάντζα (η): Πλωτή πλατφόρμα για μεταφορά υλικών (Ital. Lancia).
Λάντζο (το): Ταλάντωση η δυνατότητα σε κάτι να είναι μεγαλύτερο η μικρότερο (Ital. Lancio =Το υπέρβαρο που απαιτούσε ο αγοραστής έμπορος λαδιού από τον παραγωγό).
Λαντουρίδα (η): Σταγόνα.
Λαντσέτα (η): Νυστέρι (Ital. Lancetta).
Λαντσιέρης (ο): Ψηλός – Ευθυτενής (Ital. Lancia = Λόγχη).
Λάντσο (το): Το πάνω – κάτω της λόγχης στην ζυγαριά . Η ταλάντωση.
Λάντσος (ο): Λυγερόκορμος (Ital. Lancia =Λόγχη).
Λαουδάρω : Επαινώ (Ital. Laude)
Λάουδο (το): Έπαινος (βλ. Λαουδάρω).
Λαουρέντης (ο): Εργάτης , κάλφας, βοηθός (Ital. Lavorante).
Λαουρέντης (ο): Εργάτης οικοδόμος (Ven. Laorante , Ital. Lavorante).
Λάπατα (τα): Αγριολάχανα για πίττα.
Λάπης (ο): Το μολύβι για γράψιμο (Ιταλ. Lapis)
Λαπρέστα : Γρήγορα (Ital. Presta).
Λάρισα (η): Ξύλο πεύκου ( Ital. Larice).
Λαρνάκι (το): Το αυλάκι που έτρεχε η μούργα στο ελαιοτριβείο. (Αρχ.Λαρναξ).
Λαρνί (το): Πέτρινο μεγάλο δοχείο για το αλεύρι του νερόμυλου.
Λαρώνω : Καλμάρω, Ησυχάζω.
Λάστρα (η): Τζάμι (Ital. Lastra).
Λάστρα (η): 1.Τζάμι παραθύρου (Αρχ. Ηλίαστρον ) 2.Πλάκα δαπέδου (Ven.,Ital. Lastra =Πλάκα)
Λάστρα της πλώρης : Μονάδα μήκους επάνω στο πλοίο.
Λάτα (η): Ντενεκές (Ital. Latta).
Λάτα (η): Τενεκές (Ital. Latta =Λευκοσίδηρος).
Λατίνι (το): Πανί βάρκας.
Λάτινος (ο): Τενεκεδένιος (βλ. Λάττα).
Λατίτσενος (ο): Γαλακτερός (Ital. Latte).
Λατόνι (το): Τενεκεδένιο δοχείο λαδιού (Ital. Lattone).
Λατονιέρης (ο): Λευκοσιδηρουργός (Ital. Lattoniere).
Λαυρί (το): Δοχείο λαδιού πέτρινο.
Λάχανα (τα): Τα φαγώσιμα χόρτα γενικά.
Λάχτισα : Πόνεσα .
Λάχτιση (η): Ισχυρός και απότομος πόνος.
Λέαντρος (ο): Ροδοδάφνη (Αγγλ. Oleander).
Λεβάντες (ο): Ανατολικός άνεμος.(Ital. Levante).
Λεβαντίνος (ο): Ανατολίτης.
Λεβαρδάρω : Ντρέπομαι;;;;
Λέβδα (η): Ευλύγιστο κοντάρι .
Λεβδίζω : Λυγίζω.
Λεβεράντζα (η) : Εκδήλωση υποταγής-υπόκλιση.
Λεβιθόχορτο (το): Ένα Βότανο.
Λεγάτο (το): Κληροδότημα (Ital. Legato).
Λεζάμινα (η): Εξέταση (Ital. Esami ).
Λειψανεμιά (η): Άπνοια.
Λειψηνόχορτο (το): Αγριολάχανο.
Λείψιανο (το): Κηδεία.
Λεμεντάδος (ο): Παραπονούμενος (Ital. Lamentarsi).
Λεμενταρίζω : Παραπονούμαι.
Λεντρέ Καμαρωτά.;;;;
Λετορίνι (το): Μουσικό αναλόγιο (Ital. Letto-rini =Κρεββατάκι).
Λετρίνα (η): Αποχωρητήριο (Ιταλ. Latrina).
Λευτερίδα (η): Είδος πεταλούδας της νύχτας που πετάει γύρω από το φως της λάμπας.
Λευτερίδα τσι νυκτός (η): Νυχτερίδα.
Λευτερίτης (ο): Διφθερίτιδα.
Λευτή (η): Ψωμί σε σχήμα καρβελιού.
Λέχεται : Μυρίζει η μάνα το παιδί.
Λεχομανιό (το): Λαχάνιασμα.
Λεχωνιάτικα (τα): Ασπρόρουχα λεχώνας.
Λεχωνούδι (το): Βρέφος.
Λητάρι (το): Σχοινί (Αρχ. Ειλητάριο).
Λιαναράτικος (ο): Ράτσα σταφυλιού με μικρές ρόγες (Λιανή αράτα).
Λιανές (οι): Ψιλές – Λεπτές.
Λιανιτέρια (τα): Λεπτά ξύλα.
Λιάπης (ο): Μάγκας.
Λιάρδα (η): Γυάρδα.
Λιάστρα (η): Τα τζάμια του παραθύρου.(βλ. Λάστρα).
Λιάστρος (ο): Ποικιλία ελιάς.
Λίβανο (το): Ράτσα μαυροκόκκινου σύκου.
Λιβελάντες (ο): Αγρότης ενοικιαστής αγρού (Ital. Livellante).
Λίβελο (το): Αγροτεμάχιο (Ital. Livello = Εμφύτευση).
Λιγάθινος (ο): Αδύνατος , αρρωστιάρης.
Λιγγιό (το): Λόξυγκας.
Λιγκιάζω : Έχω λόξυγκα.
Λιγουρίζω : Επιθυμώ .
Λικάζω : Μολύνω.
Λικάσιονας (ο): Γυμνοσάλιαγκας.
Λίκασμα (το): Μόλυνση.
Λικουνιά (η): Πλήθος.
Λίλια (τα): Κομμάτια.
Λιμάζει : Πεινάει
Λιματίδα (η): Σταλαγματιά.
Λιμόζινο (το): Ελεημοσύνη (Ital. Limosina).
Λιμπά (τα): Όρχεις.
Λιμπαδίτσα (η): Μακρινή αστραπή.
Λιμπάρω : Ελαφρώνω η αδειάζω το φορτίο του πλοίου (Ital. Libare).
Λιμπεράδα (η): Ελευθερωμένη (Ital. Liberada-Lat.libera.)Λίμπερος (ο): Ελεύθερος. (Ιταλ. Libero Lat Liber).
Λιμπερτά : Διάπλατα - ορθάνοιχτά (Ital. Liberta=Ελευθερία Lat Libertas.)
Λιμπρέτο (το): Μισάνοιχτα παράθυρα σπιτιού (Ital.Libretto=Βιβλιαράκι).
Λιμπρέτο (το): Πρόγραμμα θεάτρου – μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα. (Ital. Libretto=Βιβλιαράκι).
Λίμπρο (το): Βιβλίο (Ital. Libro Lat Liber.)
Λίμπροντόρο (το): Η λίστα με τα ονόματα και τους τίτλους των αριστοκρατών (Ital. Libro d’oro= Βιβλίο του χρυσού).
Λίνια (η): Ευθύς δρόμος (Ital. Linea).
Λινιά (η): Λεπτό σχοινί από ίνες λιναριού.
Λινιά (η): Σπάγγος (Ital. Lino=Λινάρι ).
Λινοκόκκι (το): Λιναρόσπορος .
Λίντο (το): Λεπτό , aδύνατο, aραιό.
Λίντος (ο): Κομψός –άψογος –κοκκετικός (Ital. Lindo).
Λίντος (ο): Αραιός (Ital. Lindo ).
Λιοντερίτσινο (ο): Ρετσινόλαδο.
Λιόσματα η Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιοτριβείου.
Λιόσμο (το): Νερό με υπολείμματα από το άλεσμα της ελιάς.
Λιόστα (τα): Τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου.
Λιπιδόνια (τα): Κλωστές.
Λίσα (η): Κάρο μακρύ και κοντό για την μεταφορά μεγάλων φορτίων. (Ital. Lizza = Είδος έλκηθρου για τη μεταφορά μεγάλων κομματιών μαρμάρου).
Λισάβω (η): Ελισάβετ.
Λισεντζάρω : Επιτρέπω. (Ital. Licenza).
Λισεντζιάδο (το): Επιτρεπόμενο .(Ital. Licenzato).
Λίστα (η): Κατάλογος (Ital. Lista).
Λιστόν (το): Πλατύς και ευθύγραμμος δρόμος (Ven. Liston).
Λίτρα (η): Μονάδα βάρους ίση με 17 καρτούτσα.
Λίτσινο (το): Ξύλο ελιάς.
Λίτσινο (το): Από ξύλο ελιάς.
Λόβα (η): Βρωμιά.
Λόγγα (η): Μεγάλη (Ital. Lunga).
Λογιάζω : Σκέφτομαι.
Λοιπιδόνια (τα): Κλωστές ξεφτισμένου ρούχου.
Λόντζα (η): Υπόστεγο , στοά , εξώστης (Ital. Loggia).
Λόντζα (η): Ψαρονέφρι (Ital. Lonza).
Λόντζα (η): Λέσχη, στοά (Ven. Loza, Ital. Loggia).
Λόρδα (η): Πείνα .
Λότα (η): Λάσπη . (Ital. Loto).
Λότο (το): Λαχείο (Ital. Lotto).
Λούγκα (η): Μόλυνση μασχάλης.
Λουγρέτσιο(το): Υπέργηρη (Ital. Long-Vecchia).
Λουκάντα (η): Ταβέρνα (Ital. Locanda=Πανδοχείο).
Λουμάκα (η): Λεπτό και μακρύ ξύλο και μεταφ. Η ψιλόλιγνη γυναίκα.
Λουμάκι (το): Βλαστός δένδρου.
Λουμί (το): Δοχείο λαδοφάναρου για φυτίλι και λάδι. (Lume = Τεχνιτό φώς).
Λούμπα (η): Λάκκος με νερά.
Λούνγκο (ο) : Γεμάτο (Ital. Lungo).
Λούντσα (η): Μικρός λάκκος με νερά και λάσπες.
Λουριδιά (η): Κουρελού.
.
Λούρος (ο): Το κεντρικό ξύλο της σκεπής.
Λούρος (ο): Κεντρικό δοκάρι σκεπής .
Λουρώνει : Σφίγγει .
Λουσόζος (ο): Στολισμένος (Ital. Lussuoso).
Λούτιμο (το): Πλεόνασμα (Ital. L’utimo).
Λούτο (το): Πένθος (Ital. Lutto).
Λουτρουβιό (το): Ελαιοτριβείο.
Λουτρουγιά (η): Λειτουργία εκκλησίας .
Λούφα (η): Βρεγμένο πολύ.
Λυγγιό (το): Λόξυγκας.
Λυγιά (η): Λυγαριά.
Λυκάσιονας (ο): Γυμνοσάλιαγγας.
Λύκασμα (το): Ο έρπις της ανεμοβλογιάς.
Λύκωσα : Πιάστηκε ο λαιμός μου (σαν το Λύκο που δεν έχει
Λυμασμένος : Σιχαμένος , αρρωστιάρης.
Λυσιάζω : Λυσσάω- σκάω από το κακό μου.
Λωλάδερφα (τα): Ετεροθαλή αδέλφια( Αρχ. ολωλώς , ολλύομαι ;;;;.

Μ

Μoίρομαι : Μοιρολογάω – Κλαίω.
Μάα : Μάννα (Παξοί).
Μαγάρε : Μακάρι ( Ital. Magari).
Μαγγούνο (το): Πικρό πολύ σαν φαρμάκι (αρχ. Μάκων – Κώνειο).
Μαγειριά (η): Φαγητό κατσαρόλας.
Μάγια (η): Μάλλινη φανέλα (Ital. Maglia).
Μαγιστράτος (ο): Άρχοντας. ( Ital. Magistrato).
Μαγνάδι (το): Κεφαλομάντηλο από λεπτό φίνο ύφασμα.
Μαγουλίτης (ο): Παρωτίτιδα.
Μαζενί (το): Εργαλείο για το τρίψιμο του πιπεριού.
Μαζενί (το): Μύλος του καφέ (Ital. Macinino).
Μαίζα (η) Θέλημα.
Μαιλίζω : Μαραίνομαι.
Μαινάδος (ο): Χαλαρωμένος (Ital. Ammainare= Ναυτικός όρος).
Μαινάρω : Κατεβάζω –ησυχάζω –καλμάρω. (Ιταλ. Amainare).
Μαιντάνι (το): Ρεύμα αέρα.
Μαιντάνι (τοβγαλε) : Το είπε παντού.
Μαιντζάρεται : Κουμαντάρεται , Ελέγχεται.(Ital. Maneggiare).
Μαιντζάρω : Χειρίζωμαι (Ital. Maneggiare).
Μαιντζέβελος (ο): Κάποιος τον οποίο χειρίζομαι (βλ. Μαιντζάρω).
Μάισα (η): Μάγισσα.
Μακάντζια (η): Έλλειψη (Ital. Mancanza).
Μακαροντσίνι (το): Κοφτό μακαρονάκι (Ital. Maccheroncino).
Μακελάρης (ο): Χασάπης. (Ιταλ. Macellaio).
Μάκενα (η) : Αλεστική μηχανή .(Ven. Macina :μυλόπετρα)
Μακιά (η): Κηλίδα (Ital. Macchia = παρανομία ).
Μακιάρω : Κηλιδώνω (Ital. Macchiare).
Μάκινα (η): Η μηχανή γενικώς (Ital. Machina).
Μαλαθράκι (το): Μία πάθηση του δέρματος.
Μαλαθράκι (το): Το πρώτο δέρμα του νεογέννητου.
Μαλαθρίλας (ο): Τόπος με μάλαθρα (μάραθρα).
Μάλαθρο (το): Μάραθρο.
Μαλαπέρδα (η): Το μεγάλο πέος.
Μαλαστούπα (η): Ξύλινος πυρσός.
Μαλάτος (ο): Άρρωστος (Ital. Malato).
Μαλάτσα (η): Αρρωστιάρικος υγρός καιρός (Ital. Malatia).
Μαλαχτάρια (τα): Ακαθαρσίες.
Μάλε βράσε (το): Ανακατωσούρα , αναμπουμπούλα (Ital. Male =Κακό).
Μαλιάστρα (η): Μάννα.
Μαλίνια (η): Βαρύ κρύωμα – Πνευμονία (Ital. Maligno=Κακοήθης ασθένεια).
Μαλινκονία (η): Κακή διάθεση , κατήφεια (Ital. Malinconia).
Μάλτα (η): Λάσπη οικοδομής (Ital. Malta).
Μάμα (η) Χαιδευτικά η μαμά.
Μάμα (η): Μάννα ( Ital. Mama).
Μάμαλος (ο): Πλαδαρός.
Μανάλι (το): Μανουάλι .
Μανδραβίδα (η): Κεντρικός ξύλινος κοχλίας πιεστηρίου ελαιοτριβείου (Ital. Madre vite =μητέρα βίδα).
Μανέστρα (η): Σούπα ζυμαρικών (Ital. Minestra).
Μανέστρα κολομπίμπιρι (η): Νερόβραστα μακαρόνια σκέτα.
Μανέτα (η): Χειροπέδη (Ital. Manetta).
Μάνια (η): Φαγητό.
Μανιαδούρα (η): Ζωοτροφή (Ital. Menageria).
Μανιαδούρος (ο): Παχνί (Ital. Mangiatoia).
Μανιέρα (η): Μανία .
Μανιπουλάρω : Χειρίζομαι (Ital. Manipolare).
Μανίτσα (η): Χερούλι (Ital. Manicchia).
Μανιφατούρα (η): Εργόχειρο (Ital. Manifattura).
Μανιωμένος (ο): Θυμωμένος.
Μανκάντζα (η): Απουσία (Ital. Mancanza).
Μανόπολα (η): Χειρολαβή ,χερούλι πόρτας, πόμολο (Ital. Manopola).
Μανουάλος (ο): Βοηθός οικοδόμου (Ital. Manuale=Χειρονάκτης).
Μανουάλος (ο): Βοηθός μαστόρου (Ital. Manuale = Xειρονάκτης)
Μανουάλος (ο): Εργάτης οικοδομής.
Μανούβρα (τα): Σχοινιά , πρότονοί του πλοίου.
Μανουσάκι (το): Το λουλούδι Νάρκισσος (Ζάκυνθος μόνο;;;;;.
Μανταπέρλα (τα): Άσπρα κουπιά.
Μαντάτο (το): Είδηση , εντολή (Ital. Mantato).
Μαντεκούτο (το): Αποπληξία .
Μαντεκούτο (το): Χιονιάς.
Μαντενούτα (η): Σπιτωμένη ερωμένη (Ital. Mantenuta).
Μαντζάρω : Τρώγω (Ital.Mangiare).
Μαντζιπατσιόν (η): Απαλλοτρίωση (Ital. Espropriazione);;;;;
Μαντινίδος (ο): Συντηρητής (Ital. Mantinido).
Μαντινιέρω : Διατηρώ –Συντηρώ (Ital. Mantenere).
Μαντό (το): Σάλι –Πέπλο, νυφικό (Ital. Manto).
Μάντολα (η) . Το αμύγδαλο , μαντολάτο –γλυκό που περιέχει αμύγδαλο- καθώς και ότι έχει σχήμα αμυγδαλωτό ή οβάλ (πχ. Έτσι ονόμαζαν οι παλιοί σιδεράδες της Κέρκυρας το σχήμα από τα κάγκελα στα μουράγια ).(Ιταλ. Mandorla).
Μαντολάτο (το): Γλύκισμα με αμύγδαλα (Ιταλ. Mantorlato).
Μάντολες (οι): Καβουρδισμένα αμύγδαλα με ζάχαρη (Ital. Μantola).
Μαντολινάτα (η): Ορχήστρα με μαντολίνα (Ιταλ. Μantolinata).
Μαντόνα (η): Πλάκα που τοποθετούσαν εξωτερικά στον τοίχο και όρθια σαν εικόνισμα (Ital. Mantona).
Μαντούνι (το): Παλαμίδι ;;;
Μαντραβίδα (η): Ξύλινη βίδα του παλιού ελαιοτριβείου.
Μάντσάρω : Τρώγω. (Ιταλ. Mangiare).
Μαντώ (το): Νυφικό η αραχνοΰφαντο ριχτό (Ital. Manto =Χλαμύδα).
Μαός : Πολλά (Παξοί).
Μάπα (η): Το πάνω μέρος της γωνιάς του τζακιού.
Μαργομένος (ο): Παγωμένος (Παξοί).
Μαρέντα (η) : merenta (Ιταλ.) το κολατσιό . «Επείγε στη δουλειά και πήρε και τη μαρέντα του.»
Μαριετίνα (η): Μαριέττα. (ή Μαριοτίνα).
Μαρινάτος (Γαυρος) : Φρέσκος γαύρος στο ξύδι για τρείς μέρες με σκόρδο και μαϊντανό αλάτι και πιπέρι (Ital. Marinato=θαλασσινός).
Μαριόλα (η): Γελοία.
Μαρίτιμοι (οι): Ναυτικοί (Ital. Marittimo).
Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο , παντοπωλείο (Ital. Mercato).
Μαρκαντικό (το): Μπακάλικο (Ven. Mercante).
Μαρκάρω : Σημαδεύω με χρώμα.(Ital. Marca ).
Μαρκάς (ο): Η κεντρική αγορά της Κέρκυρας στη Σπηλιά που βομβαρδίστηκε στον πόλεμο (Ven. Marca o Merca).
Μαρκάτο (το): Αγορά ,μπακάλικο (Ital. Mercato).
Μάρκος (ο): Κινητό αντίβαρο ζυγαριάς .
Μαρκουλίνος (ο): Στρατιώτης της βενετσιάνικης φρουράς. (Ital. Marca= Σύνορο . Περίπου Συνοριακός).
Μαρμελίνια (τα): Πολύ μικρά γλυκά βερίκοκα.
Μαρμουρί (το): Λευκό Μάρμαρο.
Μαρντεκούτο (το):
Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα.
Μαρόκα (η): Μεγάλη πέτρα (Ital. Marocca).
Μαρόκο (το): Αμμοχάλικο (Ital. Marocca = Θραύσματα πετρωμάτων οφειλόμενα στο φαινόμενο των παγετόνων ).
Μάρσια (η): Εμβατήριο (Ital. Marcia).
Μαρσιά (η): Πύον (Itasl. Marcia).
Μαρτελίνα (η): Το σφυρί βαριοπούλα (Ital. Martellina).
Μαρτζαβί (το): Είδος σταφυλιού (Ital. Marzanimo).
Μαρτίγος (ο): Μεγάλο ιστιοφόρο.
Μαρτίνα (η): Νεαρή προβατίνα (του Μάρτη;;;.
Μασιά (η): Τσιμπίδα για κάρβουνα.
Μασίνα (η): 1.Σίδερο σιδερώματος 2. Ξυλόσομπα. (Ital. Macchina =Μηχανή).
Μασκα (η): Τα πλάγια της πλώρης της βάρκας.
Μασκαράτα (η): Πομπή μεταμφιεσμένων αποκριάς (Ital. Mascherata).
Μασκαρίνα (η): Το δέρμα της εμπρόσθιας μεριάς του παπουτσιού. (Ital. Mascherina).
Μασκαρόνια (τα): Αγαλματίδια σε υπέρθυρα (Ital. Maschera=Προσωπίδα).
Μάσκιο η Μάσκουλο (το): Αρσενικό (Ital. Maschio).
Μάσκιο Φέμινο (το): Έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι τεχνίτες για το αρσενικό και το θηλυκό κομμάτι . Επίσης την χρησιμοποιούσαν για το ερμαφρόδιτο ( Ital. Maschio – Femino).
Μασκιοφαίμενο (το): Κάτι που θηλυκώνει.
Μάσκουλο (το): Το σιδερένιο στήριγμα του παραθυρόφυλλου που μπαίνει στη θηλιά του τοίχου (Ital. Maschile=Αρσενικό).
Μάσκουλο (το): Μεντεσές πόρτας (Ven . Mascolo).
Μάστακας (ο): Ακρίδα (Αρχ. Μάσταξ).
Μαστελάδο (το): Βαρελίσιο κρασί βλ. (Ital. Mastello ).
Μαστελάκι (το): Μικρός ξύλινος κουβάς.
Μαστέλο (το): Ξύλινος κάδος για το πλύσιμο των ρούχων (Ital. Mastelo).
Μαστίτσιο (το): Συμπαγές (Ital. Massiccio).
Μαστίτσιο (το): Συμπαγές (Ven. Mssizzo,Ital. Massiccio).
Μαστραπάς (ο): Πήλινο ανθοδοχείο.
Μαστρέτσο (το): Κακομοίρης – ιδιότροπος – μίζερος
Ματαγκολίδα (η): Ευαίσθητο κλαρί που έχει ξαναθρέψει.
Ματασέρνω : Επανατοποθετώ σωστά τα κουνημένα κεραμίδια.
Ματέρια : Υλικό κατασκευής (Ital. Materia).
Ματίζω : Ενώνω.
Ματικάπι (το): Εργαλείο που έβγαζαν καρφιά . Επίσης έτσι έλεγαν και τον χειροκίνητο δράπανο.
Ματοφάης (ο): Εκμεταλλευτής (Αιματοφάης).
Μάτσα (η): Το βαρύ σφυρί – Η Βαριά. (Ital. Mazza).
Ματσακάνι (το): Κομμάτι σπασμένης πέτρας.(μάλλον έχει σχέση με το ματσακόνι –ένα εργαλείο σκαλίσματος της πέτρας.
Ματσάκανος (ο): Σκληρή και αιχμηρή πέτρα (Ital. Mazzetta = Σφυράκι σμιλευτών).
Ματσακόνι (το): Θραύσματα πέτρας πελεκημένης (Ital. Mazza=ρόπαλο, έτσι έλεγαν επίσης οι μαστόροι το βαρύ σφυρί , τη «βαριά».
Ματσέτα (η): Σφυράκι (Ital. Mazzetta).
Ματσέτο (το): Δεσμίδα , ματσάκι λουλουδιών.(Ital. Mazzetto).
Μάτσιαλα (τα): Θραύσματα.
Ματσίνι (το): Ματάκι.
Ματσόλα (η): Ξύλινο σφυρί (Ital. Mazzola).
Ματσούκα (η): Μπαστούνι.
Μαυλίζω : Σφυρίζω.
Μαυλίστρα (η): Σφυρίχτρα.
Μαυροκέφαλος (ο): Μικρό γκρι πουλί με μαύρο στίγμα στο κεφάλι.
Μεβάντα (η): Ποτό που φτιάχνεται από ζουμί βρασμένων χορταρικών και κρασί.
Μελαντόνα (η): Μία ράτσα σύκων.
Μελάτο (το): Γλυκό (Ital. Melato).
Μελιγγίτης (ο): Μηνιγγίτιδα.
Μελιγγόνι (το): Ράτσα μυρμηγκιού με «μελί» χρώμα.
Μελιγκόνι (το): Πλήθος .(Ital. Melipona=Είδος αγριομέλισσας).
Μελίζω : Ρίχνω τροφή για να μαζευτούν τα ψάρια (Παξοί).
Μελίκουκα (τα): Οι καρποί της μελικουκιάς ;;;;;.
Μελίκουκια (η) : Άγριο δένδρο του δάσους με μικρούς μαύρους καρπούς πολύ γλυκούς.
Μελιούνι (το): Πλήθος .(Ital. Millione=Εκατομύριο).
Μελισούδι (το): Τοποθεσία ανάμεσα στο Βαλανειό και τους Χωροπισκόπους. ( μέλι στις σούδες μτφ.το νερό).
Μελιχάνα (η): Είδος κοκοβιού.
Μελιχάνας (ο): Μεταφορικά ο ευκολόπιστος και ο αφελής που πέφτει στην παγίδα όπως το ψάρι μελιχάνα.
Μέμπρο (το): Μέλος συμβουλίου ευγενών. (Ital. Membro).
Μενούτο η μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital.Minuto).
Μεντάγια (η): Κόσμημα – Μενταγιόν (Ital.
Μενούτα (τα) Οι στιγμές του εκνευρισμού (Ital. Minuto).
Medaglione).
Μεντάρω : Μπαλώνω (Ital. Mendare).
Μέντζα (η): Μεσιτεία (Ital. Mezzano=Μεσίτης).
Μεντζα λούνα (η): Η μισοστρόγγυλη σιδεριά πάνω από τις πόρτες των παλιών σπιτιών.(Ιταλ. Mezza Luna= Μισοφέγγαρο).
Μεντζάνες (οι): Κορδέλες.
Μεντζανίνο (το): Ημιώροφος (Ital. Mezzanino).
Μεντζαρδίνι (το): Ισόγειο σπίτι (Ital. Mezzo giardino=Μισό κήπος).
Μεντζάστρα (η): Μεσίστια σημαία (Ital. Mezz’asta ).
Μέντζο (το): 1. Μεσολάβηση 2. Μισό 3. Μέσο (Ital. Mezzo).
Μεντζοκαπέλο (το): Ημίψηλο καπέλο εποχής.
Μεντζολούτο (το): Τα παραθυρόφυλλα μισόκλειστα λόγω πένθους (Ital. Mezzolutto).
Μεντζοπάσο (το): Παλιός παραδοσιακός χορός (Ital. Mezzopasso=μισό βήμα).
Μεντίδα (η): Γνώμη (Ital. Mente = Νους – πνεύμα ).
Μέριζα (η): Μαντίλι από την παραδοσιακή γυναικεία στολή που έδενε τις πλεξίδες των μαλλιών. Αλλά και ύφασμα .
Μεριτάρω : Έχω καταξιωθεί (Ital. Meritare).
Μέριτος (το): Χαρισματικός, αξιέπαινος (Ital. Merito).
Μερλάδο (το): Γαρνιρισμένο (Ital. Merlato).
Μέρλο (το): Γαρνίρισμα (Ital. Merlo).
Μερντιάνα (η): Το ηλιακό ρολόϊ πάνω από τις εξώπορτες των
Μεροβίγλι (το): Παρατηρητήριο (βλ. Βίγγλα).
Μεσάλα (η) Επίσημο τραπεζομάντιλο.
Μεσάλι (το): Τραπεζομάντιλο (Ital. Mensa = Τραπέζι φαγητού).
Μεσίσκλια (τα): Κακοτοπιά – γκρεμός.
Μεστουράρω : Η επιθυμητή κατάσταση (Ital. Mestrare = ανακατεύω αναμιγνύω).
Μεστουράρω : Ανακατεύω υγρά (Ital. Mescolare).
Μετζορονιό (το): Μεταίχμιο ( Mezzo=Μισό και Ρονιά η αυλακιά του χωραφιού).
Μετζοσόλα (η): Μισή σόλα στα παπούτσια που έβαζαν οι τσαγκάρηδες. (Ιταλ. Mezzo = Μισό ).
Μετζοστάτο (το): Μέση κατάσταση (Ital. Mezzo stato).
Μετζοφάρα (η): Μέση ηλικία .
Μέτορο (το): Πείραγμα.
Μέτρα (του Αγιού): Φυλακτό από κομμάτι της παντόφλας του Αγίου Σπυρίδωνος
Μη σιφτάκης : Μην προλάβεις (Ως κατάρα : « Μπα που να μην Σιφτάκης»).
Μηγάρις η Τιγάρις : Τι άλλο ; Διότι τι ; (αρχ. Τι γαρ).
Μήδα : Μήπως.
Μήλιγκας (ο): Μηνίγγι .
Μηλιώρα (η): Παρθένα.
Μηλοβαγιά (η): Φασκόμηλο.
Μηστηρίζω : Σηκώνω στον αέρα.
Μήχραμε : Μέχρι.(Λευκίμμη).
Μιά : (Έλα Μια) : Έλα λοιπόν.
Μιάτζιμιας : Μονομιάς.
Μιζούρα η Μιζούρι (η): Μέτρο γενικά (Ital. Misura).
Μιθουκούνι (το): Κομματάκι ψωμί.
Μίκια (τα): Φυτίλια εκρηκτικών (Ital. Miccia).
Μιλιγκόνια (τα): Αμέτρητα (Ital. Millione = εκατομμύριο).
Μιλιόρα (η): Σφαγείο (Ital. Migliaio).
Μιλιούνια (τα): Εκατομμύρια (Ital. Milione).
Μιλίτσια (τα): Εκατομμύρια.
Μίνα (η): Στοά (Ital. Mina).
Μιναρίτας (ο): Αυνανιζόμενος (Ital. Minorita =Ανηλικιότης).
Μινάρω : Αυνανίζομαι.
Μινινέλα (η): Αδύνατη Ντελικάτη (Ital. Minimo = Ελάχιστο).
Μινίστρος (ο): Πρεσβευτής (Ital. Ministro).
Μινούτο (το): Λεπτό της ώρας (Ital. Minuto).
Μιντζιβίρις (ο): Τσιγκούνης και μίζερος.
Μιράκολο (το): Θαύμα . (Ital. Miracolo).
Μίρμιλο (το): Πλήθος.
Μισαλέτρι (το): Ο αστερισμός του Ωρίωνα.
Μισέρ (ο): Κύριος (Fr. Monsieur).
Μισίαντζα (η): Ανακάτεμα (Ital. Mischiamento).
Μισκιάντζα (η): Ανάμεικτο ποτό – Κοκτέιλ (Ital. Miscellanea).
Μισομουσουροκόφινο (το): Το μισό σε όγκο μουσουροκόφινο.
Μισοσπορίτισα (η): Τα Εισόδια της Θεοτόκου – στη μέση της σποράς.
Μισοφούντι (το): Λωρίδα γης που χώριζε δύο χωράφια (Ital. Fonto =Βυθός).
Μισοφυτεψεία (η): Από κοινού γεωργική εκμετάλλευση.
Μιστρίζω : Ασπρίζω.
Μιτάρω : Μιμούμαι (Ital. Imitare).
Μιτζιβίρης (ο): Φιλάργυρος , μίζερος.
Μιτζίλι (το): Μικρό.
Μιτσίτσια (τα): Φιλίες.
Μνέει (δεν ): Δεν συμπαθεί.(Μεταφ).
Μνέει (δεν): Δεν φυσάει – έχει άπνοια.
Μνήστρα (η): Κόφτρια παπουτσιών.
Μόγα (η): Χωρίς βιασύνη (Με τη μόγα σου ).
Μόγανο (το): Μαόνι (Ital. Mogano).
Μόγανο (το): Ξύλο από μαόνι.
Μόδι (το): 1. Μονάδα όγκου 2. Έκταση καλλιεργούμενης γης επί Ενετών .
Μόδο (το): Μέσον, τρόπος (Ital. Modo).
Μοιράδι (το): Μερίδα – Μερτικό.
Μόλα (η): Κρίκος ρολογιού τσέπης που το συνέδεε με την αλυσίδα (Ital. Mola =Κυκλική τοποθέτηση –μυλόπετρα κλπ.).
Μολάρισε : Μαλάκωσε – Μούλιασε (Ital. Mollare).
Μολάρω : Απελευθερώνω – μαλακώνω (βλ. Μολαρισε).
Μολάρω η Αμολάρω : Ελευθερώνω , χαλαρώνω (Ital. Mollare).
Μολιφικάντε (το): Μαλακτικό (Ital. Mollificativo).
Μολιφικάρω : Ψευτοκολακεύω. (Ital. Moltiplicare).
Μόλλα (η): Ελατήριο (Ital. Molla).
Μόλος (ο): Το σημείο που δένουν τα πλοία στο λιμάνι (Ital. Molla = Πάλος δεσίματος).
Μομέντο (το): Λεπτό της ώρας (Ιταλ. Μomento).
Μόμολος : Ο γελοίος , εξευτελισμένος
Μομπαζίνα (η): Βαμβακερό ύφασμα (Ital. Bambagino).
Μόμπιλα (τα) Έπιπλα (Ital. Mobile).
Μονάτο (το) Σκέτο.
Μόνε : Μόνο που.
Μονέδα (η): Χρήμα (Ital. Moneta).
Μονοκλειδιά (η): ;;;;;
Μονολίθι (το): Ελαιουργείο με ένα μόνο , μεγάλο λιθάρι.
Μονομερίδα (η): Δηλητηριώδες φίδι που μπορεί να σκοτώσει σε μία μέρα.
Μονοτσίμπερος (ο): Ολομόναχος.
Μοντάρω (δεν ) : Δεν τολμώ.
Μόντε (το): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte –La pieta).
Μόντε ντι πιέτα (η): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di pieta).
Μόντες (ο): Μπόγος – δέμα (Ital. Monte = Ποσότητα).
Μόντες (ο): Ενεχυροδανειστήριο (Ital. Monte di Pieta).
Μοντούρα (η): Στρατιωτική στολή (Ital. Montura).
Μόρα (η): Επιτιμητικά η σκουρόχρωμη και η ηλιοκαμένη γυναίκα (Ital. Mora = Αραπίνα).
Μοράδα (στην): Στη σειρά , το ένα μετά το άλλο. (Ital. Murare = Τοίχιση – Το ένα τούβλο μετά το άλλο ).
Μόρες και κατσίδες : Κατάρα (Μόρες και κατσίδες να σε φάνε ) Δηλ. Μαύροι και Κατσιδοκέφαλοι.
Μορέτα (η): Προσωπίδα (Ital. Moretta =Αραπίνα).
Μορογάρω : Καθυστερώ .(Ital. Mora gare ).
Μορόζος (ο) : Αγαπητικός ,).
Μορόπουλα (τα): Κολοκυθάκια (Παξοί).
Μόρος (ο): Αράπης (Ital. Moro=Μαυριτανός – σκουρόχρωμος ).
Μορούλα (η): Μαυρούλα γάτα (βλ. Μόρος).
Μοροφίντο (το): Ψευτότοιχος (Ital. Muro-Findo).
Μόρσα (η): Μέγγενη (Ital. Morsa).
Μορσέτο (το): Μικρή μέγγενη- σφικτήρας.
Μόρσο (το): Χαλινάρι (Ital. Morso =Δάγκωμα ).
Μορώνω : Μαραζώνω .
Μοσκέρα (η): Είδος φαναριού (Ital. Moscaiuola).
Μοσκεύω : Μουλιάζω .
Μοσκιά (η): Καθαρτικό από φύλλα τριαντάφυλλου(βλ. Μόσκιο.
Μοσκιέρα (η): Κρεμαστό κλουβί κουζίνας για την προστασία των τροφίμων από έντομα και τρωκτικά (Ital. Mosca = Μύγα).
Μόστερας (ο): Πράσινη μεγάλη σαύρα (Ital. Mostro = Τέρας).
Μοστερίτσα (η): Σαύρα. (Ital. Mostro = Τέρας – Τερατακι ;;;;.
Μόστρα (η): Βιτρίνα μαγαζιού (Ital. Mostra ).
Μόστρα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostra).
Μοστρίνα (η): Βιτρίνα (Ital. Mostrina).
Μόστρο (το): Τέρας (Ital. Mostro).
Μότα (τα): Μιμήσεις- Κοροϊδίες (Του κάνει τα μότα) (Ital. Motto= Aστεϊσμοί.
Μόττα η μάντσια (τα): Αστεισμοί-πειράγματα (Ital. Motta – Motteggio).
Μου πόνεσε : Λυπήθηκα.
Μούδα (η): Πλήρης ενδυμασία (Ital. Muta =Αλλαξιά ρούχων ).
Μουδάντες (ο): Σώβρακο (Ital. Mutaude).
Μουδουλάρω : Διαμορφώνω (Ital. Modellare).
Μουζέτο (το): Μάσκα αποκριάς (Ital. Muso- Museto = Μουτσούνα - Ρύγχος )
Μουζίνα (η): Κουμπαράς (Ital. Muzino = μουτράκι – που είχαν Οι παλιοί κουμπαράδες αντι του γουρουνόπουλου).
Μούζο (το): Μουσούδα (Ital. Muso).
Μούκιο (το): Μάτσο (Ital. Mucchio = Στοίβα).
Μούλα (η): Μουλάρι θηλυκό (Ital. Mula ).
Μούλες (οι): Παντόφλες.
Μουλί (το): Οισοφάγος .
Μουλί (το): Πιτιά.
Μουμούρης (ο): Υπηρέτης.
Μουνζούρι (το): Μονάδα μέτρησης όγκου.
Μουνολάσι (το): Η σύναξη των γυναικών επιτιμητικά.
Μουνολάχανο (το): Αγριόχορτο.
Μουντζούρι (το): Ενετικό μέτρο χωρητικότητας και έκτασης.
Μουντζούρι (το): Μεγάλο καλάθι για ελιές.
Μουντρούνα (η): Αγριολάχανο με αγκάθια.
Μουράγια (τα): Τα πέτρινα τοιχία της πόλης απέναντι από το βίδο (Ital. Muraglia).
Μουράλο (το): Δοκάρι (Ital. Murale = Τοίχιση).
Μουράλο (το): Ξύλινο δοκάρι πατώματος η ταβανιού (Ital. Murale).
Μούργα (η): Υγρό απόβλητο του ελαιοτριβείου.
Μουρδούλης (ο): Ακατάστατος .
Μουριόνι (το): Μουράγιο (Παξοί).
Μουριόνι (το): Εντοιχισμένη λίθινη κεφαλή για ξορκίσουν κάποια αρρώστια (Ven. Muriòne).
Μούρο Ματζόρε (ο) Εξωτερικός πέτρινος τοίχος σπιτιού (Ital. Muro maggiore).
Μούρο μαίστρο (το): Εξωτερικός τοίχος σπιτιού (Ven. Muro Maistro=Κύριος τοίχος).
Μούρος (ο): Καλορίζικος.
Μουρτζουλοφάσουλα (τα) Είδος φασολιών.
Μουσαριόλα (η): Φίμωτρο ζώων (Ital. Museruola).
Μουσγούδι (Έγινα) : Βράχηκα.
Μουσκετάρω : Τουφεκίζω (Ital. Moschettata).
Μούσκιο η Μόσκιο (το): Μούλιασμα (Ital. Moscio).
Μουσκολάχανο (το): Αγριολάχανο.
Μούσκουλο (το): Το πάχος του λαιμού.
Μουσούλια (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μουσουροκόφινο (το): Είδος καλαθιού.
Μουστίτσα (η): Το έντομο που μαζεύεται γύρω από το δοχείο που βράζει το κρασί. (Ital. Mosto = μούστος????).
Μουστρούκιο (το): Κακομούτσουνος.
Μούτα (η): Πηγαίνω σε απάνεμο μέρος (Ital. Muta = Aλλάζω).
Μουτεύω : Ξεπουπουλιάζω.
Μουτρίζω : Γέρνω προς τα μπρος.
Μούτρο (το): Παλιάνθρωπος.
Μουτρούνα (η): Αγριολάχανο.
Μούτωσε : Κούρνιασε.
Μπαγάγια (τα): Οι αποσκευές αλλά και μτφ.οί όρχεις (Ital. Bagagli).
Μπαγάλιο (το): Μπραγάνια (διάφορα μικρά ψάρια).
Μπαγιόκο (το): Τα «ψιλά» νομίσματα (Ital. Baiocco = Παλαιό Νόμισμα του Βατικανού).
Μπαγιονέτα (η): Ξιφολόγχη (Ital. Baionetta).
Μπαγκαλέτο (το): Λευκό δαντελένιο κουβερλί η τραπεζομάντιλο .
Μπαγκατέλα (η): Ευτελές αντικείμενο (Ital. Bagattela).
Μπαγκέτα (η): Εργαλείο-βέργα με το οποίο γέμιζαν τα παλιά τουφέκια που γέμιζαν από μπροστά (Εμπροστογιομή).
Μπαγκέτο (το): Συρτάρι (Ital. Banco=Σύρτις).
Μπαγκούλι (το): Σκαμνί.
Μπαγολίνα (η): Μπαστουνάκι κυρίου λεπτό (Ital. Bastolina).
Μπαγόρδα (η): Κραιπάλη – καλοφαγία –Όργιο (Ital. Bagordo).
Μπαγορδάντες (ο): Καλοφαγάς (βλ. Μπαγόρδα).
Μπαζίνα (η): Αλεύρι βρασμένο, καλαμποκένιο.
Μπαιλίζω : Μαραίνομαι.
Μπάκα (η): Κοιλιά .
Μπακαλαρόλαδο (το): Μουρουνέλαιο.
Μπακαλιάρος κουκουγέρους (ο): Μπακαλιάρος τηγανιτός με αλεύρι και αυγό.
Μπακατέλα (η): Μικροεργασία (Ital. Ven. Bagatella).
Μπακέτα (η): Ραβδί (Ital. Baghetta).
Μπακίνι (το): Μηχανισμός της λάμπας του πετρελαίου.
Μπακίρι (το): Πεπόνι οβάλ.
Μπάκοι (οι): Το ψάρι Παλαμίδα. (Αυτά που έχουν κόκκινο κρέας).
Μπακόλας (ο): Φλύαρος (Ital. Bagola).
Μπακοτίλιες (οι): Πράγματα.
Μπάλα (η): 1. Χάπι 2. Σφαίρα 3. Σφαιρίδιο ψηφοφορίας (Ital. Palla).
Μπάλα (η): Μεθύσι (Ital. Balla).
Μπαλαδόρος (ο): Χορευτής (Ital. Ballo =Χορός).
Μπαλάδος (ο): Μισότρελος ,περίγελος (Ital. Balata ).
Μπαλαντζάρω : Ταλαντεύομαι (Ital. Bilancia =Ζυγαριά).
Μπαλαούστρο (το): Κουπαστή κάγκελου. (Ital. Balaustrata = Kάγκελο).
Μπαλάφας (ο): Αγαθιάρης.
Μπαλέτες (οι): Καντρίλιες – Χορός (Ital. Balletto).
Μπαλί (το): Σφαίρα – μπαλίτσα – εμμονή (Ital. Palla).
Μπαλιγάρω : Θέτω κάποιον υπό τον έλεγχό μου. (Ιtal. Balicare).
Μπαλκονάδα (η): 1. Υπερώο θεάτρου 2.Σειρά μπαλκονιών3. Βιτρίνα (Ital. Balconata).
Μπαλντούμι (το): Λουρί αλόγου η γαιδάρου κάτω από την κοιλιά του ζώου.
Μπαλντούμι (το): Λουρί που πάει στην ουρά του γαιδάρου.
Μπαλόνι (το): Μπάλα .
Μπάλος (ο): Καυγάς μεταφορικά (Ital. Ballo = Xορός ).
Μπαλότα (τα): Δεμάτια σανού.
Μπαλοτίνια (τα): Μικρές πατάτες.
Μπαλοτίνος (ο): Ψηφοφόρος όταν ψήφιζαν με σφαιρίδια (Ital. Palla).
Μπαλότο (το): Δεμάτι σανού (Ital. Balla ).
Μπαλοτόντο (το): Καυγάς .(βλ. Μπάλος).
Μπαλτζαμάδος (ο): Βαλσαμωμένος.
Μπαλτούμι : Το πλατύ λουρί που έδενε το σαμάρι του γαιδάρου κάτω από την κοιλιά
Μπαλτουνάρω : Εξασθενώ.
Μπαλτσαμάρω : Βαλσαμώνω (Ital. Impalsamare).
Μπαμπάι (το): Τέρας.
Μπαμπάι (το): Έντομο.
Μπαμπακέλα (η): Το μπαμπάκι και το χιόνι.
Μπαμπακίτης (ο): Περονόσπορος .
Μπαμπαλαδόρος (ο): Σκουπιδιάρης.
Μπάμπαλο (το): Σκουπιδάκι .
Μπαμπαούνος (ο): Τερατόμορφος.
Μπαμπίνο (το): Μωρό (Ital. Bambino).
Μπαμπού (η): Τερατόμορφη.
Μπανγκαλέτο (το): Φάσα υφάσματος που κάλυπτε το κάτω μέρος του κρεβατιού. (Ital. Letto = κρεβάτι ).
Μπανιάδος (ο): Πλυμένος – Βρεγμένος (Ital. Baghato).
Μπανιομαρία : Τρόπος βρασίματος αυγών (Ital. Baghnomaria).
Μπανιός (ο): Μπούφος ( το πουλί).
Μπάνκα (η): Μπάνκος – Τράπεζα (Ital. Banca).
Μπανκάδα (η): Μακρόστενο τραπέζι εορτής. (Ital. Banco- Panca).
Μπανκιέρης (ο): Τραπεζίτης (βλ. Μπάνκα).
Μπανκουμίδι (το): Παντεσπάνι .
Μπάντα κι’άλλη : Έκφραση που σημαίνει : Διαμπερές (Ital. Da banda a banda).
Μπαντίδα : Κακιά. (βλ. Μπαντίδος).
Μπαντίδος (ο): Ληστής , παράνομος (Ital. Bandito).
Μπαντιέρα (η): Σημαία (Ital. Bandiera).
Μπαντουβάνα (η): Παχιά κότα (Ital. Baduvana???????).
Μπάντρα λάντρα Διαμπερές (Ven. Banda = Πλευρά – L’altra =η άλλη).
Μπαόρδες (οι): Δώρα.
Μπαουλίνα (η): Μπαστούνι.
Μπαρακοπούλι (το): Καλύβι (Ital. Baracca).
Μπαραχούζα (η): Μάλωμα – Άγριος καυγάς.
Μπαρκάρω : Φορτώνω σε πλοίο.
Μπαρλακιάζω : Τρελαίνομαι.
Μπαρλακίνο (το): Το φορείο που βγάζουν στη λιτανεία το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα (Ital. Baldachino???????).
Μπαρμπαράλευρο (το): Καλαμποκάλευρο.
Μπαρμπαρέλα (η): Ψωμί από καλαμποκάλευρο (Ital. Barbarella Bararesco – μπαρμπαριά – καλαμπόκι = σιτάρι Μπαρμπαριάς = Αραβό-σιτος).
Μπαρμπαρόκιχλα(η): Είδος μεγαλόσωμης κίχλας.
Μπαρμπατσιόλα (η): Πετσέτα φαγητού (Ital. Barba = Γενειάδα).
Μπαρμπέτα (η): Μουσάκι (Ital. Barbetta).
Μπάροι (οι): Βράχια με φύκια στη Θάλασσα.
Μπαρουνιά (η): Μεγάλη ιδιοκτησία γης (Ital. Barrone).
Μπαρούνος (ο): Βαρόνος (Ital. Barone).
Μπαρουτιασμένος (ο): Έτοιμος να εκραγεί.
Μπαρούφα (η): Φασαρία – Καυγάς (Ital. Barrufa).
Μπαρουφάντες (ο): Αερολόγος. (Ital. Barrufa).
Μπαρτζάνα (η): Βολάν φουστανιού .
Μπαρτζαριό (το): Τυροκομείο. (Ital. Maggaiaio).
Μπαρτίδα (η): Μερίδα – Κομμάτι (Ital. Partito).
Μπαρτσελέτα (η): Αστείο (Ital. Barzelletta).
Μπαρτσουλάρω : Τρελαίνομαι (Ital. Impazzare).
Μπασιά (η): Είσοδος σε κτήμα.
Μπάστα : Φτάνει (Ital. Basta).
Μπαστακουνάδος (ο): Όρθιος.
Μπαστακούνι (το): Ορθοστασία .
Μπαστιμέντο (το): Πλοίο (Ital. Bastimento).
Μπαστιόνι (το): Προμαχώνας (Ven. Bastiòn).
Μπατάγια (η): Ναυμαχία – Μάχη (Ital. Battaglia).
Μπατάρω : Αναποδογυρίζω (βλ. Αλιμπαρτάρω).
Μπατάρω : Συνυπολογίζω .
Μπατέλο (το): Μικρό πλοιάριο. (Ιταλ. Battelo).
Μπάτι του : Δως του .
Μπατιδούρο (το): Ρόπτρο (Ital. Battitoio).
Μπατιδούρος (ο): Ρόπτρο , Μεταλλικό περίτεχνο εξάρτημα για το χτύπημα της πόρτας (Ital. Battitore).
Μπατικάδο (το): Το ένα πάνω στο άλλο –συνεχόμενα.
Μπατικόρε (η): Ανησυχία (Ital. Batticuore=Χτυποκάρδι).
Μπατικούνι (το): Στάσιμος - Όρθιος.
Μπατίμπαλος (ο): Εργαλείο για μπήξιμο πασσάλων.
Μπατίνα (η): Βερνίκι παπουτσιών.
Μπατούδα (η): Πατούρα – μουσική φράση (Ital. Battuta).
Μπατούδα (η): Εγκοπή στα πλάγια κατασκευής (Ven. Batùa).
Μπατουνάδα (η): Μουσικό κομμάτι για μικρή ορχήστρα.
Μπατσάρομαι Παιχνίδι τράπουλας (Ital. Bazzica).
Μπατσολάδος (ο): Τρελός (Ital. Impazzire).
Μπαφάδα (η): Άσχημη μυρωδιά.
Μπαφούτης (ο): Μουστακαλής (Ital. Baffuto).
Μπάχλα (η): Διάλυση (Μπάχαλο;;;.
Μπεβάντα (η): Κρασί ανακατεμένο με νερό (Ital. Bevanda = Ποτό ).
Μπέβος (ο): Πότης (Ital. Bevo).
Μπεζαμόντε ;; Φαγώσιμο;;;;
Μπεκανότο (το): Είδος μικρόσωμης μπεκάτσας. (Ital. Becco = Ράμφος).
Μπελάντζα (η): Μεγάλη ζυγαριά. (Ital. Bilancia).
Μπελαντζί (το): Μικρή ζυγαριά (βλ. Μπελάντζα).
Μπελάντζο (το): Ταλάντευση (βλ. Μπελάντζα).
Μπελβεντέρε (το): Δωμάτιο σοφίτας (Ital. Belvedere = ωραία θέα).
Μπελβεντέρε (το): Δωμάτιο με θέα (Ital. Belvedere).
Μπελένζια (η): Ομορφιά (Ital. Bellezza).
Μπελέχα (η): Έντονος βήχας.
Μπέλο (το): Κάλο – όμορφο (Ital. Bello).
Μπεμπές (ο): Κοκαλάκι για τα μαλλιά.
Μπένε : Καλά. (Ιταλ. Bene).
Μπενεστάντες (ο): Πλούσιος (Ital. Benestante).
Μπενεφίκιο (το): Ευεργέτημα (Ιtal. Beneficio).
Μπεράρια (η): Ισοπεδωμένο μέρος , πατημένο.
Μπερδές (ο): Γλέντι . (Παξοί).
Μπερέτα (η): Μπερές .
Μπερετόνι (το): Καπέλο (Ital. Berrettone).
Μπερκέτι (το): Πολύ.
Μπερκετουλής (ο): Κουβαρδάς.
Μπέρμπι (το): Γεμάτο . (Παξοί).
Μπέρτα (η): Φάρσα (Ital. Berta).
Μπερτουέλα (η): Μεντεσές (Ven. Bertoèla).
Μπήζα (η): Πνευμονικό - Άσθμα.
Μπητάδος (ο): Πυκνός .
Μπηχτοκέφαλα : Με σκυφτό κεφάλι.
Μπιάνκο . Άσπρο γενικά , αλλά έτσι λέγεται και ένας τρόπος μαγειρέματος των ψαριών κυρίως, με άσπρη σάλτσα.(Ιταλ. Bianco).
Μπιάτο (το) Πύον.
Μπίγα (η): Γάντζος γερανού.
Μπιδολότο (το): Ύπνος.(βλ μπιζολότο).
Μπίζα (η): Άσμα.
Μπιζάρω : Ξεσηκώνω κάποιον.
Μπίζης (ο): Μπιζέλι ή Αρακάς.
Μπίζι (το): Μπιζέλι –αρακάς (Ital.Pisello).
Μπιζιλότο (το): Υπνάκος (Ital. Pisolo-Pisolino).
Μπικερίνι (το): Ποτηράκι (Ital. Bicchierino).
Μπικικίνι (το): Παλιό ευτελές νόμισμα (δεκάρα).
Μπιλιέτο (το): Σημείωμα (Ital. Biglieto).
Μπιμπιλώνω : Μεντάρω .
Μπιρμπιτσιόλα (η): Παιδικό παιχνίδι - Τα παιδιά κάθονταν στο πεζούλι και ένα παιδί μετρούσε τα γόνατα στα ιταλικά , σταμάταγε σε κάποιο νούμερο και το πόδι εκείνο έπρεπε να μαζευτεί , όποιος μάζευε και τα δύο του πόδια έβγαινε από το παιχνίδι.
Μπίρμπος (ο): Κατεργάρης (Ital. Birba = Κατεργαριά).
Μπιρόντολο (το): Γέμισμα πολυθρόνας;;;
Μπισκάτσα (η): Λέσχη χαρτοπαιξίας (Ital. Biscazza).
Μπισμπίλια (τα): Ιδέες υποψίες (Ital. Bisbiglio=Ψίθυρος).
Μπισνόνα : Προγιαγιά . Μπισνόνο - Προπάππους (Ιταλ. Bisnona ).
Μπιστικός (ο): Εργάτης βοσκός ή αυτός που είναι γενικά στην υπηρεσία κάποιου
Μπιστιού (το): Επί πιστώσει.
Μπιτάδα (τα): Πυκνά
Μπιτάδος (ο): Γεμάτος , πυκνός. (Ital. Pinato ).
Μπιτάδος (ο): Πυκνός – σφιχτό δέσιμο (Ital. Abbitare = Τυλίγω το σχοινί στον κάβο και το δένω).
Μπιτσάρος (ο): Ιδιότροπος (Ital. Bizzaro).
Μπιτσικλέτα (η): Μοτοσυκλέτα.
Μπιφιστίκι (το): Διαλεκτό κομμάτι μοσχαρίσιου κρέατος (Αγγλ.Beef Steak).
Μπλάθρης (ο) Κατάπλασμα.
Μπλάθρης (ο): Κατάπλασμα.
Μπλακάρω : Μπλοκάρω.
Μπλάστρης (ο): Ξύλινο εργαλείο της κουζίνας σαν αυτό που ανοίγουν φύλλο.
Μπλαστρώνω : Πλάθω- Ζουλάω .
Μπληγούρι (το): Διάφορα όσπρια μαγειρεμένα.
Μπλητσούνι (το): Αμπάρα σιδερένια για το κλείδωμα της πόρτας.
Μπογιάρω Πειράζω κάποιον (Ital.Bocciatura=Αποδοκιμασία.)
Μπόγολο (το): Την έπεισε – την κατάφερε- την «έριξε».
Μπόζα (η): Πόζα (Ital. Posa).
Μποζολούτο (το): Υπνάκος (Ital. Bossolotto =Κουτί ταχυδακτυλουργού ).
Μποζοντούρο (το): Σοβαρότητα-σκληράδα.
Μποζοντούρος (ο): Μουτρωμένος (Ital. Musoduro).
Μπόζος (ο): Χονδρός.
Μπόκα και λίγκουα : Έκφραση που αναφέρεται στον πολυλογά και τον αθυρόστομο(Ital. Bocca=Στόμα – Lingua=Γλώσσα).
Μποκές (ο) : Ανθοδέσμη .(Ιταλ. Boccia ). (Fr. Bouguette).
Μποκέτα (η): Στόμιο οχετού (Ven. Bochèta-Ital. Bocchetta).
Μποκίνι (το): Επιστόμιο (Ital. Bocchino).
Μπόκολα (η): Σκουλαρίκι κρίκος – σγουρά μαλλιά (Ital. Boccola).
Μποκολέτα (η): Σκουλαρίκι. (Ιταλ. Buccola).
Μπόκολο (το): Γυναικείο χτένισμα με γυριστά τα μαλλιά στους κροτάφους (Ital. Boccolo).
Μπολέτα η Μπουγιάτα (η): Μία τεχνική για παραγωγή ξυλοκάρβουνου . (Ital. Bollita = Βράσιμο).
Μπόλια (η): Γυναικείο μαντίλι της παραδοσιακής γυναικείας (Ital. Boglio. στολής . Επίσης έτσι ονομάζεται και η πετσέτα προσώπου στους Παξούς.
Μπολοκιός (ο) Δοχείο λαδιού.
Μπολσέτα (τα): Μανικέτια (Ital. Polsino).
Μπόλτζος (ο): Σφυγμός(ital. Polso).
Μπομπάδο (το): Φουσκωμένος τοίχος από υγρασία (Ven. Imbombà).
Μπομπαρδάρης (ο): Το κανόνι.
Μπομπαρδαριό (το): Επίπεδο μέρος πάνω σε φρούρια η σε υψώματα που
Μπόμπολας (ο): Σαλιγκάρι.
Μπομπόλι (το): Ένα μόνο φασόλι , φακή , ρεβίθι κλπ.
Μπομπόλια (τα): Μπαλίτσες.
Μπομπόλοι (οι): Σφαιρίδια , σαλίγγαροι.
Μπόμπος (ο): Κάποιος που μιλάει μόνος του (Ital. Bombo = Βόμβος).
Μποναγράτσια (η): Κουρτινόξυλο (Ven. Bonagrazìa).
Μπονιφικάρω : Βελτιώνω (Ital. Bonifica).
Μπονιφικατσιόνα (η): Βελτίωση (Ital. Bonificazione).
Μπονόρα : Νωρίς, “Θα βρεθούμε αμπονόρα μες τσί έξι ώρες”.(Ital. Buon’ora).
Μπόντζος (ο): Βεράντα με εξωτερική σκάλα και αποθήκη από κάτω που έχουν οι μονοκατοικίες με βενετσιάνικη αρχιτεκτονική .(ven. pozo)
Μπονφεστίδος (ο): Γιορτινός , στολισμένος (Ital. Buon –Festino).
Μπόργος (ο): Προάστιο (Ital. ,Ven. Borgo).
Μπόρδολοι (οι): Βαριά χονδροκομμένα παπούτσια.
Μπορτάδα (η): Αξία. ;;;
Μπόρτζα (η) : Δυνατό κρυολόγημα.
Μπορτζάδα (η): Η κακιά ώρα.;;;;;
Μπόρτζο : Αρρώστια.
Μπόρτζος (ο): Σφυγμός (Ital. Polso).
Μπορτσούνι (το): Μεταλλικό έλασμα κλειδαριάς (Ital. Borchia).
Μποσκάτα (η): Ελαφρύ δέσιμο του μαντηλιού στο λαιμό (Μπόσικο)
Μποσκέτο (το): Κήπος.(Ιταλ. Boschetto).
Μπόσκο (το): Μπόσικο – Χαλαρό.
Μπότα (η): Βαθούλωμα πληγής η χτυπήματος (Ital. Botta).
Μποτέγα (η): Κατάστημα (Ven. Botèga, Ital. Bottega).
Μπότζα (η): Μεγάλη μπουκάλα κρασιού (Ital. Boccia).
Μπότζος (ο): Εξώστης σπιτιού βενετσιάνικης αρχιτεκτονικής(Ital. Bozza= πέτρα που εξέχει από τοίχο).
Μποτήλια (η): Μπουκάλα. (Botiglia).
Μποτηλιάδο Εμφιαλωμένο.
Μποτήρι (το): Σταμνί.
Μπότης (ο): Πήλινο δοχείο με χερούλια για την μεταφορά του νερού (Ital. Botte= Βαρέλι – πιθάρι).
Μποτιέρος (ο): Κατασκευαστής ντεπόζιτων μεταλλικών .
Μποτίλια (η): Μπουκάλα (Ital. Botiglia).
Μποτιρόλατα (η): Δοχείο για την μεταφορά γάλακτος στον ώμο .
Μπότο (το): Μεγάλο λαμαρινένιο δοχείο.
Μποτσί (το): Το μικρό μπουκαλάκι.
Μποτσόνα (η): Μεγάλη μπουκάλα.
Μποτσόνι (το): Γυάλινη κανάτα τραπεζιού (Ital. Boccione).
Μποτσοπούλι (το): Μικρή μπουκάλα.
Μπούας (ο): Μεγαλόσωμο βόδι (Ital. Bue – Bove = Βόδι )
Μπουγάζι (το) : Κουφόβραση.
Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόμενο φυτό με λουλουδάκια σαν του γιασεμιού.
Μπουγαρίνι (το): Αναρριχόμενο λουλούδι σαν το γιασεμί .
Μπουγασί (το): Πορφυρό.
Μπούγελος(ο): Κουβάς ( Λευκίμμη-μέση).
Μπουγιάδος (ο): Θυμωμένος (Έχει φουσκώσει από το βράσιμο).
Μπουγιάρω : Βράζω (Ital. Buiare??????).
Μπουγιάτα (η): Καζάνι που βράζει – Καμίνι για κάρβουνα.
Μπούγιο (το): Βράσιμο.
Μπούγιο (το): Σαματάς.
Μπουέλο (το): Κουβάς.
Μπουζέτα (τα): Κρίκοι μεταλλικοί στις τρύπες των κορδονιών στα παπούτσια.
Μπούζος (ο): Αυλάκι με βρωμόνερα.
Μπούζος (ο): Άνοιγμα υπονόμου-καπάκι.
Μπούκα (η): Γενικά το στόμιο (Ital. Bocca=Στόμα).
Μπούκα (η): Η πόρτα του φούρνου που ψηνόταν το ψωμί.(Ital.
Μπούκα (η): Στόμιο , εκβολή ποταμού (Ital. Bocca , Ven. Boca).
Μπουκα φέρμα : Εκφραση πουσημαίνει : Με κλειστό στόμα . Την χρησιμοποιούσαν οι μαέστροι της χορωδίας όταν έπρεπε οι χορωδοί να τραγουδούν μουρμουρητά. (Ital. Bocca=Στόμα , Fermare= Κλειστό – Σταματώ).
Μπούκα φράνκο : Έκφραση που σημαίνει αδιέξοδο (Ital. Buca= Τρύπα – Franco=Ατελής , χωρίς έξοδο).
Μπουκαλέτο (το): Κανάτα (Boccaletto).
Μπουκαλίνα (η): Γυάλινο μπουκάλι τραπεζιού (Ital. Buccalina).
Μπουκαρίζω : Κλείνω με λάσπη τρύπες στον τοίχο.
Μπουκαριόλι (το): Μικρή πορτούλα για να αερίζεται ο φούρνος.
Μπουκαριώλι (το): Η τρύπα από όπου έμπαινε αέρας στο φούρνο.
Μπουκάρω : Γεμίζω με σοβατολάσπη τις τρύπες ανάμεσα στις πέτρες του τοίχου. (Ital. Sbucare).
Μπουκουβάλα (η): Ψωμί βουτηγμένο στο κατωλαύρι.
Μπουκούνι (το): Κομμάτι ψωμί.
Μπουκούνια (τα): Κομμάτια.
Μπουκουνιάζω : Κομματιάζω.
Μπουλάκα (η): Χωρίστρα μαλλιών.
Μπουλαντζές (ο): Χτένισμα μαλλιών.
Μπουλέτα (η): Πιπίλα.
Μπουλετί (το): Γραπτό μήνυμα –Φακελάκι (Ital. Biglietto=Εισιτήριο).
Μπουλετί Η μπιλιέτο (το): Το λαχείο και το σημείωμα και το εισιτήριο (Ital. Biglietto).
Μπούλια (η): Αναβλύζοντα νερά (Ital. Bulicare=Αναβλύζω).
Μπουλούκι (το): Ομάδα εργατριών γης.
Μπούμπουλας (ο): Μεγάλο μαύρο έντομο του αγρού.
Μπουμπούλι (το): Ζωύφιο.
Μπουμπούλοι (οι): Το ψάρι Καπόνι (Μία Ράτσα).
Μπούνια (η): Φάσα στην άκρη του ρούχου. (Ital. Bugna=Σκαλιστή πέτρινη Μπορντούρα).
Μπούνια (η): Λαξευμένη πέτρα πλαισίου (Ven. Bugna).
Μπούνια (τα): Οι τρύπες της βάρκας στην κουβέρτα για να φεύγουν τα νερά .
Μπουντούνι (το): Είδος αλλαντικού φτιαγμένο από αίμα χοιρινού σε έντερο και με προσθήκη καρυκευμάτων (Ital. Budellone = Έντερο).
Μπουραλίζω : Παιχνιδίζω (Ital. Burla ).
Μπουρανέλος (ο): Ο κακός ψαράς (Ital. Buratto = To κοσκίνισμα Η σκαρταδούρα που μένει ).
Μπουράσκα (η): Θύελλα (Ital. Burrasca).
Μπουράτο (το): Πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη (Ital. Bura-ttura =Κοσκίνισμα).
Μπουρδέτο (το): Τοπικό φαγητό ( Κοκκίνιστα μαγειρευτά ψάρια Με κόκκινο πιπέρι).
Μπούρδινη (η): Παρδαλή – πολύχρωμη.
Μπούρδινο (το) Είδος φτηνού υφάσματος.
Μπουρδούγιο (το) : Ακαταστασία.
Μπουρδουλεύω : Ανακατεύω. (βλ. Μπουρδούλιο).
Μπουρδούλιο (το): Γελοιοποίηση.
Μπουρδουμπάτσες (οι): Φαγητό σαν το Μπριάμ.
Μπουρέλι (το): Μικρό μεταλλικό ντεπόζιτο.
Μπουρθήκα (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μπούρικος (ο): Παχύς άνθρωπος (Ital. Burro=Βούτηρο)
Μπουρίνια (τα): Νεύρα . Μεταφ. Μπουρίνι, βροχερός καιρός που προκαλεί κακοκεφιά.
Μπουρλίνια (τα): Βλ. Βουρλίνια.
Μπούρλος (ο): Η χονδρή κοιλιά.
Μπουρμπουλός (ο): Μεσημεριανός υπνάκος (βλ. και μπιζόλος).
Μπουρνέλες (oi) Κορόμηλα.
Μπουρντούνι (το) βλ. μπουντουνι)
Μπουρούκι (το): Μικρό μπρίκι
Μπούρου-μπούρου : Μανέστρα νερόβραστη.
Μπούρσα (η): Η τσέπη του παντελονιού-τα λεφτά (Ιταλ. Borsa).
Μπουρσί (το): Το μέρος του τζακιού όπου ανάβουμε την φωτιά.
Μπουσάκιασε : Φούσκωσε –έβγαλε φουσκάλες.
Μπουσαριόλος (ο): Κλέφτης πορτοφολάς (Ital. Borsaiuolo).
Μπούσουλα (η): Δεύτερη εξωτερική πόρτα για το κρύο και τον αέρα σε εκκλησίες και άλλα κτήρια (Ven. Bùssola).
Μπούσουλας (ο): Πυξίδα (Ital. Bussola).
Μπουσουλέτο (το): Σύντομος ύπνος
Μπουσουλιά (η): Το άνοιγμα του ανδρικού παντελονιού.
Μπουστίνα (η): Γυναικείο ρούχο σαν γιλέκο-Στηθόδεσμος. (Ital. Bustina).
Μπούστος (ο): Κορσές (Ital. Busto).
Μπούστος (ο): Σκελετός γυαλιών.
Μπουστρόβλιακος (ο): Απρόσεκτος.
Μπουτελάντες (ο): Έμπορος λαδιού – Ιδιοκτήτης μπουτελιού (Ital. Utello =Δοχείο λαδιού ).
Μπουτελί (το): Κατάστημα συγκέντρωσης ελαιολάδου (Ital. Uttelo = Δοχείο λαδιού;;;;
Μπουτιέρος (ο): Βαρελοποιός (Ital. Botaio).
Μπουτούνι (το): Χάρτινη τάπα εμπροσθογεμούς όπλου (Ital. Bottone=Κουμπί).
Μπουτουνιέρα (η): Κούμπωμα ανδρικού παντελονιού.(Ital. Bottoniera).
Μπουτσάρα (η): Τιποτένια
Μπουτσούνι (το): Κομματάκι.
Μπουτσούνια (τα): Κομματάκια .
Μπούφα (η): Φάρσα – κωμικό επεισόδιο (Ital. Buffa).
Μπούφος (ο): Μεγάλο αρπακτικό πουλί.
Μπουχνί (το): Σακούλα που έβαζαν στο μαστό της κατσίκας για να μην μπορούν τα κατσικάκια να πιούν το γάλα.
Μπόχα (η): Απόχη.
Μπόχιλας (ο): Αγριολάχανο.
Μποχός (ο): Σκόνη.
Μποχός η μπουχός (ο): Σκόνη στο αέρα.
Μπραγάνια (τα): Διάφορα αφρόψαρα (Ital. Bragozzo =Είδος ψαροκάικου ).
Μπραέσα (η) Ανδρικό παντελόνι (Ital. Brachesse=Βράκα )
Μπράνκες (οι): Μικρές πρόκες του τσαγκάρη. (Ital. Branca = Νύχι λεπτό και μυτερό όρνιου η αρπακτικού ζώου). Μάρκα από ιταλικές πρόκες που χρησιμοποιούσαν
Μπρατσάνα (η): Μπατζάκι, ρεβέρ (Ital. Bracca).
Μπρατσάντε (αλά) : Αγκαζέ (Ιταλ. Bratcceto).
Μπρατσέρα (η): Γρήγορο πλοίο με δυο ιστούς (Ital. Bracchiere= Καταδιωκτικό).
Μπρατσέρι (το): Κηλεπίδεσμος (Ital. Brachiere).
Μπράτσο (το): Χέρι αλλά και μέτρο μήκους (Ital. Braccio).
Μπρατσολές (ο): Βραχιόλι.
Μπρατσολέτα (η): Βραχιόλι. (Ιταλ. Braccialetto).
Μπρεβάριο (το): Διαθήκη προφορική .(Ital. Breviario= Ευχολόγιο).
Μπρετέλες (οι): Τιράντες (Ital. Bretella).
Μπρίγκα (η): Βήχας (Ital. Briga =Σκοτούρα, μπελάς).
Μπρίλια (η): Χαλινάρι , παρωπίδα (Ital. Sbrigliare =χαλιναγωγώ).
Μπρίλιες (οι): Παρωπίδες αλόγου (Ital. Briglia=Χαλινάρι).
Μπρίο (το): Ζωντάνια (Ital. Brio).
Μπριόζος (ο): Ζωηρός .
Μπρίσκουλα (η): Χαρτοπαίγνιο (Ital. Briscola).
Μπριστουλί (το): Εργαλείο για το ψήσιμο των κόκκων του καφέ.
Μπριχού : Πρίν .
Μπρόγια (η): Κοροιδία (Ital. Rimbrovero).
Μπρόγια (τα): Τεχνάσματα. (Ital. Broglia = Μηχανορραφίες).
Μπρόγιο : Εμπαιγμός, ανταγωνισμός «αυτήν την μπρογιάρανε» (Ιταλ. Rimproccio).
Μπροίο η Μπρόγιο (το): Συναγωνισμός.
Μπρόκα (η): Κανάτα νιπτήρα (Ital. Broca =Στάμνα).
Μπροκάδο (το): Ύφασμα πολυτελείας – Μπροκάρ (Ital. Broccato = Στόφα).
Μπρόκολο (το): Κωλομέρι.
Μπροστέλα (η) : Η ποδιά που έβαζαν οι νοικοκυρές όταν έπλεναν τα πιάτα αλλά και σε άλλες δουλειές του σπιτιού.(ετσι την έλεγαν στη Λευκίμμη). Στα χωριά του βορρά την έλεγαν μπροστομούνι).
Μπροστουλί (το): Ποδιά κουζίνας.
Μπροστοφούρνι (το): Το ψωμί που μπαίνει τελευταίο στο φούρνο.
Μπρούμο (το): Μαλάγρα (Φαί για να προσελκύσουν οι ψαράδες Τα ψάρια.
Μπρουσκέτα (η): Ψωμί βρεγμένο με ντομάτα τυρί και ρίγανη ως πρόχειρο κολατσιό για τα παιδιά. (Ital. Bruschetta).
Μπρουστουλί (το): Καβουρδιστήρι.
Μπρούτος (ο) : Αντικοινωνικός , δύστροπος,κακός (Ιταλ. Bruto : Κτήνος , θηρίο, θηριώδης).
Μπρουτσουλάνα (η): Πορσελάνη (Ven. Pocelàna, Ital. Porcellana).
Μυγδάλι (το): Η σινιώτικη πέτρα .
Μυζήτας (ο): Αυτός που ρουφάει.
Μυζηχτό: Ρουφηχτό.
Μυζώ : Ρουφώ.
Μύκανας (ο): Μανιτάρι (Μύκητας;.
Μυλάυλακο (το): Το αυλάκι που οδηγούσε το νερό στον νερόμυλο.
Μυρτιά (η): Μυρσίνη.
Μυρωδίτας (ο): Είδος μεγάλου μανιταριού .

1 σχόλιο:

Όλα τα σχόλια είναι ευπρόσδεκτα. Εκτός από τα υβριστικά. Οσα σχόλια περιέχουν ονόματα θα σβήνονται άμεσα. Μην κάνετε το κόπο να γράφετε υβριστικά σχόλια για συγχωριανούς μας.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...